https://docs.google.com/document/d/1ljirQYq6ZbWalbQHoUTwlqOOyu5Eb8L6X84kbwZP2EQ/edit?usp=sharing
ανωτέρω μια συλλογή κειμένων για τον θάνατο.
και παρακάτω από την Κλίμακα!
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄Λουκᾶ, η΄ 41 – 56, «ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν» και ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ. ΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ, Περὶ μνήμης θανάτου
ΠΡΙΝ ΑΠΟ κάθε λόγο προηγεῖται ἡ σκέψις. Ἔτσι καὶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτιῶν μας προηγεῖται ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὸ πένθος...
2. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι καθημερινὸς θάνατος. Καὶ ἡ μνήμη τῆς ἐξόδου μας ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή, εἶναι συνεχὴς στεναγμός.
3. Ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι φυσικὸ ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον ὀφείλεται στὴν παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ. Ὁ τρόμος ὅμως τοῦ θανάτου ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχουν ἁμαρτίες γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἐδείχθηκε μετάνοια.
4. Δειλιάζει ὁ Χριστὸς ἐμπρὸς στὸν θάνατο, ἀλλὰ δὲν τρέμει, γιὰ νὰ δείξη καθαρὰ τὰ ἰδιώματα τῶν δυό Του φύσεων (θείας καὶ ἀνθρώπινης).
5. Ὅπως ὁ ἄρτος εἶναι ἀναγκαιότερος ἀπὸ κάθε ἄλλη τροφή, ἔτσι καὶ ἡ σκέψις τοῦ θανάτου ἀπὸ κάθε ἄλλη πνευματικὴ ἐργασία.
13. Ἡ ζωηρὰ μνήμη τοῦ θανάτου ὀλιγοστεύει τὰ φαγητά. Καὶ ὅταν περικόπτωνται μὲ ταπεινοσύνη τὰ φαγητά, κόπτονται μαζὶ καὶ τὰ πάθη.
14. Ἡ ἀναλγησία (σκληρότης) τῆς καρδιᾶς φέρνει πώρωσι στὸν νοῦ, καὶ τὰ πολλὰ φαγητὰ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων. Ἡ δίψα καὶ ἡ ἀγρυπνία πιέζουν τὴν καρδιά. Καὶ ὅταν πιεσθῆ ἡ καρδιά, ἐκπηδοῦν τὰ δάκρυα.
16. Οἱ Πατέρες ὁρίζουν ὅτι ἡ τελεία ἀγάπη εἶναι «ἄπτωτος», (διότι μᾶς προστατεύει ἀπὸ κάθε πτῶσι). Παρόμοια καὶ ἐγὼ ὁρίζω ὅτι ἡ τελεία συναίσθησις τοῦ θανάτου εἶναι «ἄφοβος», (διότι μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε ἄλλο φόβο).
18. Κάποια φορὰ ἕνα Αἰγύπτιος μοναχὸς μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: «Ἀφ᾿ ὅτου παγιώθηκε δυνατὰ μέσα στὴν καρδιά μου ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, (δὲν εἶχα καθόλου ὄρεξι γιὰ φαγητό). Καὶ κάποτε ποὺ χρειάσθηκε νὰ παρηγορήσω λίγο τὸ πήλινο σῶμα μου. Ἡ μνήμη αὐτὴ σὰν δικαστὴς μοῦ τὸ ἀπηγόρευσε. Καὶ τὸ πλέον ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι, παρ᾿ ὅλο ποὺ προσεπάθησα, δὲν κατόρθωσα νὰ τὴν ἀποδιώξω».
20. Δὲν θὰ παραλείψω νὰ σοῦ παρουσιάσω καὶ τὴν ἱστορία τοῦ Ἡσυχίου τοῦ Χωρηβίτου. Αὐτὸς ζοῦσε ἀμελέστατα χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ψυχή του. Κάποτε λοιπὸν συνέβη νὰ ἀσθενήση βαρύτατα καὶ νὰ φθάση στὸ σημεῖο, ὥστε ἐπὶ μία ὥρα ἀκριβῶς νὰ φαίνεται ὅτι ἀπέθανε.
Συνῆλθε ὅμως πάλι, ὁπότε μᾶς ἱκετεύει ὅλους νὰ φύγωμε ἀμέσως. Καὶ ἀφοῦ ἔκτισε τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του, ἔμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα χρόνια, χωρὶς νὰ ὁμιλήση καθόλου μὲ κανένα. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα δὲν γευόταν τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ ψωμὶ καὶ νερό. Καθόταν μόνο ἐκστατικὸς ἐμπρὸς σὲ ἐκεῖνα ποὺ εἶδε στὴν ἔκστασί του. Τόσο πολὺ σκεπτικός, ὥστε ποτὲ πλέον δὲν ἄλλαξε ἡ ἔκφρασίς του. Καὶ πάντοτε σὰν ἀφηρημένος, χύνοντας ἀθόρυβα καὶ συνεχῶς θερμὰ δάκρυα.
