Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

"δεξιά" όψη της Αγίας Γραφης: ὅτι, δέσποτα, ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη καί ἐσμεν ταπεινοὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν,

όταν ένας Έλληνας Ορθόδοξος Χριστιανός διάβαζε στα χρόνια της 
Τουρκοκρατίας (αλλά και τα τελευταια 200 χρόνια, "επι δεξιας") τα παρακάτω, 
έβαζε στη θέση των Εβραίων το έθνος των Ελλήνων:


ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΖΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ
Δαν. 3,25           Καὶ συστὰς Ἀζαρίας προσηύξατο οὕτως καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς εἶπεν·
Δαν. 3,1                     Σταθείς δε όρθιος ο Αζαρίας εν μέσω του πυρός, ήνοιξε το στόμα αυτού, προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπε·
Δαν. 3 ,26          Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετός, καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας,
Δαν. 3,26                  “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας, άξιος παντός επαίνου· δοξασμένον το Ονομά σου στους αιώνας των αιώνων.
Δαν. 3,27           ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου ἀληθινά, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ πᾶσαι αἱ κρίσεις σου ἀλήθεια,
Δαν. 3,27                  Διότι είσαι δίκαιος εις όλα εκείνα, τα οποία έκαμες προς ημάς. Ολα τα έργα σου είναι αληθινά. Αι οδοί, τας οποίας συ έδωσες εντολήν να ακολουθώμεν, είναι ευθείαι και ασφαλείς. Ολαι αι αποφάσεις σου ορθαί.
Δαν. 3,28           καὶ κρίματα ἀληθείας ἐποίησας κατὰ πάντα, ἃ ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν τὴν τῶν πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐν ἀληθείᾳ καὶ κρίσει ἐπήγαγες ταῦτα πάντα, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν.
Δαν. 3,28                  Δικαίας αποφάσεις αλαθήτου κρίσεως εξέδωσες δι' όλας εκείνας τας τιμωρίας και θλίψεις, τας οποίας έστειλες εις ημάς και εναντίον της Ιερουσαλήμ, της αγίας πόλεως των προγόνων μας. Διότι με ακρίβειαν και με δικαίαν κρίσιν επέφερες όλα αυτά εναντίον μας εξ αιτίας των αμαρτιών μας.
Δαν. 3,29           ὅτι ἡμάρτομεν καὶ ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπὸ σοῦ καὶ ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν,
Δαν. 3,29                  Διότι ημείς ημαρτήσαμεν, παρέβημεν τον Νομον σου και απεμακρύνθημεν από σέ.
Δαν. 3,30           οὐδὲ συνετηρήσαμεν οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν, ἵνα εὖ ἡμῖν γένηται.
Δαν. 3,30                  Ημαρτήσαμεν εις όλα, δεν υπηκούσαμεν εις τας εντολάς σου, δεν εφυλάξαμεν και δεν επράξαμεν σύμφωνα με εκείνα, τα οποία συ μας είχες διατάξει, δια να ζήσωμεν ευτυχείς και ασφαλείς.
Δαν. 3,31           καὶ πάντα, ὅσα ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ πάντα ὅσα ἐποίησας ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας
Δαν. 3,31                   Δια τούτο όλα όσα συ έφερες εναντίον μας, όλα όσα έπραξες εις τιμωρίαν μας, τα έκαμες κατά δίκαιον και αληθινήν κρίσιν.
Δαν. 3,32           καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων, ἐχθίστων ἀποστατῶν, καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν.
Δαν. 3,32                  Και παρέδωκες ημάς εις χείρας παρανόμων εχθρών, αποστατών, μισητοτάτων, εις χείρας βασιλέως αδίκου και μοχθηροτάτου από όλους τους βασιλείς της γης.
Δαν. 3,33           καὶ νῦν οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τὸ στόμα· αἰσχύνη καὶ ὄνειδος ἐγενήθημεν τοῖς δούλοις σου καὶ τοῖς σεβομένοις σε.
Δαν. 3,33                  Τωρα δέ, Κυριε, δεν έχομεν το σθένος να ανοίξωμεν το στόμα μας προς σέ. Καταισχύνη και όνειδος εγίναμεν δια τους δούλους σου, που σε υπηρετούν, δια τους ανθρώπους οι οποίοι σε λατρεύουν.
Δαν. 3,34           μὴ δὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλος διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ μὴ διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου
Δαν. 3,34                  Αλλά σε ικετεύομεν· δια το άγιον και φιλάνθρωπον Ονομά σου μη μας παραδώσης εις πλήρη όλεθρον και μη διαλύσης την συιμφωνίαν, που συνήψες με τους πατέρας μας.
Δαν. 3,35           καὶ μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾿ ἡμῶν διὰ Ἁβραὰμ τὸν ἠγαπημένον ὑπὸ σοῦ καὶ διὰ Ἰσαὰκ τὸν δοῦλόν σου καὶ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιόν σου,
Δαν. 3,35                  Μη απομακρύνης από ημάς το έλεός σου προς χάριν του αγαπητού σου Αβραάμ, προς χάριν του δούλου σου Ισαάκ και του Ιακώβ, του αγίου σου.
Δαν. 3,36           οἷς ἐλάλησας πληθῦναι τὸ σπέρμα αὐτῶν ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης.
Δαν. 3,36                  Εις αυτούς είπες και υπεσχέθης, να πληθύνης τους απογόνους των και να τους αναδείξης ως προς το πλήθος ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμιμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης.
Δαν. 3,37           ὅτι, δέσποτα, ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη καί ἐσμεν ταπεινοὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν,
Δαν. 3,37                  Σε παρακαλούμεν θερμώς, Δέσποτα, διότι ημείς σήμερον εγίναμεν ολιγώτεροι και μικρότεροι από όλα τα έθνη. Εξ αιτίας των αμαρτιών μας είμεθα σήμερον εις όλην την οικουμένην εξευτελισμένοι και άσημοι.
Δαν. 3,38           καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ ἄρχων καὶ προφήτης καὶ ἡγούμενος, οὐδὲ ὁλοκαύτωσις οὐδὲ θυσία οὐδὲ προσφορὰ οὐδὲ θυμίαμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι ἐνώπιόν σου καὶ εὑρεῖν ἔλεος·
Δαν. 3,38                  Εις την εποχήν μας αυτήν δεν υπάρχει βασιλεύς δι' ημάς, ούτε προφήτης, ούτε κανένας άλλος άρχων. Δεν προσφέρονται πλέον ολοκαυτώματα, ούτε αναίμακτοι θυσίαι, ούτε θυμίαμα, ούτε και υπάρχει ναός και θυσιαστήριον, δια να προσφέρωμεν ενώπιόν σου τας θυσίας μας και να εύρωμεν έλεος.
Δαν. 3,39           ἀλλ᾿ ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασι κριῶν καὶ ταύρων καὶ ὡς ἐν μυριάσιν ἀρνῶν πιόνων,
Δαν. 3,39                  Αλλά ας προσφερθώμεν ως θυσία ενώπιόν σου και ας γίνωμεν δεκτοί από σε με ψυχήν συντετριμμένην και πνεύμα ταπεινωμένον.
Δαν. 3,40           οὕτως γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου σήμερον καὶ ἐκτελέσαι ὄπισθέν σου, ὅτι οὐκ ἔσται αἰσχύνη τοῖς πεποιθόσιν ἐπὶ σέ.
Δαν. 3,40                  Συ δέ, Κυριε, εν τω ελέει σου, όπως θα εδέχεσο ολοκαυτώματα κριών και ταύρων και μυριάδων αμνών καλοθρεμμένων, έτσι ας γίνη σήμερα δεκτή η θυσία μας αυτή ενώπιόν σου. Σε ακολουθούντες προσφέρομεν αυτήν την θυσίαν, διότι είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα έντραπούν ποτέ εκείνοι, οι οποίοι έχουν πίστιν και στηρίζουν την πεποίθησιν των εις σέ.
Δαν. 3,41           καὶ νῦν ἐξακολουθοῦμεν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ φοβούμεθά σε καὶ ζητοῦμεν τὸ πρόσωπόν σου, μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς,
Δαν. 3,41                   Διότι και τώρα ακόμη ακολουθούμεν τας εντολάς σου με όλην μας την καρδίαν. Σε σεβόμεθα και αναζητούμεν μετά πόθου το πρόσωπόν σου.
Δαν. 3,42           ἀλλὰ ποίησον μεθ᾿ ἡμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειάν σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου
Δαν. 3,42                  Μη μας κατεντροπιάσης, Κυριε, αλλά δείξε και εις την περίστασιν αυτήν απέναντί μας την επιείκειάν σου και το πλήθος του ελέους σου.
Δαν. 3,43           καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς κατὰ τὰ θαυμάσιά σου καὶ δὸς δόξαν τῷ ὀνόματί σου, Κύριε.
Δαν. 3,43                  Συμφωνα με τα αναρίθμητα θαύμαστά σου έργα, που έχεις πράξει εις προστασίαν του λαού σου, γλύτωσέ μας και σήμερα και δόξασε έτσι το Ονομά σου. Ας καταισχυνθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι φέρονται με σκληρόν τρόπον και διαπράττουν κακότητας στους δούλους σου.
Δαν. 3,44           καὶ ἐντραπείησαν πάντες οἱ ἐνδεικνύμενοι τοῖς δούλοις σου κακὰ καὶ καταισχυνθείησαν ἀπὸ πάσης δυναστείας, καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν συντριβείη·
Δαν. 3,44                  Ας καταισχυνθούν και ας αποδειχθή ανύπαρκτος και ανίσχυρος η εναντίον μας δύναμίς των. Ας συντριβή η ισχύς των.
Δαν. 3,45           καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην.

Δαν. 3,45                  Και ας μάθουν, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Κυριος και Θεός, ένδοξος εις όλην την οικουμένην”!

Δαν. 9,3                    Εστρεψα τότε εγώ το πρόσωπόν μου και την καρδίαν μου προς Κυριον τον Θεόν, δια να του υποβαλω θερμήν προσευχήν και ικεσίας, με νηστείας, φορών σάκκον και καθήμενος επάνω εις στάκτην.
Δαν. 9,4                    Προσηυχήθην προς Κυριον τον Θεόν μου, αφήκα να εκχυθή το περιεχόμενον της καρδίας μου και είπα προς αυτόν· “Κυριε, συ που είσαι ο μέγας και θαυμαστός Θεός, ο οποίος τηρείς την διαθήκην σου και το έλεός σου εις εκείνους, που σε αγαπούν και προσπαθούν να τηρούν τας εντολάς σου, άκουσε την εξομολόγησίν μου.
Δαν. 9,5                    Ημαρτήσαμεν πράγματι, διεπράξαμεν αδικίας, παρέβημεν τον Νομον σου, απεμακρύνθημεν από σέ, εξεκλίναμεν από τας εντολάς σου και από τα προστάγματά σου.
Δαν. 9,6                    Δεν υπηκούσαμεν στους δούλους σου τους προφήτας, οι οποίοι εξ ονόματός σου ωμιλούσαν προς τους βασιλείς και προς τους άρχοντας ημών και τους προγόνους ημών και προς όλον τον ισραηλιτικόν λαόν της χώρας.
