ἐπιμέλεια π. Γεώργιος Ἰ. Θεοδωρίδης
Άγιος - Αγιότης
ΚΑΛΥΜΝΟΣ 2020
Άγιος είναι ο φίλος του Θεου. Είναι αυτός που πέρασε από την κάθαρση στον φωτισμό και στην θέωση. Είναι αυτός που βλέπει το άκτιστο φως. Είναι αυτός που έγινε δοχειο του Αγίου Πνεύματος. Είναι αυτός που ζει από τώρα στον Παράδεισο. «Άραγε, μετά θάνατον έχουμε να ζήσουμε κάτι ανώτερο από αυτά που ζουμε τώρα;» λέει ο Όσιος Παϊσιος. Η Αγιότης είναι ο σκοπός της ζωης μας. Η Αγιότης είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στους αλλόδοξους-αλλόθρησκους. Στις αιρέσεις και τις άλλες θρησκειες μπορεις να συναντήσεις καλούς ανθρώπους, διαβασμένους ανθρώπους, ηθικούς αλλά Αγίους μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Γι΄αυτό: ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι (Revelation 22:11) και να μη μας πειράζει αν θα πανε στον Παράδεισο και ορισμένοι εκτός της Εκκλησίας, οι οποιοι θα τρωνε από τα φύλλα του δένδρου της ζωης (Απ. 22,2). Η Αγιότης είναι η σωτηρία πριν τον βιολογικό θάνατο. Γι΄αυτό αγωνιζόμαστε μέσα στην Εκκλησία, για να περάσουμε άνευ εξετάσεων στην άλλη ζωή και να την προγευόμαστε από τώρα.
άλλο σωτηρία πριν τον θάνατο (αγιότης) και άλλο σωτηρία μετά τον θάνατο (Παράδεισος). όσοι πανε στον Παράδεισο δεν σημαίνει πως έφτασαν στην τελείωση από αυτήν εδω την ζωή. αυτό το συμπέρασμα μας βοηθα στο να μην είμαστε φανατικοί ή στο να μην “τρέμουμε” για την σωτηρία μας. οι περισσότεροι θα πανε στον Παράδεισο, μόνο οι αμετανόητοι θα πανε στην Κόλαση (γύρω στο 10% λέει ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης).
όταν έχουμε απέναντί μας οικουμενιστές ή αιρετικούς ή αλλόθρησκους δεν πρέπει να τους πολεμαμε με ανθρώπινα μέσα αλλά να προσευχόμαστε ώστε ο Θεός να τους φωτίσει και να γίνουν Ορθόδοξοι. άλλωστε ειναι επικίνδυνο να λες τα λόγια των Αγίων της Εκκλησίας μας, χωρίς να εισαι και ο ίδιος άγιος. το παράδειγμά μας αρκει...επίσης, στον Παράδεισο θα τρωνε από τα φύλλα του δέντρου της ζωης και οι μή Ορθόδοξοι (Αποκ. 22,2).
αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να παρατήσουμε τον αγωνα μας για αγιότητα. μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος μπορει να γίνει άγιος και αυτό ειναι το πλεονέκτημά μας αλλά και γι’αυτό θα δώσουμε λόγο στον Θεό με πιό αυστηρά κριτήρια. για να γίνουμε άγιοι πρέπει να προσευχόμαστε, να νηστεύουμε και να μετέχουμε της Μυστηριακης ζωης της Εκκλησίας μας.
ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ. 1.Ο Αγιος υπάρχει μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία μόνο. Έξω από την ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να υπάρχουν πολύ καλοί άνθρωποι αλλά δεν υπάρχουν οι Αγιοι, με την έννοια που εμείς γνωρίζουμε. Γιατί ο Αγιος δεν είναι αυτός που έχει απλώς αρετές ή αυτός ο οποίος με μια άσκηση μπόρεσε να κυριαρχήσει στον εαυτό του και να έχει έναν έλεγχο πάνω στις ψυχοσωματικές του δυνάμεις. Δεν είναι έτσι. Αλλά πώς είναι; Ο Αγιος είναι αυτός ο οποίος έχει μια οργανική σχέση με το Χριστό. Βαφτίστηκε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Πέρασε μια περίοδο ασκήσεως, μια περίοδο υπομονής και προχώρησε από τη μετάνοια στην καθαρότητα και από την καθαρότητα στην τέλεια ταπείνωση.