Μόνο ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ἀποφράξαμε τὴν πόρτα καὶ εἰσήλθαμε μέσα. Καὶ ἀφοῦ πολὺ τὸν παρακαλέσαμε, τοῦτο μόνο εἶπε: «Συγχωρῆστε με, ἀδελφοί. Αὐτὸς ποὺ ἐγνώρισε τί σημαίνει μνήμη θανάτου, δὲν θὰ μπορέση ποτὲ πλέον νὰ ἁμαρτήση».
21. Μερικοὶ θεωροῦν ὅτι ἡ θαλασσία ἄβυσσος δὲν ἔχει ὅρια. Καὶ τὴν ὀνομάζουν περιοχὴ ἀπύθμενον. Παρόμοια καὶ ἡ σκέψις τοῦ θανάτου δημιουργεῖ στὴν ψυχὴ τέτοια κατάστασι, ὥστε καὶ ἡ ἁγνότης καὶ ἡ ἐν γένει πνευματικὴ ἐργασία νὰ παρουσιάζεται ἄφθαστος, (χωρὶς τέρμα δηλαδή). Αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ προηγούμενος Ὅσιος. Ὅσοι τὸν μιμοῦνται, προσθέτουν φόβο στὸν φόβο, ἀκατάπαυστα, μέχρις ὅτου ἐξαντληθῆ καὶ αὐτὴ ἡ δύναμις τῶν ὀστῶν τους.
22. Ἂς βεβαιωθοῦμε ὅτι καὶ τοῦτο εἶναι δῶρον Θεοῦ, μέσα σε ὅλα τὰ ἀγαθά Του. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι πολλὲς φορές, ἂν καὶ πλησιάζομε σὲ τάφους, εἴμαστε ἀδάκρυτοι καὶ ἀσυγκίνητοι. Ἐνῷ ἀντίθετα πολλὲς φορές, χωρὶς νὰ ἀντικρύζωμε κάτι παρόμοιο, κατανυσσόμεθα.
23. Ὅποιος νεκρώθηκε γιὰ ὅλα τὰ γήϊνα, αὐτὸς ἐνθυμεῖται τὸν θάνατο. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ διατηρεῖ μαζί τους δεσμοὺς δὲν εὐκαιρεῖ γιὰ κάτι τέτοιο, ἀφοῦ ἄλλωστε μὲ τὴν συμπεριφορά του γίνεται ὁ ἴδιος ἐχθρὸς τοῦ ἑαυτοῦ του.
24. Μὴ θέλης νὰ δείχνης σὲ ὅλους μὲ λόγια τὴν ἀγάπη σου, ἀλλὰ καλύτερα ζήτει ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τοὺς τὴν φανερώση ἐκεῖνος μὲ τρόπο μυστικό. Διαφορετικὰ δὲν θὰ σοῦ ἐπαρκέση ὁ χρόνος καὶ γιὰ συνομιλίες καὶ γιὰ κατάνυξι.
26. Δὲν εἶναι δυνατόν, εἶπε κάποιος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περάσουμε μὲ εὐλάβεια τὴν σημερινὴ ἡμέρα, ἐὰν δὲν τὴν λογαριάσωμε σὰν τὴν τελευταία τῆς ζωῆς μας. Καὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστο, ὅτι κάτι παρόμοιο ἐξέφρασαν καὶ οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι ἐχαρακτήρισαν τὴν φιλοσοφία «μελέτη θανάτου».
Βαθμὶς ἕκτη! Ὅποιος τὴν ἀνέβηκε, δὲν πρόκειται πλέον νὰ ἁμαρτήση, ἐφ᾿ ὅσον ἀσφαλῶς εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος ἐκεῖνος τῆς Γραφῆς: «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰώνα οὐ μὴ ἁμάρτης» (Σόφ. Σειρὰχ ζ´ 36).
ανωτέρω μια συλλογή κειμένων για τον θάνατο.
και παρακάτω από την Κλίμακα!
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄Λουκᾶ, η΄ 41 – 56, «ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν» και ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ. ΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ, Περὶ μνήμης θανάτου
ΠΡΙΝ ΑΠΟ κάθε λόγο προηγεῖται ἡ σκέψις. Ἔτσι καὶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτιῶν μας προηγεῖται ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὸ πένθος...
2. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι καθημερινὸς θάνατος. Καὶ ἡ μνήμη τῆς ἐξόδου μας ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή, εἶναι συνεχὴς στεναγμός.
3. Ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι φυσικὸ ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον ὀφείλεται στὴν παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ. Ὁ τρόμος ὅμως τοῦ θανάτου ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχουν ἁμαρτίες γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἐδείχθηκε μετάνοια.