Δαν. 9,7                    Εις σέ, Κυριε, υπάρχει η δικαιοσύνη και εις ημάς η καταισχύνη εις τα πρόσωπά μας, όπως μαρτυρεί η περίοδος αυτή της δουλείας μας· εις κάθε Ιουδαίον, εις αυτούς που κατοικούν την Ιερουσαλήμ, εις κάθε Ισραηλίτην, εις όλους όσοι ευρίσκονται πλησίον η μακράν, εις όλα τα μέρη, όπου συ, εν τη δικαιοσύνη σου, τους διεσκόρπισες, εξ αιτίας των παραβάσεων, τας οποίας αυτοί διέπραξαν.
Δαν. 9,8                    Εις σέ, Κυριε, υπάρχει η δικαιοσύνη, της οποίας και ημείς τιμωρούμενοι λαμβάνομεν πείραν. Εις ημάς δε υπάρχει η καταισχύνη του προσώπου μας· στους βασιλείς μας, στους άρχοντας μας, στους προγόνους μας, εις όλους μας, οι οποίοι ημαρτήσαμεν απέναντί σου.
Δαν. 9,9                    Αλλά εις σε τον Κυριον και Θεόν μας υπάρχει η ευσπλαγχνία και το έλεος δι' ημάς, οι οποίοι επανεστατήσαμεν απέναντί σου.
Δαν. 9,10                  Δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν του Κυρίου και Θεού μας, να πορευθώμεν και να ζήσωμεν σύμφωνα με τους νόμους, τους οποίους αυτός έδωκε δια μέσου των δούλων του, των προφητών.
Δαν. 9,11                   Ολοι οι Ισραηλίται παρέβησαν τον Νομον σου, παρεξέκλιναν, ώστε να μην υπακούσουν εις την ιδικήν σου φωνήν· και έτσι έπεσεν επάνω μας η κατάρα, η ένορκος διακήρυξις σου του Θεού περί της τιμωρίας των αμαρτωλών, που είναι γραμμένη στον νόμον του Μωϋσέως, του δούλου του Θεού, διότι ημείς ημαρτήσαμεν απέναντι του Θεού.
Δαν. 9,12                  Εξεπλήρωσε τους λόγους, τους οποίους είχεν είπει εναντίον ημών, εναντίον των δικαστών, οι οποίοι μας εδίκαζαν· ότι θα επιφέρη εναντίον μας κακά μεγάλα, τέτοια τα οποία δεν είχαν γίνει άλλοτε κάτω από τον ουρανόν, ωσάν αυτά τα οποία συνέβησαν εις βάρος της Ιερουσαλήμ.
Δαν. 9,13                   Οπως είναι γραμμένον στον νόμον του Μωϋσέως, όλα αυτά τα κακά έπεσαν επάνω μας και ημείς δεν εσυνετίσθημεν, δεν μετενοήσαμεν, δεν απεμακρύνθημεν από τας αδικίας μας, δεν προσεπαθήσαμεν να κατανοήσωμεν και να ζήσωμεν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, και δεν ικετεύσαμεν με θερμάς δεήσεις τον Κυριον,
Δαν. 9,14                  Και όμως ο Κυριος ηγρύπνησε δι' ημάς και επέφερε τας παιδαγωγικάς αυτάς τιμωρίας εναντίον μας, διότι ο Κυριος ο Θεός μας είναι δίκαιος εις όλα τα έργα, τα οποία πραγματοποιεί. Ημείς όμως και πάλιν δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν του.
Δαν. 9,15                   Και τώρα, Κυριε ο Θεός μας, συ ο οποίος εβγαλες ελεύθερον τον λαόν σου από την χώραν της Αιγύπτου με ακατανίκητον δύναμιν και κατέστησες ένδοξον και περίφημον το Ονομά σου μέχρι και της σημερινής ημέρας, άκουσε την προσευχήν μας. Ομολογούμεν ότι ημαρτήσαμεν, ότι παρέβημεν τον Νομον σου.
Δαν. 9,16                  Αλλά, Κυριε, συ ο οποίος έχεις πάσαν ελεημοσύνην και άπειρον το έλεος, ας αποστροφή τώρα ο θυμός και η οργή σου από την πόλιν σου την Ιερουσαλήμ, από το άγιόν σου όρος, όπου ο ναός και το θυσιαστήριων. Διότι ημείς ημαρτήσαμεν και εξ αιτίας των ιδικών μας αδικιών και των αδικιών, που είχαν διαπράξει οι πατέρες μας και ο ισραηλιτικός λαός, παρεδόθη η Ιερουσαλήμ εις ονειδισμόν εις όλους τους κύκλω λαούς.
Δαν. 9,17                   Και τώρα, Κυριε ο Θεός ημών, άκουσε την προσευχήν του δούλου σου και τας θερμάς ικεσίας, που σου απευθύνει. Ας φανή ευμενές το πρόσωπόν σου προς τον έρημον ναόν σου, ένεκέν σου, Κυριε.
Δαν. 9,18                  Κλίνε, Κυριε, το αυτί σου και άκουσε την προσευχήν μου. Ανοιξε, Κυριε, τους οφθαλμούς σου και ιδέ τον εξαφανισμόν και ημών και της πόλεώς σου, εις την οποίαν πόλιν ηκούετο και εδοξάζετο το Ονομά σου. Δεν προσπίπτομεν ενώπιόν σου και δεν σε παρακαλούμεν να μας λυπηθής χάρις εις τας δικαιοσύνας μας, αλλά χάρις στους πολλούς οικτιρμούς σου, Κυριε.
Δαν. 9,19                  Ακουσε Κυριε, την προσευχήν μας. Δείξε στοργήν και έλεος προς ημάς. Στρέψε την προσοχήν σου και κάμε ο,τι πρέπει δια την σωτηρίαν μας. Εφ' όσον είσαι Θεός του ελέους, μη βραδύνης, Κυριε, διότι το Ονομά σου ανεφέρετο και εδοξάζετο εις την πόλιν σου την Ιερουσαλήμ, όπως και στον λαόν σου”.

I then turned my face to my Lord God, asking for an answer with prayer and pleading, and with fasting, mourning clothes, and ashes. As I prayed to the Lord my God, I made this confession:
Please, my Lord—you are the great and awesome God, the one who keeps the covenant, and truly faithful to all who love him and keep his commands: We have sinned and done wrong. We have brought guilt on ourselves and rebelled, ignoring your commands and your laws. We haven’t listened to your servants, the prophets, who spoke in your name to our kings, our leaders, our parents, and to all the land’s people. Righteousness belongs to you, my Lord! But we are ashamed this day—we, the people of Judah, the inhabitants of Jerusalem, all Israel whether near or far, in whatever country where you’ve driven them because of their unfaithfulness when they broke faith with you. Lord, we are ashamed—we, our kings, our leaders, and our parents who sinned against you.Compassion and deep forgiveness belong to my Lord, our God, because we rebelled against him. 10 We didn’t listen to the voice of the Lord our God by following the teachings he gave us through his servants, the prophets. 11 All Israel broke your Instruction and turned away, ignoring your voice. Then the curse that was sworn long ago—the one written in the Instruction from Moses, God’s servant—swept over us because we sinned against God. 12 God confirmed the words he spoke against us and against our rulers, bringing great trouble on us. What happened in Jerusalem hasn’t happened anywhere else in the entire world! 13 All this trouble came upon us, exactly as it was written in the Instruction of Moses, but we didn’t try to reconcile with the Lord our God by turning from our wrongdoing or by finding wisdom in your faithfulness. 14 So the Lord oversaw the great trouble and brought it on us, because the Lord our God has been right in every move he’s made, but we haven’t listened to his voice.
15 “But now, my Lord, our God—you who brought your people out of Egypt with a strong hand, making a name for yourself even to this day: We have sinned and done the wrong thing.” 16 My Lord, please! In line with your many righteous acts, please turn your raging anger from Jerusalem, which is your city, your own holy mountain. Because of our sins and the wrongdoing of our parents, both Jerusalem and your people have become a disgrace to all our neighbors.
17 “But now, our God, listen to your servant’s prayer and pleas for help. Shine your face on your ruined sanctuary, for your own sake, my Lord. 18 Open your ears, my God, and listen! Open your eyes and look at our devastation. Look at the city called by your name! We pray our prayers for help to you, not because of any righteous acts of ours but because of your great compassion. 19 My Lord, listen! My Lord, forgive! My Lord, pay attention and act! Don’t delay! My God, do all this for your own sake, because your city and your people are called by your name.

και ο Κολοκτρώνης:
Α Μακ. 2,6         καὶ εἶδε τὰς βλασφημίας τὰς γινομένας ἐν Ἰούδᾳ καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ
Α Μακ. 2,6               Ο Ματταθίας είδε τας βεβηλώσεις και τας βλασφημίας, αι οποίαι εξετοξεύοντο και διεπράττοντο εναντίον του Θεού, εις την Ιουδαίαν και εις την Ιερουσαλήμ.
Α Μακ. 2,7         καὶ εἶπεν· οἴμοι, ἱνατί τοῦτο ἐγεννήθην ἰδεῖν τὸ σύντριμμα τοῦ λαοῦ μου καὶ τὸ σύντριμμα τῆς πόλεως τῆς ἁγίας καὶ καθίσαι ἐκεῖ ἐν τῷ δοθῆναι αὐτὴν ἐν χειρὶ ἐχθρῶν καὶ τὸ ἁγίασμα ἐν χειρὶ ἀλλοτρίων;
Α Μακ. 2,7               Και είπεν· “αλλοίμονον, διατί εγεννήθηκα, δια να ίδω το σύντριμμα του λαού μου και την καταστροφήν της αγίας πόλεως και να μείνω αδιάφορος, όταν η πόλις αυτή παρεδίδετο στους εχθρούς και ο ιερός ναός ευρίσκεται εις τα χέρια των αλλοεθνών;
Α Μακ. 2,8         ἐγένετο ὁ ναὸς αὐτῆς ὡς ἀνὴρ ἄδοξος,
Α Μακ. 2,8               Ο ονομαστός και ένδοξος ναός της πόλεως κατήντησε σαν ένας ασήμαντος και καταφρονημένος άνθρωπος.
Α Μακ. 2,9         τὰ σκεύη τῆς δόξης αὐτῆς αἰχμάλωτα ἀπήχθη, ἀπεκτάνθη τὰ νήπια αὐτῆς ἐν ταῖς πλατείαις, οἱ νεανίσκοι αὐτῆς ἐν ῥομφαίᾳ ἐχθροῦ.
Α Μακ. 2,9               Τα πολύτιμα αντικείμενα του μεγαλείου της απήχθησαν λάφυρα. Εφονεύθησαν τα νήπιά της εις τας πλατείας της, οι νέοι άνδρες έπεσαν εν στόματι ρομφαίας εκ μέρους του εχθρού.
Α Μακ. 2,10       ποῖον ἔθνος οὐκ ἐκληρονόμησε βασιλείαν αὐτῆς καὶ οὐκ ἐκράτησε τῶν σκύλων αὐτῆς;
Α Μακ. 2,10             Ποίον έθνος δεν εκληρονόμησε κάτι από το βασίλειον του Ιούδα και δεν επήρε μέρος από τα λάφυρα της πόλεως αυτής;
Α Μακ. 2,11       πᾶς ὁ κόσμος αὐτῆς ἀφῃρέθη, ἀντὶ ἐλευθέρας ἐγένετο εἰς δούλην.
