Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Ευαγγέλιον-ευαγγελισμός

 Η έννοια άγγελος μπορεί να σημαίνει:

Γενικά, αυτός που φέρνει ειδήσεις.

 Τα αόρατα όντα που διαβιβάζουν ειδήσεις ή λειτουργικά πνεύματα

εὐαγγέλιον

Η λέξη «Ευαγγέλιο» ορίζεται ως «το άγγελμα που έχει σχέση με τον Χριστό, τη βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία».[4] Αναφορικά με την Καινή Διαθήκη, το Ευαγγέλιο «έχει την έννοια των καλών ειδήσεων σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού και της σωτηρίας μέσω του Χριστού, η οποία μπορεί να αποκτηθεί μέσω πίστης, με βάση τον εξιλεωτικό Του θάνατο».[5].

εὐ-άγγελος-ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις,

Ευαγγελισμός σημαίνει αναγγελία χαρμόσυνης είδησης και ετυμολογικά προέρχεται από το ευάγγελος (=ευ+άγγελος < αγγέλω) μια πολύ παλαιότερη ελληνική λέξη (Οδύσσεια, ξ 152-153: ως νείται Οδυσσεύς ευαγγέλιον δε μοι έστω [...]).

εὐαγγελίζομαι


-ισμός [izmós] : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα ή για την απόδοση στα νέα ελληνικά ξένων λέξεων· δηλώνει: 1. θεωρία, διδασκαλία, άποψη φιλοσοφική, θρησκευτική, πολιτική, οικονομική, επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.: (άνθρωπος) ανθρωπισμός, (βούδας) βουδισμός, (δομή) δομισμός, (καθολικός) καθολικισμός, (κλασικός) κλασικισμός, (Λένιν) λενινισμός, (Mαρξ) μαρξισμός· πλουραλισμός, ρεβιζιονισμός, ρομαντισμός, σοσιαλισμός, φασισμός. 2α. στάση ζωής, τάση προς ορισμένο τρόπο συμπεριφοράς: (εγώ) εγωισμός, (ήρωας) ηρωισμός, (νάρκισσος) ναρκισσισμός· αλτρουισμός, σνομπισμός, φανατισμός. β. ορισμένο είδος ενασχόλησης, σύνολο δραστηριοτήτων που αναφέρονται σε μία κοινή αντίληψη, σε έναν κοινό στόχο: (αθλητής) αθλητισμός, (οδηγός) οδηγισμός, (πρόσκοπος) προσκοπισμός. 3. τάσεις στη χρήση της γλώσσας: (αττική διάλεκτος) αττικισμός, (γαλλική γλώσσα) γαλλισμός, (καθαρεύουσα, καθαρευουσιάνος) καθαρευουσιανισμός, (ξένη γλώσσα) ξενισμός· σολοικισμός, τσιτακισμός. 4. παθήσεις σωματικές ή ψυχικές: (αλκοόλ) αλκοολισμός, (νάνος) νανισμός· μαζοχισμός, σαδισμός. 5. φαινόμενα της φυσικής ή φυσικές ή επιστημονικές διαδικασίες: (μαγνήτης) μαγνητισμός· ηλεκτρισμός, ηλιοτροπισμός.

[λόγ. < ελνστ. μετον. επίθημα -ισμός (αρχ. μεταρ. επίθημα αφηρ. ουσιαστικών -μός, στο συνοπτ. θ. σε -ισ- ρημάτων σε -ίζω, ιδ. μετονοματικών, για δήλωση ρηματ. πράξης και ιδ. του αποτελέσματος: αρχ. λακωνισ-μός (< λακων-ίζω < Λάκωνες) `ευνοϊκή στάση προς τη σπαρτιατική πολιτική΄, μηδισ-μός (< μηδ-ίζω < Mῆδοι), ελνστ. ἀττικισ-μός `μίμηση της αττικής γλώσσας΄): ελνστ. σιναπ-ισμός (< σίναπ-υ), ιδ. στη σημ. `παραδοχή θρησκείας ή αίρεσης΄: ελνστ. Xριστιαν-ισμός (< Xριστιαν-οί), \\Aρειαν-ισμός (< Ἀρειαν-οί) & γαλλ. -isme, αγγλ. -ism, νλατ. ismus, δηλωτικό φυσικών ιδιοτήτων, παθήσεων, λογοτεχνικών, πολιτικών, κοινωνικών θεωριών < λατ. -ismus < ελνστ. -ισμός: μαγνητ-ισμός < νλατ. magnetismus, αλκοολ-ισμός < γαλλ. alcoolisme, ρεαλ-ισμός < γαλλ. réalisme, σοσιαλ-ισμός < γαλλ. socialisme, μογγολ-ισμός < γαλλ. mongolisme, ηδον-ισμός < αγγλ. hedonism & σε μτφρδ.: κοινοβουλευτ-ισμός < αγγλ. parliamentarianism, υπαρ ξ-ισμός < γαλλ. existentialisme (για τη λ. ελληνισμός δες λ.)]

ευαγγελιστής αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) καθένας από τους συγγραφείς των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων -Ιωάννης, Λουκάς, Μάρκος, Ματθαίος
  2. παρωχημένος χαρακτηρισμός (του περασμένου αιώνα) για άτομα που κήρυσσαν μεμονωμένα, κυρίως στην επαρχία, το ευγαγγέλιο με δική τους πρωτοβουλία και συχνά με δική τους ερμηνεία
  3. (χριστιανισμόςχαρακτηρισμός χριστιανού που ανήκει στο ευαγγελικό δόγμα των διαμαρτυρομένων ή στην Ευαγγελική Εκκλησία
    (θηλυκό ευαγγελίστρια)
  4. (μεταφορικά) κάποιος που με πάθος και φανατισμό κηρύσσει μια θεωρία ως την πιο θετική και ελπιδοφόρα, συνήθως ως αλάθητη και αδιαμφισβήτητη
    (θηλυκό ευαγγελίστρια)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ευπρεπως...