4. Δειλιάζει ὁ Χριστὸς ἐμπρὸς στὸν θάνατο, ἀλλὰ δὲν τρέμει, γιὰ νὰ δείξη καθαρὰ τὰ ἰδιώματα τῶν δυό Του φύσεων (θείας καὶ ἀνθρώπινης).
5. Ὅπως ὁ ἄρτος εἶναι ἀναγκαιότερος ἀπὸ κάθε ἄλλη τροφή, ἔτσι καὶ ἡ σκέψις τοῦ θανάτου ἀπὸ κάθε ἄλλη πνευματικὴ ἐργασία.
13. Ἡ ζωηρὰ μνήμη τοῦ θανάτου ὀλιγοστεύει τὰ φαγητά. Καὶ ὅταν περικόπτωνται μὲ ταπεινοσύνη τὰ φαγητά, κόπτονται μαζὶ καὶ τὰ πάθη.
14. Ἡ ἀναλγησία (σκληρότης) τῆς καρδιᾶς φέρνει πώρωσι στὸν νοῦ, καὶ τὰ πολλὰ φαγητὰ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων. Ἡ δίψα καὶ ἡ ἀγρυπνία πιέζουν τὴν καρδιά. Καὶ ὅταν πιεσθῆ ἡ καρδιά, ἐκπηδοῦν τὰ δάκρυα.
16. Οἱ Πατέρες ὁρίζουν ὅτι ἡ τελεία ἀγάπη εἶναι «ἄπτωτος», (διότι μᾶς προστατεύει ἀπὸ κάθε πτῶσι). Παρόμοια καὶ ἐγὼ ὁρίζω ὅτι ἡ τελεία συναίσθησις τοῦ θανάτου εἶναι «ἄφοβος», (διότι μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε ἄλλο φόβο).
18. Κάποια φορὰ ἕνα Αἰγύπτιος μοναχὸς μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: «Ἀφ᾿ ὅτου παγιώθηκε δυνατὰ μέσα στὴν καρδιά μου ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, (δὲν εἶχα καθόλου ὄρεξι γιὰ φαγητό). Καὶ κάποτε ποὺ χρειάσθηκε νὰ παρηγορήσω λίγο τὸ πήλινο σῶμα μου. Ἡ μνήμη αὐτὴ σὰν δικαστὴς μοῦ τὸ ἀπηγόρευσε. Καὶ τὸ πλέον ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι, παρ᾿ ὅλο ποὺ προσεπάθησα, δὲν κατόρθωσα νὰ τὴν ἀποδιώξω».
20. Δὲν θὰ παραλείψω νὰ σοῦ παρουσιάσω καὶ τὴν ἱστορία τοῦ Ἡσυχίου τοῦ Χωρηβίτου. Αὐτὸς ζοῦσε ἀμελέστατα χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ψυχή του. Κάποτε λοιπὸν συνέβη νὰ ἀσθενήση βαρύτατα καὶ νὰ φθάση στὸ σημεῖο, ὥστε ἐπὶ μία ὥρα ἀκριβῶς νὰ φαίνεται ὅτι ἀπέθανε.
Συνῆλθε ὅμως πάλι, ὁπότε μᾶς ἱκετεύει ὅλους νὰ φύγωμε ἀμέσως. Καὶ ἀφοῦ ἔκτισε τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του, ἔμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα χρόνια, χωρὶς νὰ ὁμιλήση καθόλου μὲ κανένα. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα δὲν γευόταν τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ ψωμὶ καὶ νερό. Καθόταν μόνο ἐκστατικὸς ἐμπρὸς σὲ ἐκεῖνα ποὺ εἶδε στὴν ἔκστασί του. Τόσο πολὺ σκεπτικός, ὥστε ποτὲ πλέον δὲν ἄλλαξε ἡ ἔκφρασίς του. Καὶ πάντοτε σὰν ἀφηρημένος, χύνοντας ἀθόρυβα καὶ συνεχῶς θερμὰ δάκρυα.
Μόνο ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ἀποφράξαμε τὴν πόρτα καὶ εἰσήλθαμε μέσα. Καὶ ἀφοῦ πολὺ τὸν παρακαλέσαμε, τοῦτο μόνο εἶπε: «Συγχωρῆστε με, ἀδελφοί. Αὐτὸς ποὺ ἐγνώρισε τί σημαίνει μνήμη θανάτου, δὲν θὰ μπορέση ποτὲ πλέον νὰ ἁμαρτήση».