Α Μακ. 2,11              Ολα τα κοσμήματα της πόλεως έχουν αφαιρεθή και η ιδία αντί ελευθέρα, έγινε δούλη.
Α Μακ. 2,12       καὶ ἰδοὺ τὰ ἅγια ἡμῶν καὶ ἡ καλλονὴ ἡμῶν καὶ ἡ δόξα ἡμῶν ἠρημώθη, καὶ ἐβεβήλωσαν αὐτὰ τὰ ἔθνη.
Α Μακ. 2,12             Και ιδού, ότι όλα τα ιερά και άγιά μας και η ωραιότης μας και η δόξα μας ηρημώθησαν και εμολύνθησαν από τα ειδωλολατρικά έθνη.
Α Μακ. 2,13       ἱνατί ἡμῖν ἔτι ζῆν;
Α Μακ. 2,13              Προς τι λοιπόν να ζώμεν ακόμη ημείς;”
Α Μακ. 2,14       καὶ διέῤῥηξε Ματταθίας καὶ υἱοὶ αὐτοῦ τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ περιεβάλοντο σάκκους καὶ ἐπένθησαν σφόδρα.
Α Μακ. 2,14             Ο Ματταθίας και τα παιδιά τους διέρρηξαν τα ιμάτιά των, εφόρεσαν σάκκους πένθους και εβυθίσθησαν εις μεγάλον πένθος.
Α Μακ. 2,15       Καὶ ἦλθον οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως οἱ καταναγκάζοντες τὴν ἀποστασίαν εἰς Μωδεΐν τὴν πόλιν, ἵνα θυσιάσωσι.
Α Μακ. 2,15              Τοτε είχαν έλθει οι απεσταλμένοι του βασιλέως εις την Μωδεΐν και εξηνάγκαζαν τους κατοίκους της, να αποστατήσουν από τον Νομον και να θυσιάσουν εις τα είδωλα.
Α Μακ. 2,16       καὶ πολλοὶ ἀπὸ Ἰσραὴλ πρὸς αὐτοὺς προσῆλθον· καὶ Ματταθίας καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ συνήχθησαν.
Α Μακ. 2,16             Πολλοί από τους Ισραηλίτας προσήλθον υποτεταγμένοι στους Συρους και εθυσίασαν. Τον Ματταθίαν και τα παιδιά του τους εκράτησαν ιδιαιτέρως οι Συροι.
Α Μακ. 2,17       καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ εἶπον τῷ Ματταθίᾳ λέγοντες· ἄρχων καὶ ἔνδοξος καὶ μέγας εἶ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ καὶ ἐστηριγμένος ἐν υἱοῖς καὶ ἀδελφοῖς·
Α Μακ. 2,17              Οι απεσταλμένοι του βασιλέως ωμίλησαν προς αυτούς και είπαν στον Ματταθίαν· “συ είσαι ο μέγας και ένδοξος άρχων εις την πόλιν αυτήν, στηριζόμενος εις τα παιδιά σου και στους ομοεθνείς σου.
Α Μακ. 2,18       νῦν οὖν πρόσελθε πρῶτος καὶ ποίησον τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως, ὡς ἐποίησαν πάντα τὰ ἔθνη καὶ οἱ ἄνδρες Ἰούδα καὶ οἱ καταλειφθέντες ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου τῶν φίλων τοῦ βασιλέως, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου δοξασθήσεσθε ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ καὶ ἀποστολαῖς πολλαῖς.
Α Μακ. 2,18             Τωρα, λοιπόν, έλα πρώτος και εκτέλεσε το πρόσταγμα του βασιλέως, όπως έπραξαν όλα τα ειδωλολατρικά έθνη και οι άνδρες του Ιούδα, οι οποίοι είχαν εναπομείνει εις την Ιερουσαλήμ. Εάν συμμορφωθής προς την διαταγήν αυτήν, συ και η οικογένειά σου θα είσθε από τους στενούς φίλους του βασιλέως. Συ και τα παιδιά σου θα δοξασθήτε και θα πλουτήσετε με αργύριον και χρυσίον και σε πολυάριθμα αλλά δώρα, τα οποία θα σας στέλλωνται”.
Α Μακ. 2,19       καὶ ἀπεκρίθη Ματταθίας καὶ εἶπε φωνῇ μεγάλῃ· εἰ πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐν οἴκῳ τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως ἀκούουσιν αὐτοῦ, ἀποστῆναι ἕκαστος ἀπὸ λατρείας πατέρων αὐτοῦ καὶ ᾑρετίσαντο ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ,
Α Μακ. 2,19             Ο Ματταθίας με φωνήν μεγάλην απεκρίθη και είπε· “και εάν ακόμη όλα τα έθνη, τα οποία ευρίσκονται εις την περιοχήν του βασιλείου του βασιλέως Αντιόχου, υπακούουν εις αυτόν, ώστε το καθένα από αυτά να αποστατήση από την θρησκείαν των πατέρων του και να προτιμήσουν υπακοήν εις τας εντολάς του Αντιόχου,
Α Μακ. 2,20       ἀλλ᾿ ἐγὼ καὶ οἱ υἱοί μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου πορευσόμεθα ἐν διαθήκῃ πατέρων ἡμῶν.
Α Μακ. 2,20             εγώ όμως, τα παιδιά μου και οι αδελφοί μου, θα πράξωμεν και θα φερθώμεν σύμφωνα με την διαθήκην, την οποίαν συνήψαν οι πατέρες μας με τον Θεόν μας.
Α Μακ. 2,21       ἵλεως ἡμῖν καταλιπεῖν νόμον καὶ δικαιώματα·
Α Μακ. 2,21             Παρακαλώ δε θερμώς τον Θεόν να μας σπλαγχνισθή, ώστε ποτέ να μη εγκαταλείψωμεν τον νόμον και τας εντολάς του.
Α Μακ. 2,22       τῶν λόγων τοῦ βασιλέως οὐκ ἀκουσόμεθα τοῦ παρελθεῖν τὴν λατρείαν ἡμῶν δεξιὰν ἢ ἀριστεράν.
Α Μακ. 2,22             Λοιπόν, δεν θα υπακούσωμεν εις την εντολήν του βασιλέως, ώστε να βαδίσωμεν δεξιά η αριστερά και να εγκαταλείψωμεν την λατρείαν μας”.
Α Μακ. 2,23       καὶ ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τοὺς λόγους τούτους, προσῆλθεν ἀνὴρ Ἰουδαῖος ἐν ὀφθαλμοῖς πάντων, θυσιᾶσαι ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Μωδεΐν κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως.
Α Μακ. 2,23             Οταν ο Ματταθίας έπαυσε να λέγη τους ηρωϊκούς αυτούς λόγους, ένας Ιουδαίος, εξωμότης προφανώς, εις καταφρόνησιν του Θεού και του Ματταθία επλησίασεν ενώπιον όλων, δια να προσφέρη θυσίαν στον βωμόν, που ευρίσκετο εν Μωδεΐν, σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλέως.
Α Μακ. 2,24       καὶ εἶδε Ματταθίας καὶ ἐζήλωσε, καὶ ἐτρόμησαν οἱ νεφροὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνήνεγκε θυμὸν κατὰ τὸ κρίμα καὶ δραμὼν ἔσφαξεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν βωμόν·
Α Μακ. 2,24             Τον είδεν ο Ματταθίας, εκυριεύθη από αγανάκτησιν, ανακατώθηκε το εσωτερικόν του, τον κατέλαβεν ιερός θυμός σύμφωνα και με τον νόμον του Θεού, έτρεξε και έσφαξεν εκείνον επάνω στον βωμόν.
Α Μακ. 2,25       καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ βασιλέως τὸν ἀναγκάζοντα θύειν ἀπέκτεινεν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ τὸν βωμὸν καθεῖλε.
Α Μακ. 2,25             Εφόνευσεν επίσης κατά την στιγμήν εκείνην και αυτόν τον αξιωματικόν του βασιλέως, ο οποίος ηνάγκαζε τους Ιουδαίους να προσφέρουν θυσίας, εκρήμνισε δε και τον ειδωλολατρικόν βωμόν.
Α Μακ. 2,26       καὶ ἐζήλωσε τῷ νόμῳ, καθὼς ἐποίησε Φινεὲς τῷ Ζαμβρὶ υἱῷ Σαλώμ.
Α Μακ. 2,26             Κατά την ώραν εκείνην ο Ματταθίας έδειξε ζήλον ιερόν υπέρ του νόμου του Θεού, όπως έκαμεν άλλοτε και ο Φινεές, ο οποίος εφόνευσε τον Ζαμβρί τον υιόν του Σαλώμ.
Α Μακ. 2,27       καὶ ἀνέκραξε Ματταθίας ἐν τῇ πόλει φωνῇ μεγάλῃ λέγων· πᾶς ὁ ζηλῶν τῷ νόμῳ καὶ ἱστῶν διαθήκην ἐξελθέτω ὀπίσω μου.
Α Μακ. 2,27             Εν συνεχεία δε ο Ματταθίας διέτρεξεν όλην την πόλιν, εκραύγασε με φωνήν μεγάλην και έλεγε· “καθένας, που είναι ζηλωτής του Νομου και επιθυμεί να τηρή την διαθήκην του Θεού, ας έλθη κοντά μου”.
Α Μακ. 2,28       καὶ ἔφυγον αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς τὰ ὄρη καὶ ἐγκατέλιπον ὅσα εἶχον ἐν τῇ πόλει.
Α Μακ. 2,28             Κατά την ημέραν εκείνην αυτός και τα παιδιά του εγκατέλειψαν όλα, όσα είχαν εις την πόλιν Μωδεΐν, και κατέφυγαν εις τα όρη.
Α Μακ. 2,29       Τότε κατέβησαν πολλοὶ ζητοῦντες δικαιοσύνην καὶ κρίμα εἰς τὴν ἔρημον καθίσαι ἐκεῖ,
Α Μακ. 2,29             Τοτε ένας μεγάλος αριθμός Ιουδαίων, οι οποίοι ήθελαν να ζουν σύμφωνα με τον νόμον και τας εντολάς του Θεού, κατέβηκαν εις την έρημον και εγκατεστάθηκαν εκεί,
Α Μακ. 2,30       αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν, ὅτι ἐπληθύνθη ἐπ᾿ αὐτοὺς τὰ κακά.
Α Μακ. 2,30             αυτοί και τα παιδιά των, αι γυναίκες των και τα ζώα των, διότι αι συμφοραί επληθύνθησαν και τους κατεβάρυναν εις την πόλιν.
Α Μακ. 2,31       καὶ ἀνηγγέλη τοῖς ἀνδράσι τοῦ βασιλέως καὶ ταῖς δυνάμεσιν, αἵ ἦσαν ἐν Ἱερουσαλὴμ πόλει Δαυίδ, ὅτι κατέβησαν ἄνδρες, οἵτινες διασκέδασαν τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλέως εἰς τοὺς κρύφους ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Α Μακ. 2,31              Το γεγονός όμως αυτό εγνωστοποιήθη εις τους αξιωματικούς και το στράτευμα του βασιλέως, που υπήρχεν εις την Ιερουσαλήμ, εις την πόλιν Δαυίδ, ότι δηλαδή άνδρες Ιουδαίοι κατεπάτησαν την διαταγήν του βασιλέως και κατέφυγαν εις αποκρήμνους περιοχάς της ερήμου.