2.Άγιος είναι ένας χριστιανός όταν φτάσει σε κατάσταση «θεωρίας του Θεού», δηλ. στο φωτισμό ή στη θέωση. Τότε, ενώνεται με το Θεό. Το να μπορέσει κάποιος να φτάσει σ' αυτή την κατάσταση, απαιτείται μια ολόκληρη θεραπευτική διαδικασία. Την διαδικασία αυτή γνωρίζει και διαθέτει μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ορθοδοξία είναι ο ορθός τρόπος θεραπείας του ανθρώπου. Αίρεση, κατ΄ ουσία είναι ο λανθασμένος τρόπος θεραπείας του ανθρώπου, που τελικά τον οδηγεί στον θάνατο. Οι αιρέσεις, δεν θεραπεύουν την ψυχή του ανθρώπου, επειδή ακολουθούν λανθασμένες διαδικασίες θεραπείας. Γι' αυτό οδηγούν στην κόλαση. Η αγιότης είναι μία έννοια θεολογική. Σημαίνει την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό! Για αγιότητα και αγίους μιλάνε και οι αιρετικοί. Αλλά, εννοούν τις έννοιες αυτές, όχι θεολογικά, αλλά ηθικά!
http://teivos.samos.aegean.gr/%7Ealex/Byz/Ev/Nikodemos.htm
Ἡ ἁγιότητα ἀνήκει στήν ἐμπειρία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ θεοκεντρική καί ὄχι ἀνθρωποκεντρική. Ὁ "μόνος ἅγιος" εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός καί Αὐτός ἁγιάζει τούς ἐρχόμενους σ' Αὐτόν. Ἡ πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ μας, συνεπῶς, εἶναι ὁ Θεός καί ἡ σχέση μας μαζί Του. Ἁγιάζει δέ μέσα στό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Χωρίς Χριστόν ἁγιότητα δέν εἶναι δυνατή. Μέ τό ἅγιον βάπτισμα ἐντάσσεται ὁ πιστός στήν τοπική Ἐκκλησία, γιά νά ἐπιτύχει τόν ἁγιασμό του μέσα ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του, τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά φθάσει τελικά στή θέωση, τόν μοναδικό σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ καί τόν μοναδικό λόγο τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία, ἁγιάζει ἐντάσσοντας σέ ἕνα τρόπο ζωῆς (πνευματικότητα, μυστήρια), πού καθιστᾶ δυνατή τήν πρόσληψη τῆς ἄκτιστης Θείας Χάριτος καί τήν ἐπίτευξη τοῦ ἁγιασμοῦ.
(Τό παρόν ἄρθρο ἀποτελεῖ περίληψη διαλέξεως πού ἐδόθη ἀπό τόν π. Γεώργιο στόν Ἱ. Ν. Παναγίας Ἑκατονταπυλιανῆς, στίς 13 Ἀπριλίου 2003, στά πλαίσια τῶν Ὁμιλιῶν Ὀρθοδόξου Κατηχήσεως καί Σχολῆς Γονέων.) πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶνhttp://www.ekatontapyliani.gr/magazine.html?ID=14&IID=2&back=3&sub=9
Άγιος
Η Λειτουργία επευφημει τον τρισάγιο Θεό. κυρήττει τον Χριστό, “εις άγιος”, γιορτάζει τους αγίους. μιλαμε επισης για τα άγια Ευαγγέλια, για την αγία Εβδομάδα και καλούμεθα να γίνουμε άγιοι. η αγιότητα παρουσιάζεται, λοιπόν, ως σύνθετη πραγματικότητα, η οποία αγγίζει το μυστήριο του Θεου, αλλά επίσης τη λατρεία και την ηθική. περικλείει τις έννοιες του ιερου και του αγνου αλλά τις ξεπερνα. φαίνεται να επιφυλάσσεται μόνο στο Θεό, απρόσιτη, αποδίδεται όμως συνεχως στα δημιουργήματά του.