21. Μερικοὶ θεωροῦν ὅτι ἡ θαλασσία ἄβυσσος δὲν ἔχει ὅρια. Καὶ τὴν ὀνομάζουν περιοχὴ ἀπύθμενον. Παρόμοια καὶ ἡ σκέψις τοῦ θανάτου δημιουργεῖ στὴν ψυχὴ τέτοια κατάστασι, ὥστε καὶ ἡ ἁγνότης καὶ ἡ ἐν γένει πνευματικὴ ἐργασία νὰ παρουσιάζεται ἄφθαστος, (χωρὶς τέρμα δηλαδή). Αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ προηγούμενος Ὅσιος. Ὅσοι τὸν μιμοῦνται, προσθέτουν φόβο στὸν φόβο, ἀκατάπαυστα, μέχρις ὅτου ἐξαντληθῆ καὶ αὐτὴ ἡ δύναμις τῶν ὀστῶν τους.
22. Ἂς βεβαιωθοῦμε ὅτι καὶ τοῦτο εἶναι δῶρον Θεοῦ, μέσα σε ὅλα τὰ ἀγαθά Του. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι πολλὲς φορές, ἂν καὶ πλησιάζομε σὲ τάφους, εἴμαστε ἀδάκρυτοι καὶ ἀσυγκίνητοι. Ἐνῷ ἀντίθετα πολλὲς φορές, χωρὶς νὰ ἀντικρύζωμε κάτι παρόμοιο, κατανυσσόμεθα.
23. Ὅποιος νεκρώθηκε γιὰ ὅλα τὰ γήϊνα, αὐτὸς ἐνθυμεῖται τὸν θάνατο. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ διατηρεῖ μαζί τους δεσμοὺς δὲν εὐκαιρεῖ γιὰ κάτι τέτοιο, ἀφοῦ ἄλλωστε μὲ τὴν συμπεριφορά του γίνεται ὁ ἴδιος ἐχθρὸς τοῦ ἑαυτοῦ του.
24. Μὴ θέλης νὰ δείχνης σὲ ὅλους μὲ λόγια τὴν ἀγάπη σου, ἀλλὰ καλύτερα ζήτει ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τοὺς τὴν φανερώση ἐκεῖνος μὲ τρόπο μυστικό. Διαφορετικὰ δὲν θὰ σοῦ ἐπαρκέση ὁ χρόνος καὶ γιὰ συνομιλίες καὶ γιὰ κατάνυξι.
26. Δὲν εἶναι δυνατόν, εἶπε κάποιος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περάσουμε μὲ εὐλάβεια τὴν σημερινὴ ἡμέρα, ἐὰν δὲν τὴν λογαριάσωμε σὰν τὴν τελευταία τῆς ζωῆς μας. Καὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστο, ὅτι κάτι παρόμοιο ἐξέφρασαν καὶ οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι ἐχαρακτήρισαν τὴν φιλοσοφία «μελέτη θανάτου».
Βαθμὶς ἕκτη! Ὅποιος τὴν ἀνέβηκε, δὲν πρόκειται πλέον νὰ ἁμαρτήση, ἐφ᾿ ὅσον ἀσφαλῶς εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος ἐκεῖνος τῆς Γραφῆς: «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰώνα οὐ μὴ ἁμάρτης» (Σόφ. Σειρὰχ ζ´ 36).
Step 6 On remembrance of death. 1. Every word is preceded by thought. And the remembrance of death and sins precedes weeping and mourning. Therefore, this subject comes in its proper place in this chapter. 2. The remembrance of death is a daily death; and the remembrance of our departure is an hourly sighing or groaning. 3. Fear of death is a natural instinct that comes from disobedience; but terror at death is evidence of unrepented sin. Christ fears death,4 but does not show terror, in order to demonstrate clearly the properties of His two natures. 1 St. John xx, 4. 2 I.e. that all would eventually be saved. 3 Psalm xxxviii, 4. 4 St. Matthew xxvi, 37. 36 4. As of all foods bread is the most essential, so the thought of death is the most necessary of all works. The remembrance of death amongst those in the midst of society gives birth to distress and frivolity, and even more—to despondency. But amongst those who are free from noise it produces the putting aside of cares, and constant prayer and guarding of the mind. But these same virtues both produce the remembrance of death and are also produced by it. 5. As tin is distinct from silver although it resembles it in appearance, so for the discerning there is a clear and obvious difference between the natural and supernatural fear of death. 6. A true sign of those who are mindful of death in the depth of their being is a voluntary detachment from every creature and complete renunciation of their own will. 7. He who with undoubting trust daily expects death is virtuous; but he who hourly yields himself to it is a saint. 8. Not every desire for death is good. Some, constantly sinning from force of habit, pray for death with humility. And some, who do not want to repent, invoke death out of despair. And some, out of self-esteem consider themselves dispassionate, and for a while have no fear of death. And some (if such can now be found) through the action of the Holy Spirit long for their departure. 9. . Some inquire and wonder: ‘Why, when the remembrance of death is so beneficial for us, has God hidden from us the know ledge of the hour of death?’—not knowing that in this way God wonderfully accomplishes our salvation. For no one who foreknew his death would at once proceed to baptism or the monastic life; but everyone would spend all his days in iniquities, and only on the day of his death would he approach baptism and repentance. From long habit he would become confirmed in vice, and would remain utterly incorrigible. 10. Never, when mourning for your sins accept that cur1 which suggests to you that God is tender hearted (this thought is useful only when you see yourself being dragged down to deep despair). For the aim of the enemy is to thrust from you your mourning and fearless fear. 11. He who wishes ever to retain within him the remembrance of death and judgment and God, and at the same time yields to material cares and distractions, is like a man who is swimming and wants to clap his hands. 