Α Μακ. 2,32       καὶ ἔδραμον ὀπίσω αὐτῶν πολλοὶ καὶ καταλαβόντες αὐτοὺς παρενέβαλον ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ συνεστήσαντο πρὸς αὐτοὺς πόλεμον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων
Α Μακ. 2,32             Αμέσως πολλοί στρατιώται του βασιλέως έτρεξαν εις καταδίωξίν των και όταν τους συνήντησαν, εστρατοπέδευσαν απέναντί των. Απεφάσισαν δε να πολεμήσουν αυτούς κατά την ημέραν του Σαββάτου.
Α Μακ. 2,33       καὶ εἶπον πρὸς αὐτούς· ἕως τοῦ νῦν ἱκανόν· ἐξέλθετε καὶ ποιήσατε κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως καὶ ζήσεσθε.
Α Μακ. 2,33             Είπον όμως προηγουμένως προς αυτούς οι Συροι· “Τέλος πάντων ο,τι εκάματε, εκάματε έως τώρα. Εβγάτε από τας κρύπτας σας και τηρήσατε την διαταγήν του βασιλέως και θα σας χαρισθή η ζωη”.
Α Μακ. 2,34       καὶ εἶπον· οὐκ ἐξελευσόμεθα οὐδὲ ποιήσομεν τὸν λόγον τοῦ βασιλέως τοῦ βεβηλῶσαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων.
Α Μακ. 2,34             Οι Ιουδαίοι όμως απήντησαν· “ούτε θα εξέλθωμεν ούτε υπακούομεν εις την διαταγήν του βασιλέως, διότι η έξοδός μας αυτή θα ήτο βεβήλωσις της αργίας του Σαββάτου”.
Α Μακ. 2,35       καὶ ἐτάχυναν ἐπ᾿ αὐτοὺς πόλεμον.
Α Μακ. 2,35             Οι Συροι έσπευσαν αμέσως και ήνοιξαν μάχην εναντίον των.
Α Μακ. 2,36       καὶ οὐκ ἀπεκρίθησαν αὐτοῖς οὐδὲ λίθον ἐνετίναξαν αὐτοῖς, οὐδὲ ἐνέφραξαν τοὺς κρύφους
Α Μακ. 2,36             Οι Ιουδαίοι δεν έφεραν καμμίαν αντίστασιν εις αυτούς, δεν έρριψαν ούτε λίθον εναντίον των, ακόμη δε ούτε και τα κρησφύγετα αυτών δεν έφραξαν
Α Μακ. 2,37       λέγοντες· ἀποθάνωμεν πάντες ἐν τῇ ἁπλότητι ἡμῶν· μαρτυρεῖ ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ὅτι ἀκρίτως ἀπόλλυτε ἡμᾶς.
Α Μακ. 2,37             λέγοντες· “ας αποθάνωμεν όλοι επάνω εις την αθωότητά μας. Ο ουρανός και η γη είναι μάρτυρες, ότι σεις οι διώκται μας μας θανατώνετε αδίκως”.
Α Μακ. 2,38       καὶ ἀνέστησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐν τῷ πολέμῳ τοῖς σάββασι, καὶ ἀπέθανον αὐτοὶ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν, καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν ἕως χιλίων ψυχῶν ἀνθρώπων.
Α Μακ. 2,38             Οι Συροι τότε ηγέρθησαν εναντίον των Ιουδαίων, τους επολέμησαν καθ' όλην την ημέραν του Σαββάτου και έτσι εξωντώθησαν οι Ιουδαίοι εκεί και αι γυναίκες των, τα τέκνα των και τα ζώα των. Οι φονευθέντες ήσαν περίπου χίλιοι άνθρωποι.
Α Μακ. 2,39       Καὶ ἔγνω Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ ἐπένθησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἕως σφόδρα.
Α Μακ. 2,39             Οταν ο Ματταθίας και οι φίλοι του έμαθαν το τραγικόν αυτό γεγονός ελυπήθησαν πάρα πολύ δια τους φονευθέντας.
Α Μακ. 2,40       καὶ εἶπεν ἀνὴρ τῷ πλησίον αὐτοῦ· ἐὰν πάντες ποιήσωμεν ὡς οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἐποίησαν, καὶ μὴ πολεμήσωμεν πρὸς τὰ ἔθνη ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ τῶν δικαιωμάτων ἡμῶν, νῦν τάχιον ἡμᾶς ἐξολοθρεύσουσιν ἀπὸ τῆς γῆς.
Α Μακ. 2,40             Είπον δε μεταξύ των· “εάν όλοι πράξωμεν, όπως έπραξαν οι αδελφοί μας και εν ημέρα Σαββάτω δεν πολεμήσωμεν εναντίον των εθνών υπέρ της ζωής μας και του νόμου του Θεού, πολύ συντόμως θα μς εξολοθρεύσουν από το πρόσωπον της γης”ι
Α Μακ. 2,41       καὶ ἐβουλεύσαντο τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγοντες· πᾶς ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν ἔλθῃ πρὸς ἡμᾶς εἰς πόλεμον τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων, πολεμήσωμεν κατέναντι αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωμεν πάντες καθὼς ἀπέθανον οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἐν τοῖς κρύφοις.
Α Μακ. 2,41             Επήραν λοιπόν κατά την ημέραν εκείνην την απόφασιν και είπαν· “οποιοσδήποτε θα επέλθη εναντίον μας εις πόλεμον κατά την ημέραν του Σαββάτου, θα τον πολεμήσωμεν και δεν θα μείνωμεν να φονευθώμεν όλοι, όπως εφονεύθησαν οι αδελφοί μας εις τα κρησφύγετα των”.
Α Μακ. 2,42       τότε συνήχθησαν πρὸς αὐτοὺς συναγωγὴ Ἁσιδαίων, ἰσχυροὶ δυνάμει ἀπὸ Ἰσραήλ, πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος τῷ νόμῳ·
Α Μακ. 2,42             Τοτε συνεκεντρώθησαν και ηνώθησαν με αυτούς ο στρατός των Ασιδαίων, άνδρες Ισραηλίται πολύ δυνατοί και ευσεβείς. Αυτοί είχαν σταθεράν την απόφασιν και να αποθάνουν ακόμη δια την υπεράσπισιν του Νομου.
Α Μακ. 2,43       καὶ πάντες οἱ φυγαδεύοντες ἀπὸ τῶν κακῶν προσετέθησαν αὐτοῖς καὶ ἐγένοντο αὐτοῖς εἰς στήριγμα.
Α Μακ. 2,43             Αλλά και όλοι εκείνοι, οι οποίοι ήθελαν να αποφύγουν τους διωγμούς και τα δεινά, ήλθαν προς τους Ιουδαίους και έτσι ηυξήθη η δύναμις του Ματταθίου και των περί αυτόν.
Α Μακ. 2,44       καὶ συνεστήσαντο δύναμιν καὶ ἐπάταξαν ἁμαρτωλοὺς ἐν ὀργῇ αὐτῶν καὶ ἄνδρας ἀνόμους ἐν θυμῷ αὐτῶν· καὶ οἱ λοιποὶ ἔφυγον εἰς τὰ ἔθνη σωθῆναι.
Α Μακ. 2,44             Ολοι αυτοί συνεκρότησαν μεγάλην δύναμιν και εκτύπησαν κατ' αρχάς επάνω εις την δίκαιον οργήν των τους εξωμότας Ιουδαίους και εν τω θυμώ των εφόνευσαν τους παρανόμους αυτούς άνδρας. Οι άλλοι από τους εξωμότας Ιουδαίους, που διέφυγαν τον θάνατον, κατέφυγαν ανάμεσα εις τα ειδωλολατρικά έθνη, δια να εύρουν σωτηρίαν.
Α Μακ. 2,45       καὶ ἐκύκλωσε Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ καθεῖλον τοὺς βωμοὺς
Α Μακ. 2,45             Ο Ματταθίας και τα παιδιά του, περιέτρεχαν την χώραν και εκρήμνιζαν τους ειδωλολατρικούς βωμούς.
Α Μακ. 2,46       καὶ περιέτεμον τὰ παιδάρια τὰ ἀπερίτμητα, ὅσα εὗρον ἐν ὁρίοις Ἰσραήλ, ἐν ἰσχύϊ
Α Μακ. 2,46             Περιέτεμνον δε δια της βίας τα απερίτμητα μικρά παιδιά των Ιουδαίων, όσα εύρισκαν εις την χώραν της Ιουδαίας.
Α Μακ. 2,47       καὶ ἐδίωξαν τοὺς υἱοὺς τῆς ὑπερηφανίας, καὶ κατευωδώθη τὸ ἔργον ἐν χειρὶ αὐτῶν.
Α Μακ. 2,47             Κατεδίωξαν τους αυθάδεις και αλαζονικούς ανθρώπους. Με αυτάς δε τας ηρωϊκάς των προσπαθείας κατευωδόθη το έργον των.
Α Μακ. 2,48       καὶ ἀντελάβοντο τοῦ νόμου ἐκ χειρὸς τῶν ἐθνῶν καὶ ἐκ χειρὸς τῶν βασιλέων καὶ οὐκ ἔδωκαν κέρας τῷ ἁμαρτωλῷ.
Α Μακ. 2,48             Υπερησπίζοντο τον νόμον του Θεού εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών και εναντίον της εξουσίας των βασιλέων και δεν επέτρεψαν να νικήση η δύναμις των αμαρτωλών (εξωμοτών).
Α Μακ. 2,49       Καὶ ἤγγισαν αἱ ἡμέραι τοῦ Ματταθίου ἀποθανεῖν, καὶ εἶπε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ· νῦν ἐστηρίχθη ὑπερηφανία καὶ ἐλεγμὸς καὶ καιρὸς καταστροφῆς καὶ ὀργὴ θυμοῦ.
Α Μακ. 2,49             Οταν επλησίασαν αι ημέραι της εκδημίας του Ματταθίου, είπε προς τα παιδιά του· “σήμερον κυριαρχεί η αυθάδεια και η αλαζονεία. Είναι καιρός καταστροφής και μεγάλης οργής.
Α Μακ. 2,50       καὶ νῦν, τέκνα, ζηλώσατε τῷ νόμῳ καὶ δότε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ὑπὲρ διαθήκης πατέρων ἡμῶν.
Α Μακ. 2,50             Τωρα, λοιπόν, τέκνα μου, αναπτύξατε και θερμάνατε μέσα σας τον ζήλον δια τον νόμον του Θεού. Θυσιάσατε και την ζωήν σας υπέρ της διαθήκης, η οποία έγινε μεταξύ του Θεού και των πατέρων μας.
Α Μακ. 2,51       μνήσθητε τῶν πατέρων ἡμῶν τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν ἐν ταῖς γενεαῖς αὐτῶν, καὶ δέξασθε δόξαν μεγάλην καὶ ὄνομα αἰώνιον.