η σημιτική λέξη qodes, άγιο πραγμα, αγιότητα η οποία παράγεται από μία ρίζα που σημαίνει αναμφίβολα “κόβω, χωρίζω”, κατευθύνει προς μία ιδέα χωρισμου από τα εγκόσμια. τα άγια πράγματα ειναι αυτά που κανείς δεν αγγίζει και κανείς δεν πλησιάζει παρά μόνο σε ορισμένες περιστάσεις τελετουργικης αγνότητας. εφοδιασμένα με δυναμισμό, μυστήριο και μεγαλειο, όπου μπορει κανείς να δει το υπερφυσικό, τα πράγματα αυτά προκαλουν ένα ανάμικτο συναίσθημα φόβου και γοητείας, το οποιο δίνει στον άνθρωπο συνείδηση της μικρότητάς του μπροστά σ’αυτές τις εκδηλώσεις του “υπερφυσικου”.
η βιβλική έννοια της αγιότητας ειναι πολύ πιό πλούσια. η Βίβλος δεν αρκειται να δώσει τις αντιδράσεις του ανθρώπου μπροστά στο θειο, και να ορίσει την αγιότητα με την άρνηση του εγκοσμίου, αλλά περιλαμβάνει την αποκάλυψη του ίδιου του Θεου. ορίζει την αγιότητα από την πηγή της, το Θεό, από τον οποιο προέρχεται κάθε αγιότητα. έτσι όμως η Γραφή θέτει το πρόβλημα της φύσεως της αγιότητας, το οποιο τελικά ειναι το πρόβλημα του μυστηρίου του Θεου και της επικοινωνίας του με τους ανθρώπους. αρχικά, εξωτερική για τα πρόσωπα, τους τόπους και αντικείμενα που τα καθιστά “ιερά”, αυτή η παράγωγη αγιότητα δε γίνεται πραγματική και εσωτερική παρά με τη δωρεά του ίδιου του Αγίου Πνεύματος. τότε η Αγάπη, που ειναι ο ίδιος ο Θεός, θα μεταδοθει νικωντας την αμαρτία, η οποία εμπόδιζε την ακτινοβολία της αγιότητάς του.
ο Θεός ειναι άγιος, αναδεικνύεται άγιος
η αγιότητα του Θεου ειναι απρόσιτη στον άνθρωπο. για να την αναγνωρίσει ο άνθρωπος, πρέπει ο Θεός “να αγιασθει”, δηλαδή “να αναδειχθει άγιος”, φανερώνοντας τη δόξα του. δημιουργία, θεοφάνειες, δοκιμασίες, τιμωρίες και θεομηνίες, αλλά επίσης και θαυματουργική προστασία και απροσδόκητες απολυτρώσεις αποκαλύπτουν με ποιά έννοια ο Θεός ειναι άγιος.
όπως εκδηλώνεται αρχικά, στη διάρκεια των μεγαλοπρεπων θεοφανειων του Σινα, η αγιότητα του Γιαχβέ εμφανίζεται σαν μία δύναμη τρομακτική και ταυτόχρονα μυστηριώδης, έτοιμη να εκμηδενίσει ό,τι την πλησιάζει, αλλά επίσης ικανή να ευλογήσει αυτούς που δέχονται την κιβωτό όπου κατοικει. η αγιότητα λοιπόν δεν συγχέεται με την υπερβατικότητα ή με τη θεία οργή, αφου εκδηλώνεται επίσης με την αγάπη και τη συγγνώμη: “ου μη ποιήσω κατά την οργήν του θυμου μου...διότι Θεός εγώ ειμι και ουκ άνθρωπος. έν σοι άγιος”.