12. A vivid remembrance of death cuts down food; and when in humility food is cut, the passions are cut out too. 13. Insensibility of heart dulls the mind, and abundance of food dries the fountains of tears. Thirst and vigil afflict the heart, and when the heart is afflicted the waters flow. The things we have said will seem cruel to epicures and incredible to the indolent; but a man of action will readily test them, and he who has found them out by experience will smile at them. But he who is still seeking will become more gloomy. 14. Just as the Fathers lay down that perfect love knows no sin, so I for my part declare that a perfect sense of death is free from fear. 15. There are many activities for an active mind. I mean, meditation on the love of God, on the remembrance of God, on the remembrance of the Kingdom, on the remembrance of the zeal of the holy martyrs, on the remembrance of God Himself present, according to him who said, ‘I saw the Lord before me,’2 on remembrance of the holy and spiritual powers, on remembrance of one’s departure, judgment, punishment and sentence. We began with the sublime, but have ended with things that never fail. 1 I.e. the devil. 2 Psalm xv, 8. 37 16. An Egyptian monk once told me: ‘After I had established in my heart the remembrance of death, whenever need arose and I wanted to comfort the clay a little, this remembrance prevented me like a judge. And the wonderful thing was that, even though I wanted to thrust it away, I was quite unable to do so.’ 17. Another who lived here in the place called Thola, often went into ecstasy at the thought of death; and the brothers who found him would lift him and carry him off scarcely breathing, like one who had fainted or had an epileptic fit. 18. And I cannot be silent about the story of Hesychius the Horebite. He passed his life in complete negligence, without paying the least attention to his soul. Then he became extremely ill, and for an hour he left his body. And when he came to himself he begged us all to leave him immediately. And he built up the door of his cell, and he stayed in it for twelve years without ever uttering a word to anyone, and without eating anything but bread and water. And, always remaining motionless, he was so wrapt in spirit in what he had seen in his ecstasy that he never changed his place but was always as if out of his mind, and silently shed hot tears. But when he was about to die, we broke open the door and went in, and after many questions this alone was all we heard from him: ‘Forgive me! No one who has acquired the remembrance of death will ever be able to sin.’ We were amazed to see that one who had before been so negligent was so suddenly transfigured by this blessed change and transformation. We reverently buried him in the cemetery near the fort1 and after some days we looked for his holy relics, but did not find them. So by his true and praiseworthy repentance the Lord showed us that even after long negligence He accepts those who desire to amend. 19. Just as some declare that the abyss is infinite, for they call it a bottomless place, so the thought of death brings chastity and activity to a state of incorruption. The above-mentioned saint confirms the truth of what has been said. For such men, unceasingly adding fear to fear, do not stop until the very strength of their bones is spent. 20. Let us rest assured that the remembrance of death, like all other blessings, is a gift of God; since how is it that often when we are at the very tombs we are left tearless and hard; and frequently when we have no such sight, we are full of compunction? 21. He who has died to all things remembers death, but who ever is still tied to the world does not cease plotting against himself. 22. Do not wish to assure everyone in words of your love for them, but rather ask God to show them your love without words. Otherwise time will not suffice you for both intimacies and compunction. 23. Do not deceive yourself, rash worker, as if one time can make up for another. For the day is not sufficient to repay in full its own debt to the Lord. 24. It is impossible, someone says, impossible to spend the present day devoutly unless we regard it as the last of our whole life. And it is truly astonishing how even the pagans2 have said something of the sort, since they define philosophy as meditation on death. This is the sixth step. He who has mounted it will never sin again. Remember thy last end, and thou shalt never sin.3 1 Justinian built a fort on Mount Sinai as well as a church and monastery (Procopius, De aedificiis, V, viii). Today the fort is represented by the actual monastery; cf. E. A. Sophocles, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (1887), Kastron, Clim. P.G., 88, 79A, 812B, ‘now the Monastery of Mount Sinai’. 2 Gk. Hellēnes. 3 Ecclesiasticus vii, 36.
1. (793.) Παντὸς λόγου προηγεῖται ἔννοια. Μνήμη δὲ θανάτου καὶ πταισμάτων προηγεῖται κλαυθμοῦ καὶ πένθους· διὸ κατὰ τὴν οἰκείαν τάξιν καὶ ἐν τῷ λόγῳ τέθειται.
