Η έννοια άγγελος μπορεί να σημαίνει:
Γενικά, αυτός που φέρνει ειδήσεις.
Τα αόρατα όντα που διαβιβάζουν ειδήσεις ή λειτουργικά πνεύματα
εὐαγγέλιον
- αμοιβή που δινόταν όταν κάποιος, αγελιοφόρος ή μη, έφερνε καλά, ευχάριστα νέα, χαρμόσυνες ειδήσεις
- στον πληθυντικό (τά εὐαγγέλια) ήταν ευχαριστήριες θυσίες
- (μεταγενέστερα) το χριστιανικό ευαγγέλιο της σωτηρίας
Η λέξη «Ευαγγέλιο» ορίζεται ως «το άγγελμα που έχει σχέση με τον Χριστό, τη βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία».[4] Αναφορικά με την Καινή Διαθήκη, το Ευαγγέλιο «έχει την έννοια των καλών ειδήσεων σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού και της σωτηρίας μέσω του Χριστού, η οποία μπορεί να αποκτηθεί μέσω πίστης, με βάση τον εξιλεωτικό Του θάνατο».[5].
εὐ-άγγελος, -ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις,
Ευαγγελισμός σημαίνει αναγγελία χαρμόσυνης είδησης και ετυμολογικά προέρχεται από το ευάγγελος (=ευ+άγγελος < αγγέλω) μια πολύ παλαιότερη ελληνική λέξη (Οδύσσεια, ξ 152-153: ως νείται Οδυσσεύς ευαγγέλιον δε μοι έστω [...]).
εὐαγγελίζομαι
[λόγ. < ελνστ. μετον. επίθημα -ισμός (αρχ. μεταρ. επίθημα αφηρ. ουσιαστικών -μός, στο συνοπτ. θ. σε -ισ- ρημάτων σε -ίζω, ιδ. μετονοματικών, για δήλωση ρηματ. πράξης και ιδ. του αποτελέσματος: αρχ. λακωνισ-μός (< λακων-ίζω < Λάκωνες) `ευνοϊκή στάση προς τη σπαρτιατική πολιτική΄, μηδισ-μός (< μηδ-ίζω < Mῆδοι), ελνστ. ἀττικισ-μός `μίμηση της αττικής γλώσσας΄): ελνστ. σιναπ-ισμός (< σίναπ-υ), ιδ. στη σημ. `παραδοχή θρησκείας ή αίρεσης΄: ελνστ. Xριστιαν-ισμός (< Xριστιαν-οί), \\Aρειαν-ισμός (< Ἀρειαν-οί) & γαλλ. -isme, αγγλ. -ism, νλατ. ismus, δηλωτικό φυσικών ιδιοτήτων, παθήσεων, λογοτεχνικών, πολιτικών, κοινωνικών θεωριών < λατ. -ismus < ελνστ. -ισμός: μαγνητ-ισμός < νλατ. magnetismus, αλκοολ-ισμός < γαλλ. alcoolisme, ρεαλ-ισμός < γαλλ. réalisme, σοσιαλ-ισμός < γαλλ. socialisme, μογγολ-ισμός < γαλλ. mongolisme, ηδον-ισμός < αγγλ. hedonism & σε μτφρδ.: κοινοβουλευτ-ισμός < αγγλ. parliamentarianism, υπαρ ξ-ισμός < γαλλ. existentialisme (για τη λ. ελληνισμός δες λ.)]
ευαγγελιστής αρσενικό
- (χριστιανισμός) καθένας από τους συγγραφείς των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων -Ιωάννης, Λουκάς, Μάρκος, Ματθαίος
- παρωχημένος χαρακτηρισμός (του περασμένου αιώνα) για άτομα που κήρυσσαν μεμονωμένα, κυρίως στην επαρχία, το ευγαγγέλιο με δική τους πρωτοβουλία και συχνά με δική τους ερμηνεία
- (χριστιανισμός) χαρακτηρισμός χριστιανού που ανήκει στο ευαγγελικό δόγμα των διαμαρτυρομένων ή στην Ευαγγελική Εκκλησία
- (θηλυκό ευαγγελίστρια)
- (μεταφορικά) κάποιος που με πάθος και φανατισμό κηρύσσει μια θεωρία ως την πιο θετική και ελπιδοφόρα, συνήθως ως αλάθητη και αδιαμφισβήτητη
- (θηλυκό ευαγγελίστρια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ευπρεπως...