στο ναό, ο Γιαχβέ εμφανίζεται στον Ησαΐα ως βασιλιας με απέραντη μεγαλοπρέπεια, ως δημιουργός, του οποίου η δόξα γεμίζει όλη τη γη, ως αντικείμενο λατρείας, την οποία μόνο τα Σεραφείμ μπορουν να του αποδώσουν. άλλωστε και αυτά δεν ειναι αρκετά άγια ώστε να ατενίσουν το πρόσωπό του, και ο άνθρωπος δεν μπορει να τον δει χωρίς να πεθάνει. και όμως, αυτός ο απρόσιτος Θεός γεφυρώνει την απόσταση που τον χωρίζει από τα δημιουργήματα: ειναι ο “άγιος του Ισραήλ”, χαρά, ισχύς, στήριγμα, σωτηρία, απολύτρωση αυτου του λαου, με τον οποιο ενώθηκε δια της Διαθήκης.
έτσι, αντί να περιοριστει στο χωρισμό ή στην υπερβατικότητα, η θεία αγιότητα εγκλείει ό,τι κατέχει ο Θεός σε πλουτο και ζωή, σε δύναμη και καλοσύνη. ειναι κάτι περισσότερο από ένα θειο ιδίωμα μεταξύ των άλλων: χαρακτηρίζει τον ίδιο τον Θεό. γι’αυτό, το Όνομά του ειναι άγιο, ο Γιαχβέ ορκίζεται στην αγιότητά του. η ίδια η γλωσσα εκφράζει αυτή την πεποίθηση, όταν, αγνοωντας το επίθετο “θειος”, θεωρει ως συνώνυμα τα ονόματα Γιαχβέ και άγιος.
ο Θεός θέλει να αγιάζεται
ζηλότυπος για το αποκλειστικό του δικαίωμα στη λατρεία και στην υπακοή, ο Θεός θέλει να αναγνωρίζεται ως άγιος, να του φέρονται όπως στο μόνο αληθινό Θεό, και να εκδηλώνει έτσι δια των ανθρώπων την ίδια του την αγιότητα. αν ορίζει επακριβως τις λεπτομέρειες των θυσιων και τις αναγκαιες συνθηκες καθαρότητας στη λατρεία, αν απαιτει το άγιό του Όνομα να μη βεβηλώνεται, το κάνει γιατί μέσα από μία λειτουργία που τελειται σωστά λάμπει η δόξα του και προβάλλεται το μεγαλειο του. αυτή η λατρεία όμως δεν έχει αξία παρά μόνο αν εκφράζει την υπακοή στο Νόμο, τη βαθιά πίστη, το προσωπικό εγκώμιο: σ’αυτό έγκειται ο φόβος του Θεου, ο αγιασμός του.(λεξικό βιβλικης θεολογίας)
ΠΟΘΗΣΟΝ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ, ΙΝΑ Ο ΖΗΛΟΣ ΑΥΤΩΝ ΚΑΤΑΦΑΓΗ ΣΕ (ΑΒΒΑ ΗΣΑΪΟΥ, ΛΟΓΟΣ ΙΣΤ΄, 2)
ΑΓΙΟΤΗΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Οἱ λέξεις "ἅγιος" καί "ἁγιότητα" εἶναι κάτι ὄχι μόνο ξένο, ἀλλά ἐνίοτε καί ἀποκρουστικό στήν ἐποχή μας. Ποιός θέτει ὡς στόχο τῆς ζωῆς του νά γίνει ἅγιος; Ἤ ποιός γονέας ἤ δάσκαλος καταρτίζει τά τέκνα ἤ τούς μαθητές του μέ στόχο τήν ἁγιότητα; Ὀρθά ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης ὀνομάζει τήν ἁγιότητα "λησμονημένο ὅραμα", διότι στό παρελθόν ἦταν τό ἰδανικό τοῦ Γένους μας, πρίν ἀπό τήν "ἐκφράγκευσή" του. Ὁ "ἅγιος" καί ὄχι ὁ "σοφός".
Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι ἠθική κατηγορία, ἀλλά πνευματική καί "φυσική", διότι μεταμορφώνεται μέσα στήν ἄκτιστη Θεία Χάρη ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, πού γίνεται "ναός Θεοῦ". Τό ἦθος τοῦ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου εἶναι "καρπός" τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Ἔτσι πραγματοποιεῖται ἐν Χριστῷ ἡ ὑπέρβαση τῆς Ἠθικῆς, ὡς προσαρμογή σέ κανόνες συμπεριφορᾶς. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι, βέβαια, ἡ προϋπόθεση γιά τήν πραγμάτωση τοῦ ἐν Χριστῷ ἁγιοπνευματικοῦ ἤθους. Ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας εἶναι, γι' αὐτό, συνεχής ζήτηση χάριτος. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν δέν διεκδικεῖ ἀξιομισθία (πρβλ. Λουκ. 17, 10).
Ὁ ὅρος ἅγιος χρησιμοποιεῖται συχνά στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα γιά τήν ἀποφυγή τῆς κοσμικότητος (π.χ. Ἅγιος Παροναξίας = Ὁ Μητροπολίτης, ἅγιος ἱεροψάλτης, ἅγιος Ἐπίτροπος, ἅγιος Νεωκόρος, ἀντί τοῦ "κύριος", κ.λπ.). Στήν κυριολεξία ὅμως ἅγιος εἶναι ὁ ἡγιασμένος (πρβλ. Ἰω. 17,19). Ἅγιοι εἶναι ὅσοι ἔχουν φθάσει στή θέωση καί συνιστοῦν τούς μάρτυρές της στήν ἱστορία. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό (+750), τιμοῦμε τούς Ἁγίους "ὡς ἑνωθέντας Θεῷ κατά προαίρεσιν καί τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον καί τῇ τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει (ΠΓ 94,1164). Κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, "ἡ ὑπερώνυμος θέωσις" καθιστᾶ τούς μετέχοντας αὐτῆς "ἀκτίστους καί ἀνάρχους καί ἀπεριγράπτους..., καίτοι διά τήν οἰκείαν φύσιν ἐξ οὐκ ὄντων γεγονότας" (Γρηγ. Παλ., Περί τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 1, 31).
Ἡ ἁγιότητα ἀνήκει στήν ἐμπειρία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ θεοκεντρική καί ὄχι ἀνθρωποκεντρική. Ὁ "μόνος ἅγιος" εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός καί Αὐτός ἁγιάζει τούς ἐρχόμενους σ' Αὐτόν. Ἡ πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ μας, συνεπῶς, εἶναι ὁ Θεός καί ἡ σχέση μας μαζί Του. Ἁγιάζει δέ μέσα στό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Χωρίς Χριστόν ἁγιότητα δέν εἶναι δυνατή. Μέ τό ἅγιον βάπτισμα ἐντάσσεται ὁ πιστός στήν τοπική Ἐκκλησία, γιά νά ἐπιτύχει τόν ἁγιασμό του μέσα ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του, τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά φθάσει τελικά στή θέωση, τόν μοναδικό σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ καί τόν μοναδικό λόγο τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία, ἁγιάζει ἐντάσσοντας σέ ἕνα τρόπο ζωῆς (πνευματικότητα, μυστήρια), πού καθιστᾶ δυνατή τήν πρόσληψη τῆς ἄκτιστης Θείας Χάριτος καί τήν ἐπίτευξη τοῦ ἁγιασμοῦ.