Α Μακ. 2,51              Ενθυμηθήτε και μιμηθήτε τα ηρωϊκά έργα, τα οποία έκαμαν οι πατέρες μας εις την εποχήν των. Και έτσι θα πάρετε μεγάλην δόξαν και θα αποκτήσετε αιώνιον όνομα.
Α Μακ. 2,52       Ἁβραὰμ οὐχὶ ἐν πειρασμῷ εὑρέθη πιστός, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην;
Α Μακ. 2,52             Μηπως ο Αβραάμ δεν απεδείχθη πιστός κατά την διάρκειαν του πειρασμού; Και δεν ελογαριάσθη τούτο δι' αυτόν εις αρετήν και δικαίωσιν;
Α Μακ. 2,53       Ἰωσὴφ ἐν καιρῷ στενοχωρίας αὐτοῦ ἐφύλαξεν ἐντολὴν καὶ ἐγένετο κύριος Αἰγύπτου.
Α Μακ. 2,53             Ο Ιωσήφ πάντοτε, μάλιστα δε εις την περίοδον της θλίψεώς του, ετήρησε τας εντολάς του Θεού και έγινε δια τούτο βασιλεύς της Αιγύπτου.
Α Μακ. 2,54       Φινεὲς ὁ πατὴρ ἡμῶν ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον ἔλαβε διαθήκην ἱερωσύνης αἰωνίας.
Α Μακ. 2,54             Ο Φινεές, ο προγονός μας, πλημμυρισμένος από ιερόν ζήλον δια τον νόμον του Θεού, επήρεν ιεράν την υπόσχεσιν ότι θα έχη αιωνίαν την ιερωσύνην.
Α Μακ. 2,55       Ἰησοῦς ἐν τῷ πληρῶσαι λόγον ἐγένετο κριτὴς ἐν Ἰσραήλ.
Α Μακ. 2,55             Ο Ιησούς του Ναυή, επειδή εξεπλήρωσε τον νόμον του Κυρίου, έγινε κριτής μεταξύ των Ισραηλιτών.
Α Μακ. 2,56       Χάλεβ ἐν τῷ ἐπιμαρτύρασθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἔλαβε γῆς κληρονομίαν.
Α Μακ. 2,56             Ο Χαλεβ, διότι διεμαρτυρήθη και ωμολόγησε την αλήθειαν ενώπιον της συγκεντρώσεως των Εβραίων, επήρεν ιδιαιτέραν κληρονομίαν από την γην της Παλαιστίνης.
Α Μακ. 2,57       Δαυὶδ ἐν τῷ ἐλέῳ αὐτοῦ ἐκληρονόμησε θρόνον βασιλείας εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
Α Μακ. 2,57             Ο Δαυίδ δια την ευλάβειάν του και την αγαθότητα της καρδίας του εκληρονόμησε τον θρόνον της βασιλείας εις όλους τους αιώνας.
Α Μακ. 2,58       Ἠλίας ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον νόμου ἀνελήφθη ἕως εἰς τὸν οὐρανόν.
Α Μακ. 2,58             Ο προφήτης Ηλίας, επειδή επλημμύρισεν η καρδία του από ιερόν ζήλον υπέρ του νόμου του Θεού, ανελήφθη έως στον ουρανόν.
Α Μακ. 2,59       Ἀνανίας, Ἀζαρίας, Μισαήλ, πιστεύσαντες ἐσώθησαν ἐκ φλογός.
Α Μακ. 2,59             Ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ, επειδή έδειξαν ζωντανήν πίστιν στον Θεόν, εσώθησαν από την φλόγα της φοβεράς καμίνου.
Α Μακ. 2,60       Δανιὴλ ἐν τῇ ἁπλότητι αὐτοῦ ἐῤῥύσθη ἐκ στόματος λεόντων.
Α Μακ. 2,60             Ο Δανιήλ δια την αθωότητά του εγλύτωσεν από το στόμα των λεόντων.
Α Μακ. 2,61       καὶ οὕτως ἐννοήθητε κατὰ γενεὰν καὶ γενεάν, ὅτι πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπ᾿ αὐτὸν οὐκ ἀσθενήσουσι.
Α Μακ. 2,61             Κατ' αυτόν τον τρόπον σεις αν ερευνήσετε όλας τας γενεάς των προγόνων μας, θα διαπιστώσετε και θα πεισθήτε ότι όλοι, όσοι έχουν την ελπίδα των στον Θεόν, δεν θα περιπέσουν εις αδυναμίαν και ασθένειαν, δεν θα καταστραφούν, αλλά θα αποκτήσουν δύναμιν.
Α Μακ. 2,62       καὶ ἀπὸ λόγων ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ μὴ φοβηθῆτε, ὅτι ἡ δόξα αὐτοῦ εἰς κοπρίαν καὶ εἰς σκώληκας·
Α Μακ. 2,62             Μη φοβηθήτε, λοιπόν, τας απειλάς αμαρτωλού ανθρώπου, διότι η δύναμίς του και το μεγαλείον θα μεταβληθή εις κοπρίαν και σκώληκας.
Α Μακ. 2,63       σήμερον ἐπαρθήσεται καὶ αὔριον οὐ μὴ εὑρεθῇ, ὅτι ἐπέστρεψεν εἰς τὸν χοῦν αὐτοῦ, καὶ ὁ διαλογισμὸς αὐτοῦ ἀπώλετο.
Α Μακ. 2,63             Σημερον υψώνεται και αύριον δεν θα ευρεθή ούτε ο τόπος, στον οποίον έζησε. Διότι το σώμα του θα επιστρέψη χώμα στο χώμα και αι επίνοιαι της πονηράς καρδίας του δεν θα πραγματοποιηθούν.
Α Μακ. 2,64       καὶ ὑμεῖς τέκνα ἰσχύσατε καὶ ἀνδρίζεσθε ἐν τῷ νόμῳ, ὅτι ἐν αὐτῷ δοξασθήσεσθε.
Α Μακ. 2,64             Σεις όμως, παιδιά μου, πάρετε θάρρος, αναδειχθήτε γενναίοι, υπερασπιζόμενοι τον νόμον του Θεού, διότι δια του Θεού θα αποκτήσετε δόξαν.
Α Μακ. 2,65       καὶ ἰδοὺ Συμεὼν ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, οἶδα ὅτι ἀνὴρ βουλῆς ἐστιν, αὐτοῦ ἀκούετε πάσας τὰς ἡμέρας, αὐτὸς ὑμῖν ἔσται εἰς πατέρα.
Α Μακ. 2,65             Ιδού γνωρίζω και σας διαβεβαιώ, ότι ο αδελφός σας ο Συμεών είναι άνθρωπος ορθοφροσύνης και αποφασιστικότητας. Εις αυτόν λοιπόν, να υπακούετε όλας τας ημέρας. Αυτός θα είναι δια σας στοργικός και συνετός πατέρας.
Α Μακ. 2,66       καὶ Ἰούδας Μακκαβαῖος ἰσχυρὸς δυνάμει ἐκ νεότητος αὐτοῦ, οὗτος ὑμῖν ἔσται ἄρχων στρατιᾶς καὶ πολεμήσει πόλεμον λαῶν.
Α Μακ. 2,66             Ιδού, ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ο γενναίος αυτός ήρως από τα νεανικά του ακόμη χρόνια, αυτός θα είναι αρχηγός του στρατού και θα κατευθύνη τον πόλεμον εναντίον των εχθρικών λαών.
Α Μακ. 2,67       καὶ ὑμεῖς προσάξατε πρὸς ὑμᾶς πάντας τοὺς ποιητὰς τοῦ νόμου καὶ ἐκδικήσατε ἐκδίκησιν τοῦ λαοῦ ὑμῶν.
Α Μακ. 2,67             Εντάξατε στον στρατόν σας όλους εκείνους τους Ιουδαίους, που τηρούν τον νόμον του Θεού, και πάρετε εκδίκησιν δια τον αδικούμενον λαόν σας.
Α Μακ. 2,68       ἀνταπόδοτε ἀνταπόδομα τοῖς ἔθνεσι καὶ προσέχετε εἰς τὰ προστάγματα τοῦ νόμου.
Α Μακ. 2,68             Να ανταποδώσετε εις τα ειδωλολατρικά έθνη εκείνα, τα οποία κάνουν εναντίον του λαού μας, και προ παντός προσέχετε να τηρήτε τας εντολάς του νόμου του Θεού”.
Α Μακ. 2,69       καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ.
Α Μακ. 2,69             Επειτα από τα λόγια αυτά τους ηυλόγησεν ο Ματταθίας και εξεδήμησε και προσετέθη στους προγόνους του.
Α Μακ. 2,70       καὶ ἀπέθανεν ἐν τῷ ἕκτῳ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν τάφοις πατέρων αὐτῶν ἐν Μωδεΐν, καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ κοπετὸν μέγαν.
Α Μακ. 2,70             Απέθανε δε κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έκτον έτος της βασιλείας των Σελευκιδών. Τα παιδιά του τον έθαψαν στους τάφους των προγόνων των εις την πόλιν Μωδεΐν. Ολοι δε οι Ισραηλίται τον εθρήνησαν με κοπετόν μεγάλον.


Α ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 3

Α Μακ. 3,1         Καὶ ἀνέστη Ἰούδας ὁ καλούμενος Μακκαβαῖος υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.
Α Μακ. 3,1                Αντί του Ματταθίου ανεδείχθη και ανέλαβε την αρχηγίαν ο υιός του Ιούδας, ο επιλεγόμενος Μακκαβαίος
Α Μακ. 3,2         καὶ ἐβοήθουν αὐτῷ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πάντες, ὅσοι ἐκολλήθησαν τῷ πατρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐπολέμουν τὸν πόλεμον Ἰσραὴλ μετ᾿ εὐφροσύνης.
Α Μακ. 3,2               Αυτόν εβοηθούσαν οι αδελφοί του και όλοι εκείνοι, οι οποίοι είχον προσκολληθή στον πατέρα του. Ολοι επολεμούσαν τον ιερόν υπέρ του έθνους του Ισραήλ αγώνα με χαράν και ενθουσιασμόν.
Α Μακ. 3,3         καὶ ἐπλάτυνε δόξαν τῷ λαῷ αὐτοῦ καὶ ἐνεδύσατο θώρακα ὡς γίγας καὶ συνεζώσατο τὰ σκεύη αὐτοῦ τὰ πολεμικὰ καὶ συνεστήσατο πολέμους σκεπάζων παρεμβολὴν ἐν ρομφαίᾳ.
Α Μακ. 3,3                Εδόξασεν αυτός τον λαόν του, ενεδύθη τον θώρακά του ως γίγας, εζώσθη τα πολεμικά του όπλα και διεξήγαγε νικηφόρους πολέμους υπερασπίζων με την ρομφαίαν του το στρατόπεδον του Ισραήλ.
Α Μακ. 3,4         καὶ ὡμοιώθη λέοντι ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καὶ ὡς σκύμνος ἐρευγόμενος εἰς θήραν.
Α Μακ. 3,4               Εις τα πολεμικά του έργα ωμοίαζε με λέοντα και με σκύμνον λέοντος, ο οποίος εφορμά με βρυχηθμούς εναντίον του θηράματός του.