2. Μνήμη θανάτου ἐστὶ καθημερινὸς θάνατος, μνήμη δὲ ἐξόδου κάθωρος στεναγμός.
3. Δειλία μὲν θανάτου ἐστὶν ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγενόμενον, τρόμος δὲ θανάτου ἐστὶν ἀμετανοήτων πταισμάτων τεκμήριον.
4. Δειλιᾷ Χριστὸς θάνατον, οὐ τρέμει, ἵνα τῶν δύο φύσεων τὰ ἰδιώματα σαφῶς ἐμφανίσῃ.
5. Ὡς πασῶν τροφῶν ὁ ἄρτος ἀναγκαιότερος, οὕτως πασῶν ἐργασιῶν ἡ τοῦ θανάτου ἔννοια·
6. μνήμη θανάτου γεννᾷ ἐν μὲν τοῖς ἐν μέσῳ πόνους καὶ ἀδολεσχίας· μᾶλλον δὲ ἀπιμίας ἡδύτητα· παρὰ δὲ τοῖς ἐκτὸς θορύβου φροντίδων ἀπόθεσιν καὶ εὐχὴν διηνεκῆ, καὶ νοὸς φυλακήν. Αἱ αὐταὶ δὲ αὐτῆς καὶμητέρες καὶ θυγατέρες κατεστήκασιν·
7. ὡς φανερὸς ὁ κασσίτηρος παρὰ τὸν ἄργυρον, κἂν τὴν θεωρίαν ἔοικεν, οὕτως παρὰ τοῖς διακριτικοῖς φανερὰ καὶ δήλη ἡ φυσικὴ, καὶ ἡ παρὰ φύσιν δειλία τῆς ἐξόδου.
8. Τοῦτο ἀληθὲς τεκμήριον τῶν ἐν αἰσθήσει καρδίας μνημονευόντων τοῦ θανάτου, ἡ πρὸς πᾶσαν τὴν κτίσιν ἑκούσιος ἀπροσπάθεια, καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος παντελὴς ἐγκατάλειψις.
9. Δόκιμος μὲν, ὁ τοῦτον καθ᾿ ἡμέραν πάντως προσδεχόμενος· ἅγιος δὲ, ὁ τούτου καθ᾿ ὥραν ἐφιέμενος.
10. Οὐ πᾶσα ἐπιθυμία θανάτου ἀγαθή. Εἰσὶ γὰρ οἱ διηνεκῶς βίᾳ ἕξεως πταίοντες, καὶ τοῦτον εὐχόμενοι μετὰ ταπεινώσεως· καὶ εἰσὶν αὖθις οἱ μετανοῆσαι μὴ βουλόμενοι, καὶ τὸν θάνατον ἐξ ἀπογνώσεως προσκαλούμενοι· καὶ εἰσὶν οἱ ἐξ οἰήσεως ἀπαθεῖς ἑαυτοὺς ἔχοντες, καὶ τοῦτον μὴ δειλαινόμενοι· καὶ εἰσὶν, εἴπερ καὶ νῦν ἄρα εἰσὶν, οἱ δι᾿ἐνεργείας Πνεύματος ἁγίου τὴν ἐκδημίαν ἐπιζητοῦντες τὴν ἑαυτῶν.
11. Ζητοῦσί τινες καὶ διαποροῦσι, τίνος ἕνεκεν οὕτως εὐεργετούσης ἡμᾶς τῆς τοῦ θανάτου μνήμης, τὴν τούτου πρόγνωσιν ὁ Θεὸς ἐξ ἡμῶν ἀπέκρυψεν, μὴ γινώσκοντες ὅτι τὴν σωτηρίαν ἡμῶν ὁ Θεὸς διὰ τούτου εἰργάσατο θαυμασίως. (796.) Οὐδεὶς γὰρ τὸν ἑαυτοῦ θάνατον προγνοὺς πρὸ πολλοῦ χρόνου τῷ βαπτίσματι, ἣ τῇ μοναδικῇ πολιτείᾳ προσέτρεχεν· ἁπάσας δὲ τὰς ἑαυτοῦ ἡμέρας ἐν ἀνομίαις διέτριβεν, καὶ ἐν αὐτῇ τῆς ἐξόδου εἰς τὸ βάπτισμα καὶ εἰς τὴν μετάνοιαν προσήρχετο.
12. Μηδέποτε πενθῶν ἀποδέξῃ, τὸν κύνα ἐκεῖνον τὸν φιλάνθρωπόν σοι τὸν Θεὸν ὑποβάλλοντα· σκοπὸς γὰρ αὐτῷ, τὸ πένθος, καὶ τὸν φόβον τὸν ἄφοβον ἐκ σοῦἐξεώσασθαι, εἰ μή τι ἂν εἰς βαθεῖαν ἀπόγνωσιν ἴδῃ σεαυτὸν κατασυρόμενον·
13. ὁ μνήμην θανάτου, καὶ κρίσεως Θεοῦ ἐν ἑαυτῷ διὰ παντὸς κατέχειν βουλόμενος, καὶ φροντίσι καὶ περισπασμοῖς ὑλικοῖς ἑαυτὸν ἐκδιδοὺς, ὅμοιός ἐστι τῷ νηχομένῳ, καὶ τὰς ἑαυτοῦ χεῖρας κρατεῖν βουλομένῳ.