Τό Μέγα Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύει ὅτι, δέν ὑπάρχει πτυχή τῆς ζωῆς πού μένει ἔξω ἀπό τήν ἁγιαστική μέριμνα καί δράση τῆς Ἐκκλησίας. Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ παραλαμβάνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν στιγμή τῆς ζωῆς του καί τόν συνοδεύει μέχρι τήν ἔξοδό του ἀπό τόν κόσμο (κηδεία). Κάθε στιγμή τῆς ζωῆς δέχεται τόν ἁγιασμό της. Οἱ περιστάσεις, οἱ θλίψεις καί ἀνάγκες τοῦ πιστοῦ, τά ἐπιτηδεύματά του, οἱ διαπροσωπικές του σχέσεις, ὁ κοινωνικοπολιτικός βίος. Ἁγιάζεται ἐπίσης ὅλη ἡ ὑλική κτίσις (καιρικές συνθῆκες, πανίδα, χλωρίδα, κατοικία κ.λπ.), γιά νά ὁδηγηθοῦν τά πάντα ἀπό τήν ὑλικότητα στήν πνευματικότητα καί θεοκεντρικότητα. Ἔτσι κατανοεῖται ὁ λόγος τῆς λατρείας μας: "ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα".
(Τό παρόν ἄρθρο ἀποτελεῖ περίληψη διαλέξεως πού ἐδόθη ἀπό τόν π. Γεώργιο στόν Ἱ. Ν. Παναγίας Ἑκατονταπυλιανῆς, στίς 13 Ἀπριλίου 2003, στά πλαίσια τῶν Ὁμιλιῶν Ὀρθοδόξου Κατηχήσεως καί Σχολῆς Γονέων.) πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶνhttp://www.ekatontapyliani.gr/magazine.html?ID=14&IID=2&back=3&sub=9
'Ανευ των Αγίων δεν υπάρχουν αληθινοί διδάσκαλοι και παιδαγωγοί, ούτε αληθινή παιδεία άνευ της Αγιότητος. Μόνον ο ΄Αγιος είναι ο αληθινός Παιδαγωγός και Διδάσκαλος. Μόνον η Αγιότης είναι το Αληθινόν Φώς. Η αληθινή Παιδεία, ο αληθινός Φωτισμός, δεν είναι άλλο παρά η ακτινοβολία της Αγιότητος. Μόνον οι ΄Αγιοι είναι οι αληθώς φωτισμένοι.
Η Αγιότης ζη και αναπνέει δια του Φωτός, ακτινοβολεί και ενεργεί εν τω Φωτί. Αγιάζουσα η Αγιότης, ταυτόχρονα φωτίζει και διδάσκει. Υπάρχει κάποια ταυτότης μεταξύ Αγιότητος και Φωτισμού. Η παιδεία εις την πραγματικότητα σημαίνει Φωτισμόν, τον Φωτισμόν δια του αγιασμού εν Αγίω Πνεύματι, το Οποίον είναι φορεύς και δημιουργός της Αγιότητος και του Φωτός και της Γνώσεως.
Και οι ΄Αγιοι, επειδή είναι αγιασμένοι και φωτισμένοι δια του Αγίου Πνεύματος, δια τούτο είναι και αληθινοί Διδάσκαλοι και Παιδαγωγοί.
( Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτς,
΄Ανθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 62, «ΑΣΤΗΡ», Αθήναι 1987 )
Άγιος είναι ένας χριστιανός όταν φτάσει σε κατάσταση «θεωρίας του Θεού», δηλ. στο φωτισμό ή στη θέωση. Τότε, ενώνεται με το Θεό. Το να μπορέσει κάποιος να φτάσει σ' αυτή την κατάσταση, απαιτείται μια ολόκληρη θεραπευτική διαδικασία. Την διαδικασία αυτή γνωρίζει και διαθέτει μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ορθοδοξία είναι ο ορθός τρόπος θεραπείας του ανθρώπου. Αίρεση, κατ΄ ουσία είναι ο λανθασμένος τρόπος θεραπείας του ανθρώπου, που τελικά τον οδηγεί στον θάνατο. Οι αιρέσεις, δεν θεραπεύουν την ψυχή του ανθρώπου, επειδή ακολουθούν λανθασμένες διαδικασίες θεραπείας. Γι' αυτό οδηγούν στην κόλαση.