Α Μακ. 3,5         καὶ ἐδίωξεν ἀνόμους ἐξερευνῶν καὶ τοὺς ταράσσοντας τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐφλόγισε.
Α Μακ. 3,5                Κατεδίωκε τους ασεβείς, αφού ανεκάλυπτε τα κρησφύγετά των, τους δε αναταράσσοντας τον λαόν του παρέδιδεν στο πυρ.
Α Μακ. 3,6         καὶ συνεστάλησαν οἱ ἄνομοι ἀπὸ τοῦ φόβου αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας συνεταράχθησαν, καὶ εὐωδώθη σωτηρία ἐν χειρὶ αὐτοῦ.
Α Μακ. 3,6               Εκυριεύθησαν από φόβον και εσυμμαζεύθησαν οι εξωμόται και όλοι οι εργαζόμενοι την ανομίαν συνεκλονίσθησαν, διότι η σωτηρία των Ιουδαίων κατευωδώθη δια της δυνάμεως Ιούδα του Μακκαβαίου.
Α Μακ. 3,7         καὶ ἐπίκρανε βασιλεῖς πολλοὺς καὶ εὔφρανε τὸν Ἰακὼβ ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ εἰς εὐλογίαν.
Α Μακ. 3,7                Με τα κατορθώματά του εστενοχώρησε και κατεπίκρανε πολλούς βασιλείς και έδωσε χαράν και αγαλλίασιν στον ισραηλιτικόν λαόν. Η δε ανάμνησίς του μένει ένδοξος και ευλογημένη στους αιώνας.
Α Μακ. 3,8         καὶ διῆλθεν ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἐξωλόθρευσεν ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς καὶ ἀπέστρεψεν ὀργὴν ἀπὸ Ἰσραὴλ
Α Μακ. 3,8               Διέτρεξε δια μέσου των πόλεων του Ιούδα, εξωλόθρευσε τους ασεβείς εκ μέσου αυτών και απεμάκρυνεν από τους Ισραηλίτας την καταοττροφικήν οργήν εχθρικών βασιλέων και λαών.
Α Μακ. 3,9         καὶ ὠνομάσθη ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς καὶ συνήγαγεν ἀπολλυμένους.
Α Μακ. 3,9               Περιώνυμος έγινε μέχρι των ακρών της γης, διότι συνεκέντρωσε και εξησφάλισεν ανθρώπους, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι εις καταστροφήν
Α Μακ. 3,10       Καὶ συνήγαγεν Ἀπολλώνιος ἔθνη καὶ ἀπὸ Σαμαρείας δύναμιν μεγάλην τοῦ πολεμῆσαι πρὸς Ἰσραήλ.
Α Μακ. 3,10              Ο Απολλώνιος, ο δόλιος απεσταλμένος του Αντιόχου, συνεκέντρωσεν ειδωλολατρικά έθνη και μάλιστα από τον λαόν της Σαμαρείας, στρατιωτικήν δύναμιν μεγάλην, δια να πολεμήση εναντίον του ισραηλιτικού λαού.
Α Μακ. 3,11       καὶ ἔγνω Ἰούδας καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν· καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἔφυγον.
Α Μακ. 3,11              Επληροφορήθη τούτο ο Ιούδας και εξήλθεν εις συνάντησιν αυτού. Κατά την μάχην κατενίκησε τον στρατόν και εφόνευσεν αυτόν τον ίδιον. Μέγας δε αριθμός των εχθρών έπεσαν νεκροί, ενώ οι υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν.
Α Μακ. 3,12       καὶ ἔλαβον τὰ σκῦλα αὐτῶν, καὶ τὴν μάχαιραν Ἀπολλωνίου ἔλαβεν Ἰούδας καὶ ἦν πολεμῶν ἐν αὐτῇ πάσας τὰς ἡμέρας.
Α Μακ. 3,12              Οι Ιουδαίοι επήραν τα λάφυρα των εχθρών, ο δε Ιούδας ο Μακκαβαίος επήρε την μάχαιραν του Απολλωνίου, με την οποίαν και επολεμούσε καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του.
Α Μακ. 3,13       καὶ ἤκουσε Σήρων ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως Συρίας ὅτι ἤθροισεν Ἰούδας ἄθροισμα καὶ ἐκκλησίαν πιστῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκπορευομένων εἰς πόλεμον,
Α Μακ. 3,13              Ο Σηρων, αρχιστράτηγος της στρατιωτικής δυνάμεως της Συρίας επληροφορήθη, ότι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος συνεκέντρωσε γύρω του και ωργάνωσε στρατόν από Ισραηλίτας πιστούς στον Θεόν, οι οποίοι κάνουν μαζή με αυτόν πολεμικάς εξορμήσεις,
Α Μακ. 3,14       καὶ εἶπε· ποιήσω ἐμαυτῷ ὄνομα καὶ δοξασθήσομαι ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ πολεμήσω τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ τοὺς ἐξουδενοῦντας τὸν λόγον τοῦ βασιλέως.
Α Μακ. 3,14              και είπε· “θα κάμω περίφημον το όνομά μου και θα δοξασθώ στο δασίλειον των Συρων. Θα καταπολεμήσω και θα νικήσω τον Ιούδαν και όλους εκείνους, οι οποίοι μαζή με αυτόν εξουθενώνουν τα διατάγματα του βασιλέως”.
Α Μακ. 3,15       καὶ προσέθετο τοῦ ἀναβῆναι· καὶ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ παρεμβολὴ ἀσεβῶν ἰσχυρὰ βοηθῆσαι αὐτῷ καὶ ποιῆσαι τὴν ἐκδίκησιν ἐν υἱοῖς Ἰσραήλ.
Α Μακ. 3,15              Επήρε, λοιπόν, την απόφασιν να εκστρατεύση εναντίον εκείνων. Μαζή του συνεξεστράτευσε και όλος ο στρατός των εξωμοτών Ιουδαίων, δια να τον βοηθήσουν, να εκδικηθούν δε και τιμωρήσουν τους πιστούς στον Θεόν 'Ισραηλιτας.
Α Μακ. 3,16       καὶ ἤγγισαν ἕως ἀναβάσεως Βαιθωρών, καὶ ἐξῆλθεν Ἰούδας εἰς συνάντησιν αὐτῶν ὀλιγοστός.
Α Μακ. 3,16              Οταν οι Συροι έφθασαν εις την ανωφέρειαν της πόλεως Βαιθωρών, εξήλθεν εναντίον των ο Ιούδας με ολίγους στρατιώτας.
Α Μακ. 3,17       ὡς δὲ εἶδον τὴν παρεμβολὴν ἐρχομένην εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, εἶπον τῷ Ἰούδᾳ· πῶς δυνησόμεθα ὀλιγοστοὶ ὄντες πολεμῆσαι πρὸς πλῆθος τοσοῦτον ἰσχυρόν; καὶ ἡμεῖς ἐκλελύμεθα ἀσιτοῦντες σήμερον.
Α Μακ. 3,17              Οταν οι άνδρες του είδαν την εχθρικήν στρατιάν να επέρχεται εναντίον των, είπον στον Ιούδαν· “πως θα ημπορέσωμεν ημείς, οι οποίοι είμεθα τόσον ολίγοι, να αντιπαραταχθώμεν εις πόλεμον εναντίον τόσον πολλού και ισχυρού στρατού; Αλλωστε ημείς σήμερον έχομεν εξαντληθή από την πείναν”.
Α Μακ. 3,18       καὶ εἶπεν Ἰούδας· εὔκοπόν ἐστι συγκλεισθῆναι πολλοὺς ἐν χερσὶν ὀλίγων, καὶ οὐκ ἔστι διαφορὰ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ σῴζειν ἐν πολλοῖς ἢ ἐν ὀλίγοις·
Α Μακ. 3,18              Ο Ιούδας απήντησεν· “είναι εύκολον πράγμα να περιέλθουν πολλά εις τα χέρια των ολίγων, διότι δεν είναι αδύνατον ενώπιον του Θεού του ουρανού να σώζη τους ιδικούς του εν μέσω πολλών η εν μέσω ολίγων.
Α Μακ. 3,19       ὅτι οὐκ ἐν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου ἐστίν, ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἰσχύς.
Α Μακ. 3,19              Η νίκη κατά τον πόλεμον δεν εξαρτάται από το πλήθος του στρατού μας, αλλά η νικητήριος δύναμις προέρχεται από τον Θεόν του ουρανού.
Α Μακ. 3,20       αὐτοὶ ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς ἐν πλήθει ὕβρεως καὶ ἀνομίας τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς καὶ τὰς γυναῖκας ἡμῶν καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν, τοῦ σκυλεῦσαι ἡμᾶς,
Α Μακ. 3,20             Αυτοί έρχονται εναντίον μας κυριευμένοι από αλαζονείαν και ασέβειαν, δια να ξερριζώσουν ημάς και τας γυναίκας μας και τα τέκνα μας, και να μας λαφυραγωγήσουν.
Α Μακ. 3,21       ἡμεῖς δὲ πολεμοῦμεν περὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ τῶν νομίμων ἡμῶν.
Α Μακ. 3,21              Ημείς όμως πολεμούμεν δια την ζωήν μας και δια τα δίκαιά μας.
Α Μακ. 3,22       καὶ αὐτὸς συντρίψει αὐτοὺς πρὸ προσώπου ἡμῶν· ὑμεῖς δὲ μὴ φοβηθῆτε ἀπ᾿ αὐτῶν.
Α Μακ. 3,22             Δια τούτο ακριβώς αυτός ο ίδιος ο Θεός θα τους συντρίψη ενώπιόν μας. Λοιπόν μη τους φοβηθήτε”.
Α Μακ. 3,23       ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, ἐνήλατο εἰς αὐτοὺς ἄφνω, καὶ συνετρίβη Σήρων καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ.
Α Μακ. 3,23             Οταν ετελείωσε τα λόγια του αυτά ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ώρμησεν εναντίον των εχθρών αιφνιδίως και ο Σηρων συνετρίβη κυριολεκτικώς και είδε με τα ίδια του τα μάτια να εξολοθρεύεται ενώπιόν του η μεγάλη του στρατιά.
Α Μακ. 3,24       καὶ ἐδίωκον αὐτὸν ἐν τῇ καταβάσει Βαιθωρὼν ἕως τοῦ πεδίου· καὶ ἔπεσον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς ἄνδρας ὀκτακοσίους, οἱ δὲ λοιποὶ ἔφυγον εἰς γῆν Φυλιστιείμ.
Α Μακ. 3,24             Οι Ιουδαίοι τον κατεδίωξαν εις την κατωφέρειαν της πόλεως Βαιθωρών μέχρι της πεδιάδος. Οκτακόσιοι άνδρες από τους Συρους εφονεύθησαν, οι δε υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν προς την χώραν των Φιλισταίων.
Α Μακ. 3,25       καὶ ἤρξατο ὁ φόβος Ἰούδα καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ἡ πτόησις ἐπιπίπτειν ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ αὐτῶν.
Α Μακ. 3,25             Από τας νίκας αυτάς του Ιούδα και των αδελφών του ήρχισε να επιπίπτη τρόμος εις τα γύρω της Ιουδαίας ειδωλολατρικά έθνη.