14. Μνήμη θανάτου ἐναργὴς περιέκοψε βρώματα, βρωμάτων δὲ ἐν ταπεινώσει κοπέντων συνεξεκόπησαν πάθη.
15. Ἀναλγησία καρδίας ἐπώρωσε νοῦν, βρωμάτων δὲ πλῆθος ἐξήρανε πηγάς· δίψα καὶ ἀγρυπνία ἐξέθλιψαν καρδίαν· καρδίας δὲ θλιβήσης ἀπεπήδησαν ὕδατα. Σκληρὰ μὲν γαστριμάργοις, ἄπιστα δὲ ῥᾳθύμοις τὰ εἰρημένα. Ἀνὴρ δὲ πρακτικὸς δοκιμάσει προθύμως· ὁ πείρᾳ εὑρηκὼς μηδιάσει ἐπὶ τούτοις· ὁ δὲ ἐπιζητῶν, σκυθρωπότερος ἔσται.
16. Ὥσπερ τὴν τελείαν ἀγάπην οἱ Πατέρες ἄπτωτον εἶναι ὁρίζονται, οὕτως ἔγωγε τὴν τελείαν τοῦ θανάτου αἴσθησιν ἄφοβον εἶναι ἀποφαίνομαι·
17. πολλαὶ μὲν τοῦ νοὸς τοῦ πρακτικοῦ αἱ ἐργασίαι· λέγω δὲ ἔννοια ἀγάπης, τῆς πρὸς Θεόν· μνήμης θανάτου, μνήμης Θεοῦ, μνήμης βασιλείας, ζήλου τῶν ἁγίων μαρτύρων, μνήμης αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ παρόντος, κατὰ τὸν εἰπόντα· Προωρώμην τὸν Κύριον. Μνήμης ἁγίων καὶ νοερῶν δυνάμεων· μνήμης ἐξόδου, ἀπαντήσεως, κολάσεως, ἀποφάσεως. Ἐν μεγάλοις μὲν ἠρξάμεθα, ἀναπτώτοις δὲ κατελήξαμεν.
18. Διηγήσατό μοί ποτε Αἰγύπτιος μοναχὸς, ὡς ὅτι μετὰ τὴν ἐν αἰσθήσει καρδίας τῆς τοῦ θανάτου μνήμης παγίωσιν, θελήσαντός μου χρείας καταλαβούσης μικρὸν τὸν πηλὸν παραμυθήσασθαι, ὑπὸ τῆς μνήμης, ὡς ὑπὸ δικαστοῦ κεκώλυμαι. Καὶ τὸ θαυμαστόν, ὅτιπερ καὶ βουληθεὶς οὐκ ἠδυνήθην ἀπώσασθαι·
19. ἕτερός τις οἰκῶν ἐνταῦθα ἐν τῷ λεγομένῳ Θολῷ τόπῳ, πολλάκις ἐκ τῆς τοιαύτης ἐννοίας ἐξίστατο, καὶ ὡς ὀλιγοθυμήσας, ἢ καὶ ἐπιληπτιάσας παρὰ τῶν εὑρισκομένων ἀδελφῶν, ἄπνους σχεδὸν ἐβαστάζετο.