Α Μακ. 3,26       καὶ ἤγγισεν ἕως τοῦ βασιλέως τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ὑπὲρ τῶν παρατάξεων Ἰούδα ἐξηγεῖτο πᾶν ἔθνος.
Α Μακ. 3,26             Το όνομα του Ιούδα έφθασε και μέχρι του βασιλέως της Συρίας, δια δε τας πολεμικάς επιχειρήσστου Ιούδα έκαναν μετά θαυμασμού λόγον όλα τα έθνη.
Α Μακ. 3,27       Ὡς δὲ ἤκουσεν Ἀντίοχος ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, ὠργίσθη θυμῷ καὶ ἀπέστειλε καὶ συνήγαγε τὰς δυνάμεις πάσας τῆς βασιλείας αὐτοῦ, παρεμβολὴν ἰσχυρὰν σφόδρα.
Α Μακ. 3,27             Οταν ο βασιλεύς Αντίοχος επληροφορήθη αυτά τα γεγονότα, εκυριεύθη από μεγάλον θυμόν· έδωσε δε διαταγήν και συνεκεντρώθησαν όλοι οι λαοί του βασιλείου του, από τους οποίους και συνεκρότησε πολύ ισχυρόν στράτευμα.
Α Μακ. 3,28       καὶ ἤνοιξε τὸ γαζοφυλάκιον αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν ὀψώνια ταῖς δυνάμεσιν αὐτοῦ εἰς ἐνιαυτὸν καὶ ἐνετείλατο εἶναι αὐτοὺς ἑτοίμους εἰς πᾶσαν χρείαν.
Α Μακ. 3,28             Ηνοιξε δε το θησαυροφυλάκιόν του και έδωκε προκαταβολικώς τους μισθούς ενός έτους εις όλην του την στρατιωτικήν δύναμιν· διέταξε δε αυτούς να είναι έτοιμοι δια πάσαν ανάγκην.
Α Μακ. 3,29       καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ἀργύριον ἀπὸ τῶν θησαυρῶν καὶ οἱ φόροι τῆς χώρας ὀλίγοι, χάριν τῆς διχοστασίας καὶ πληγῆς, ἧς κατεσκεύασεν ἐν τῇ γῇ τοῦ ἆραι τὰ νόμιμα, ἃ ἦσαν ἀφ᾿ ἡμερῶν τῶν πρώτων.
Α Μακ. 3,29             Είδεν όμως ότι εξηντλήθησαν τα χρήματα από το θησαυροφυλάκιόν του, οι δε φόροι της χώρας ήσαν ολίγοι εξ αιτίας της διχοστασίας και των συμφορών, τας οποίας ο ίδιος προεκάλεσεν εις την χώραν του με το να καταργήση τους νόμους, οι οποίοι από αρχαιοτάτων ημερών ήσαν εις χρήσιν προς διακυβέρνησιν των λαών.
Α Μακ. 3,30       καὶ εὐλαβήθη μὴ οὐκ ἔχῃ ὡς ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὰς δαπάνας καὶ τὰ δόματα, ἃ ἐδίδου ἔμπροσθεν δαψιλεῖ χειρὶ καὶ ἐπερίσσευσεν ὑπὲρ τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἔμπροσθεν,
Α Μακ. 3,30             Εφοβήθη δε μήπως και δεν έχει να δώση άπαξ και δις δια τας δαπάνας και τας άλλας δωρεάς, τας οποίας έδιδε κατά τον πρρηγούμενον χρόνον απλόχερα, ως γενναιόδωρος περισσότερον από όλους τους άλλους βασιλείς, που υπήρξαν προ αυτού.
Α Μακ. 3,31       καὶ ἠπορεῖτο τῇ ψυχῇ αὐτοῦ σφόδρα καὶ ἐβουλεύσατο τοῦ πορευθῆναι εἰς τὴν Περσίδα καὶ λαβεῖν τοὺς φόρους τῶν χωρῶν καὶ συναγαγεῖν ἀργύριον πολύ.
Α Μακ. 3,31              Είχε περιπέσει εις πολύ μεγάλην ψυχικήν στενοχωρίαν και εσκέφθη να μεταβή εις την Περσίαν, δια να πάρη τους φόρους από τας χώρας εκείνας και να συγκεντρώση πολύ χρήμα.
Α Μακ. 3,32       καὶ κατέλιπε Λυσίαν ἄνθρωπον ἔνδοξον καὶ ἀπὸ γένους τῆς βασιλείας ἐπὶ τῶν πραγμάτων τοῦ βασιλέως ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου ἕως τῶν ὁρίων Αἰγύπτου
Α Μακ. 3,32             Αφήκε, λοιπόν, ως αντικαταστάτην του τον Λυσίαν, άνθρωπον ένδοξον και από γένος βασιλικον καταγόμενον, να διοική τας χώρας και τα πράγματα του βασιλείου του από τον ποταμόν Ευφράτην έως τα όρια της Αιγύπτου,
Α Μακ. 3,33       καὶ τρέφει Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι αὐτόν.
Α Μακ. 3,33             να αναλάβη δε ακόμη και την ανατροφήν του υιού του Αντιόχου, έως ότου αυτός επιστρέψη.
Α Μακ. 3,34       καὶ παρέδωκεν αὐτῷ τὰς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων καὶ τοὺς ἐλέφαντας καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ περὶ πάντων, ὦν ἐβούλετο, καὶ περὶ τῶν κατοικούντων τὴν Ἰουδαίαν καὶ Ἱερουσαλὴμ
Α Μακ. 3,34             Παρέδωκεν ακόμη ο Αντίοχος στον Λυσίαν το ήμισυ από τας στρατιωτικάς του δυνάμεις και τους ελέφαντας και έδωσεν εις αυτόν εντολάς δι' όλα όσα αυτός επεθύμει να γίνουν και ειδικώτερα δια τους Ιουδαίους, οι οποίοι κατοικούσαν την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ.
Α Μακ. 3,35       ἀποστεῖλαι ἐπ᾿ αὐτοὺς δύναμιν τοῦ ἐκτρίψαι καὶ ἐξᾶραι τὴν ἰσχὺν Ἰσραὴλ καὶ τὸ κατάλειμμα Ἱερουσαλὴμ καὶ ἆραι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἀπὸ τοῦ τόπου
Α Μακ. 3,35             Εδωσε δηλαδή εντολάς στον Λυσίαν, να αποστείλη εναντίον των Ιουδαίων στρατιωτικήν δύναμη, δια να ξερριζώση και εξαφανίση όλην την δύναμιν των Ισραηλιτών και όλους τους υπολειφθέντας κατοίκους της Ιερουσαλήμ, να σβήση την ανάμνησιν αυτών από τον τόπον των.
Α Μακ. 3,36       καὶ κατοικίσαι υἱοὺς ἀλλογενεῖς ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῶν καὶ κατακληροδοτῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν.
Α Μακ. 3,36             Ακόμη δε να εγκαταστήση καθ' όλην την έκτασιν της χώρας των Ιουδαίων αλλοεθνείς ειδωλολάτρας, στους οποίους δια κλήρου να διανείμη ως ιδιοκτησόαν των την χώραν εκείνων.
Α Μακ. 3,37       καὶ ὁ βασιλεὺς παρέλαβε τὰς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων τὰς καταλειφθείσας καὶ ἀπῇρεν ἀπὸ Ἀντιοχείας ἀπὸ πόλεως βασιλείας αὐτοῦ, ἔτους ἑβδόμου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ, καὶ διεπέρασε τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ διεπορεύετο τὰς ἐπάνω χώρας.
Α Μακ. 3,37             Ο βασιλεύς κατόπιν των παραγγελιών αυτών επήρε το άλλο ήμισυ των στρατιωτικών του δυνάμεων, που είχαν απομείνει, και ανεχώρησεν από την Αντιόχειαν, την πρωτεύουσαν του βασιλείου του, κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έβδομον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών. Διέβη τον ποταμόν Ευφράτην και επορεύετο δια μέσου των ορεινών υψηλών περιοχών, που ήσαν πέραν από τον Ευφράτην.
Α Μακ. 3,38       Καὶ ἐπέλεξε Λυσίας Πτολεμαῖον τὸν Δορυμένους καὶ Νικάνορα καὶ Γοργίαν ἄνδρας δυνατοὺς τῶν φίλων τοῦ βασιλέως,
Α Μακ. 3,38             Ο Λυσίας εξέλεξε τον Πτολεμαίον, τον υιόν του Δορυμένους, τον Νικάνορα και τον Γοργίαν από τους πιστούς φίλους του βασιλέως, άνδρας γενναίους και ικανούς.
Α Μακ. 3,39       καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ αὐτῶν τεσσαράκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἑπτακισχιλίαν ἵππον τοῦ ἐξελθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα καὶ καταφθεῖραι αὐτὴν κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως.
Α Μακ. 3,39             Μαζή με αυτούς απέστειλε και τεσσαράκοντα χιλιάδας πεζών ανδρών και επτά χιλιάδας ιππείς, δια να επέλθουν εναντίον της χώρας Ιούδα, να καταστρέψουν αυτήν τελείως, σύμφωνα με την διαταγήν του βασιλέως.
Α Μακ. 3,40       καὶ ἀπῇραν σὺν πάσῃ τῇ δυνάμει αὐτῶν, καὶ ἦλθον καὶ παρενέβαλον πλησίον Ἐμμανοὺμ ἐν τῇ γῇ τῇ πεδινῇ.
Α Μακ. 3,40             Αυτοί ανεχώρησαν με όλην την στρατιωτικήν των δύναμιν, εισήλθον εις την Ιουδαίαν και εστρατοπέδευσαν εις την πεδινήν περιοχήν κοντά εις την Εμμαούμ.
Α Μακ. 3,41       καὶ ἤκουσαν οἱ ἔμποροι τῆς χώρας τὸ ὄνομα αὐτῶν καὶ ἔλαβον ἀργύριον καὶ χρυσίον πολὺ σφόδρα καὶ πέδας καὶ ἦλθον εἰς τὴν παρεμβολὴν τοῦ λαβεῖν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς παῖδας. καὶ προσετέθησαν πρὸς αὐτοὺς δύναμις Συρίας καὶ γῆς ἀλλοφύλων.
Α Μακ. 3,41              Οταν οι έμποροι της χώρας έμαθαν την προέλευσιν και την δύναμιν του στρατού αυτού, βέβαιοι όντες δια την νίκην των Συρων, επήραν μαζή των πάρα πολύ αργύριον και χρυσίον, όπως και χειροπέδας, και ήλθον στο στρατόπεδον, δια να αγοράσουν αιχμαλώτους Ισραηλίτας ως δούλους. Μαζή με την στρατιωτικήν εκείνην δύναμιν ηνώθη εθελοντικώς και άλλο στράτευμα των Συρων, όπως και ο στρατός των Φιλισταίων.
Α Μακ. 3,42       καὶ εἶδεν Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐπληθύνθη τὰ κακὰ καὶ αἱ δυνάμεις παρεμβάλλουσιν ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτῶν, καὶ ἐπέγνωσαν τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως, οὓς ἐνετείλατο ποιῆσαι τῷ λαῷ εἰς ἀπώλειαν καὶ συντέλειαν.
Α Μακ. 3,42             Ο Ιούδας και οι αδελφοί του είδαν, ότι έγιναν πολύ δύσκολα πλέον δι' αυτούς τα πράγματα, ότι αι στρατιωτικαί δυνάμεις των εχθρών εστρατοπέδευσαν εντός των ορίων της χώρας των, και έλαβον επίσης γνώσιν των διαταγών του βασιλέως, τας οποίας έδωσε, να καταστρέψουν δηλαδή οι στρατιώται του και να εξαφανίσουν εντελώς τον Ισραηλιτικόν λαόν.
Α Μακ. 3,43       καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ πολεμήσωμεν περὶ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ τῶν ἁγίων.
Α Μακ. 3,43             Γεμάτοι όμως πίστιν και ενθουσιασμόν είπαν τότε αναμεταξύ των· “Εμπρός ας ανορθώσωμεν την κατάπτωσιν του λαού μας και ας πολεμήσωμεν υπέρ του λαού μας και υπέρ των αγίων μας τόπων και παραδόσεων”.
Α Μακ. 3,44       καὶ συνηθροίσθη ἡ συναγωγὴ τοῦ εἶναι ἑτοίμους εἰς πόλεμον καὶ τοῦ προσεύξασθαι καὶ αἰτῆσαι ἔλεον καὶ οἰκτιρμούς.
Α Μακ. 3,44             Επραγματοποιήθη η συγκέντρωσις αυτή, δια να είναι έτοιμοι οι Ιουδαίοι εις πόλεμον, αφού πρώτον προσευχηθούν και ζητήσουν το έλεος και την ευσπλαγχνίαν του Θεού.
Α Μακ. 3,45       καὶ Ἱερουσαλὴμ ἦν ἀοίκητος ὡς ἔρημος· οὐκ ἦν ὁ εἰσπορευόμενος καὶ ἐκπορευόμενος ἐκ τῶν γενημάτων αὐτῆς, καὶ τὸ ἁγίασμα καταπατούμενον, καὶ υἱοὶ ἀλλογενῶν ἐν τῇ ἄκρᾳ, κατάλυμα τοῖς ἔθνεσι· καὶ ἐξῄρθη τέρψις ἐξ Ἰακώβ, καὶ ἐξέλιπεν αὐλὸς καὶ κινύρα.
Α Μακ. 3,45             Η Ιερουσαλήμ έμενε τότε χωρίς κατοίκους, ως εάν ήτο έρημος. Κανένα από τα τέκνα της ούτε εισήρχετο εις την πόλιν ούτε εξήρχετο από αυτήν. Ο ιερός ναός κατεπατείτο από τους αλλοεθνείς, τέκνα δε αλλοεθνών είχαν καταλάβει την ακρόπολιν, η οποία είχε γίνει κατοικία αυτών. Επέταξεν από την πόλιν η χαρά του Ιακώβ και έπαυσε πλέον να ακούεται ο χαρμόσυνος ήχος αυλού και κιθάρας.
Α Μακ. 3,46       καὶ συνήχθησαν καὶ ἤλθοσαν εἰς Μασσηφὰ κατέναντι Ἱερουσαλήμ, ὅτι τόπος προσευχῆς εἰς Μασσηφὰ τὸ πρότερον τῷ Ἰσραήλ.
Α Μακ. 3,46             Συνεκεντρώθησαν οι Ιουδαίοι και ήλθον εις Μασσηφά απέναντι από την Ιερουσαλήμ, διότι ,η Μασσηφά κατά τους αρχαιοτέρους χρόνους ήτο τόπος προσευχής.
Α Μακ. 3,47       καὶ ἐνήστευσαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ περιεβάλοντο σάκκους καὶ σποδὸν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν.
Α Μακ. 3,47             Κατά την ημέραν εκείνην ενήστευσαν οι Ιουδαίοι, εφόρεσαν σάκκους εις δείγμα πένθους, έρριψαν στάκτην εις τας κεφαλάς των και διέρρηξαν τα ιμάτιά των.
Α Μακ. 3,48       καὶ ἐξεπέτασαν τὸ βιβλίον τοῦ νόμου, περὶ ὧν ἐξηρεύνων τὰ ἔθνη τὰ ὁμοιώματα τῶν εἰδώλων αὐτῶν.
Α Μακ. 3,48             Ηνοιξαν και παρουσίασαν ενώπιον του λαού το βιβλίον του Νομου, δια το οποίον ερευνούσαν τα ειδωλολατρικά έθνη με τον σκοπόν να το εξαφανίσουν και επιβάλουν αντ' αυτού τα ομοιώματα των ειδώλων των.
Α Μακ. 3,49       καὶ ἤνεγκαν τὰ ἱμάτια τῆς ἱερωσύνης καὶ τὰ πρωτογενήματα καὶ τὰς δεκάτας καὶ ἤγειραν τοὺς ναζιραίους, οἳ ἐπλήρωσαν τὰς ἡμέρας,
Α Μακ. 3,49             Εφεραν τας ιερατικάς στολάς, τα πρωτογενήματα και τας δεκάτας, έφεραν εκεί και τους ναζιραίους, που είχαν συμπληρώσει τον χρόνον του ταξίματός των.
Α Μακ. 3,50       καὶ ἐβόησαν φωνῇ εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες· τί ποιήσωμεν τούτοις καὶ ποῦ αὐτοὺς ἀπαγάγωμεν;
Α Μακ. 3,50             Ολοι δε εκραύγασαν με μεγάλην φωνήν στον ουρανόν και είπαν· “τι να κάνωμεν δια τους ανθρώπους αυτούς και που να τους οδηγήσωμεν;
Α Μακ. 3,51       καὶ τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηται καὶ βεβήλωται καὶ οἱ ἱερεῖς σου ἐν πένθει καὶ ταπεινώσει.
Α Μακ. 3,51              Ο ιερός ναός σου, Κυριε, καταπατείται και βεβηλώνεται, οι ιερείς σου ευρίσκονται εις κατάστασιν πένθους και ταπεινώσεως·
Α Μακ. 3,52       καὶ ἰδοὺ τὰ ἔθνη συνῆκται ἐφ᾿ ἡμᾶς τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς· σὺ οἶδας ἃ λογίζονται ἐφ᾿ ἡμᾶς.
Α Μακ. 3,52             και επί πλέον ιδού, τα ειδωλολατρικά έθνη έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να μας εξολοθρεύσουν. Συ γνωρίζεις πολύ καλά, όσα σκέπτονται εναντίον μας.
Α Μακ. 3,53       πῶς δυνησόμεθα ὑποστῆναι κατὰ πρόσωπον αὐτῶν, ἐὰν μὴ σὺ βοηθήσῃς ἡμῖν;
Α Μακ. 3,53             Πως λοιπόν θα ημπορέσωμεν να σταθώμεν όρθιοι ενώπιον αυτών, εάν συ, ο παντοδύναμος Θεός, δεν μας βοηθήσης;”
Α Μακ. 3,54       καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ.
Α Μακ. 3,54             Εσάλπισαν τότε αι σάλπιγγες και εκραύγασε με μεγάλην φωνήν όλον το πλήθος.
Α Μακ. 3,55       καὶ μετὰ τοῦτο κατέστησεν Ἰούδας ἡγούμενος τοῦ λαοῦ χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους καὶ πεντηκοντάρχους καὶ δεκάρχους.
Α Μακ. 3,55             Επειτα από αυτά ο Ιούδας ώρισεν αρχηγούς του λαού, χιλιάρχους, εκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους και δεκάρχους.
Α Μακ. 3,56       καὶ εἶπον τοῖς οἰκοδομοῦσιν οἰκίας καὶ μνηστευομένοις γυναῖκας καὶ φυτεύουσιν ἀμπελῶνας καὶ δειλοῖς ἀποστρέφειν ἕκαστον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ κατὰ τὸν νόμον.
Α Μακ. 3,56             Είπε δε εις εκείνους, οι οποίοι είχαν αρχίσει να οικοδομούν τας οικίας των, όπως και εις εκείνους που ήσαν μνηστευμένοι με γυναίκας, εις όσους εφύτευαν αμπελώνας και στους δειλούς να επιστρέψουν ο καθένας στο σπίτι του, σύμφωνα με όσα ώριζεν ο Μωσαϊκός νόμος.
Α Μακ. 3,57       καὶ ἀπῇρεν ἡ παρεμβολή, καὶ παρενέβαλε κατὰ νότον Ἀμμαούς.
Α Μακ. 3,57             Επειτα δε ο στρατός όλος εξεκίνησε και εστρατοπέδευσε νοτίως της Αμμαούς.
Α Μακ. 3,58       καὶ εἶπεν Ἰούδας· περιζώσασθε καὶ γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνατοὺς καὶ γίνεσθε ἕτοιμοι εἰς τὸ πρωΐ τοῦ πολεμῆσαι ἐν τοῖς ἔθνεσι τούτοις τοῖς ἐπισυνηγμένοις ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐξᾶραι ἡμᾶς καὶ τὰ ἅγια ἡμῶν·
Α Μακ. 3,58             Εκεί ο Ιούδας διέταξε και είπε· “ζωσθήτε εις την μέσην σας, αναδειχθήτε γενναίοι, να είσθε έτοιμοι, ώστε το πρωϊ να πολεμήσετε εναντίον αυτών των ειδωλολατρών, που έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να εξαφανίσουν και ημάς και τους ιερούς τόπους μας.
Α Μακ. 3,59       ὅτι κρεῖσσον ἡμᾶς ἀποθανεῖν ἐν τῷ πολέμῳ ἢ ἐπιδεῖν ἐπὶ τὰ κακὰ τοῦ ἔθνους ἡμῶν καὶ τῶν ἁγίων.
Α Μακ. 3,59             Διότι είναι προτιμότερον να πέσωμεν κατά τον πόλεμον, παρά να ζήσωμεν, δια να βλέπωμεν τας συμφοράς του έθνους μας και των ιερών μας τόπων.
Α Μακ. 3,60       ὡς δ᾿ ἂν ᾖ θέλημα ἐν οὐρανῷ, οὕτω ποιήσει.

Α Μακ. 3,60             Παντως ο,τι είναι θέλημα του ουρανίου Θεού αυτό και θα γίνη”.




Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 9

Δ Μακ. 9,1         Τί μέλλεις, ὦ τύραννε; ἕτοιμοι γάρ ἐσμεν ἀποθνήσκειν ἢ παραβαίνειν τὰς πατρίους ἡμῶν ἐντολάς·
Δ Μακ. 9,1                Διατί βραδύνεις, τύραννε; Είμεθα έτοιμοι να αποθάνωμεν, πάρα να παραβώμεν τας προγονικάς μας εντολάς.
Δ Μακ. 9,2         αἰσχυνόμεθα γὰρ τοὺς προγόνους ἡμῶν εἰκότως, εἰ μὴ τῇ τοῦ νόμου εὐπειθείᾳ καὶ συμβούλῳ Μωσῇ χρησαίμεθα.

Δ Μακ. 9,2               Διότι εντρεπόμεθα, ευλόγως, τους προγόνους μας, εάν δεν επιδείξωμεν υπακοήν στον Νομον και δεν έχωμεν σύμβουλόν μας τον Μωϋσέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ευπρεπως...