20. Οὐ σιωπήσω σοι καὶ τὸ τοῦ ἡσυχίου τοῦ Χωρηβίτου σημᾶναι διήγημα. Οὗτος ἀεὶ ἐν πάσῃ ἀμελείᾳ διέτριβε, τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς τὸ παράπαν μὴ ποιούμενος ἐπιμέλειαν· ἀσθενήσας οὖν ἐσχάτως τοῦ σώματος, ὡς ἐπὶ ὥραν μίαν ἀκριβῶς ἐξεδήμησε· καὶ εἰς αὐτὸν ἐπανελθὼν δυσωπεῖ μὲν ἡμᾶς πάντας εὐθέως ἀναχωρῆσαι. Καὶ τὴν θύραν τῆς κέλλης ἀνοικοδομήσας ἔμεινεν ἔνδον χρόνους δύο καὶ δέκα μηδενὶ τὸ παράπαν συντετυχηκὼς, οὐ μικρόν, οὐ μέγαν λόγον, οὐχ ἑτέρου τινὸς, ἀλλ᾿ ἢ ἄρτου καὶ ὕδατος ἀπογευόμενος· μόνον δὲ καθήμενος καὶ πρὸς (797.) ἃ ἑώρακεν ἐν τῇ ἐκστάσει ἐξηστηκὼς σύννους οὕτως, ὡς μηδέποτε ἐπὶ Κυρίου τὸ ἴδιον ἦθος ἀλλοιώσας, ἀλλ᾿ ἔκνους ἀεὶ, καὶ δάκρυα θερμὰ ἀψοφητὶ καθ᾿ ὅλου προχεόμενος. Ὅτε δὲ ἤμελλεν τελευτᾷν, ἀναφράξαντες τὴν θύραν εἰσεληλύθαμεν, καὶ πολλὰ δυσωπήσαντες, τοῦτο καὶ μόνον παρ᾿ αὐτοῦ ἀκηκόαμεν· Συγχωρήσατε· οὐδεὶς μνήμην θανάτου ἐγνωκὼς, δυνήσεται ἁμαρτῆσαί ποτε. Ἡμεῖς δὲ ἐθαμβούμεθα τὸν οὕτως πρώην ἀμελῆ ὁρῶντες, οὕτως ἀθρόον μεταμορφωθέντα τὴν μακαρίαν ἀλλοίωσιν καὶ μεταμόρφωσιν· θάψαντες δὲ αὐτὸν ὁσίως ἐν τῷ κοιμητηρίῳ τῷ πλησίον τοῦ κάστρου· μεθ᾿ ἡμέραν ἐπιζητήσαντες τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον, οὐχ εὕρομεν· τοῦ Κυρίου καὶ ἐν τούτῳ τὴν μεμεριμνημένην αὐτοῦ καὶἀξιέπαινον μετάνοιαν πληροφορήσαντος, πάντας τοὺς βουλομένους, καὶ μετὰ πολλὴν ἀμέλειαν διορθώσασθαι·
21. ὥσπερ τὴν ἄβυσσον ἀπέρατον, τινὲς εἶναι ὁρίζονται· τόπον γὰρ αὐτὴν καλοῦσιν ἀπύθμαντον. Οὕτως ἡ τοῦ θανάτου ἔννοια ἄφθαρτον καὶ τὴν ἁγνείαν καὶ τὴν ἐργασίαν κέκτηται. Βεβαιοῦται δὲ τὸ εἰρημένον ὁ προειρημένος ὅσιος. Φόβῳ φόβον διηνεκῶς οἱ τοιοῦτοι προσλαμβάνοντες, οὐ παύονται ἄχρις ἂν καὶ αὕτη ἡ τῶν ὀστέων ἐκδαπανηθῇ δύναμις.
22. Δῶρον Θεοῦ καὶ τοῦτο μετὰ πάντων ἀγαθῶν εἶναι ἑαυτοὺς πληροφορήσωμεν· ἐπεί πως πολλάκις καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς μνήμασι παραγενόμενοι, ἀδάκρυτοί τινες καὶ σκληροὶ διαμένομεν· ἐκτὸς δὲ τῆς τοιαύτης θεωρίας πλειστάκις κατανυσσώμεθα.
23. Ὁ πάντων νεκρωθεὶς, οὗτος θανάτου ἐμνημόνευσεν· ὁ δὲ ἔτι σχετικὸς, οὐ σχολάσει ἑαυτῷ ἀντεπίβουλος ὤν.
24. Μὴ θέλε πάντας διὰ λόγον πληροφορεῖν τὴν πρὸς αὐτοὺς ἀγάπην· μᾶλλον δὲ Θεὸν αἰτοῦ ταύτην αὐτοῖς ἀῤῥήτως ἐμφανίσαι· εἰ δὲ μὴ, οὐκ ἐξαρκέσει σοι ὁ χρόνος πρὸς σχέσεις καὶ κατάνυξιν.
25. Μὴ ἀπατῶ, ἄφρον ἐργάτα, χρόνῳ χρόνον ἀναπληροῦν· οὐ γὰρ ἐξαρκεῖ ἡ ἡμέρα οὐδὲ τὸ ἑαυτῆς χρέος τῷ Δεσπότῃ ἀνελλιπῶς πληρῶσαι·
26. παρὰ ἀνθρώποις οὐκ ἔστι, φησὶν, οὐκ ἔστι τὴν ἐνστῶσαν ἡμέραν εὐσεβῶς διεξιέναι, εἰ μὴ αὐτὴν ἐσχάτην παντὸς τοῦ βίου λογισώμεθα. Καὶ θαῦμα ὄντως πῶς καὶ Ἕλληνές τι τοιοῦτον ἐφθέγξαντο, ἐπεὶ καὶ φιλοσοφίαν τοῦτο εἶναι ὁρίζονται, μελέτην θανάτου.
(800.) Ἕκτη ἀνάβασις· ὁ ἀναβάς, οὐ μὴ λοιπὸν ἁμαρτήσει ποτέ. Ὑπερμιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἁμάρτῃς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ευπρεπως...