Η αγιότης είναι μία έννοια θεολογική. Σημαίνει την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό! Για αγιότητα και αγίους μιλάνε και οι αιρετικοί. Αλλά, εννοούν τις έννοιες αυτές, όχι θεολογικά, αλλά ηθικά!
http://teivos.samos.aegean.gr/%7Ealex/Byz/Ev/Nikodemos.htm
+ΑΓΙΟΣ
Στην καρδιά κάθε αγίου υπάρχει η αγάπη προς τον Χριστόν σαν φλόγα, «θείον πυρ», για το οποίο ο Κύριος Ιησούς είπε; «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τί θέλω ει ήδη ανήφθη!» (Λουκ. ιβ'49)
Άγιος δεν είναι ο αναμάρτητος, δεν είναι ο άπτωτος, αλλ' εκείνος που αγωνίζεται να μη πέσει στην αμαρτία. Αν πέσει, πέφτει από ανθρώπινη αδυναμία και δεν μένει στην πτώση του, αλλά ευθύς σηκώνεται και πάλιν αγωνίζεται τον αγώνα τον καλόν της αρετής.
Άγιος γίνεται όποιος ειλικρινά, σταθερά και στα σοβαρά προσπαθεί να αποβάλει τις κακίες του και να ζήση σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, σύμφωνα με το ιερόν Ευαγγέλιο. Και τέτοιος αγωνιστής μπορεί να είναι ο καθένας. Άρα, άγιος μπορεί να γίνει όποιος το θελήσει.
Ο άγιος είναι ανώτερος από τον ήρωα. Κάθε ήρωας δεν είναι άγιος. Είναι αδύνατον όμως να γίνεις άγιος χωρίς ηρωική διάθεση και προσπάθεια.
Άγιοι υπήρχαν και θα υπάρχουν σε κάθε εποχή, από κάθε ηλικία και φύλο και τάξι και επάγγελμα. Είναι μια ισχυρή απόδειξης ότι άγιος μπορεί να γίνει ο καθένας. Φθάνει να το θέλει, να το προσπαθεί εν Χριστώ Ιησού.
Μακριά από τον Κύριο 'Ιησού Χριστό, χωρίς τον Κύριο Ιησού Χριστό και έξω από την αγία Του Εκκλησία, ούτε αγιότης υπάρχει, ούτε άγιος γίνεται κανείς.
«Άγιος» δεν είναι κάτι που μπορείς και να μη γίνεις. Αν ενδιαφέρεσαι για την βασιλεία των ουρανών, οφείλεις να γίνεις άγιος. Χωρίς αγιότητα δεν βλέπεις Θεού πρόσωπο. Ο απόστολος Παύλος λέγει καθαρά. «διώκετε (επιδιώκετε)... τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ.ιβ' 14).
Τα φιλότιμα παιδιά προσπαθούν να μοιάσουν τον καλό πατέρα τους. Όσοι θέλουν να είναι παιδιά του Θεού, οφείλουν να Του μοιάσουν πνευματικά. Πρέπει να γίνονται διαρκώς αγιώτεροι. «Γίνεσθε μιμηταί του Θεού ως τέκνα αγαπητά» (Εφεσ. ε΄ 1). «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί», είπε ο Θεός (Α' Πέτρ. α 16).
Δεν είναι σωστό να νομίζουμε ότι άγιοι είναι μόνον όσοι κάνουν θαύματα. Η θαυματουργία είναι ένα από τα χαρίσματα του Θεού στους αγίους Του.
Αγίους — και μάλιστα μεγάλους αγίους — έχει η Εκκλησία μας πολύ περισσοτέρους από όσους θαυματουργούς έχει και γνωρίζουμε.
Δεν είναι η μόρφωσης που θα μας κάμει ευτυχέστερους, αλλ' η αγιότης. Ένας άγιος είναι προτιμότερος από χίλιους μορφωμένους χωρίς χριστιανική αρετή. Οι άγιοι ανεβάζουν και σώζουν τις κοινωνίες.
Αν πεις: «Θέλω να γίνω Άγιος», έχεις την ωραιότερη φιλοδοξία. Οι άγιοι αποφεύγουν με πάθος την αμαρτία και ποτέ δεν συμφιλιώνονται προς αυτήν.
Δύσκολο, αδύνατο να μετρήσει κανείς τους αγίους της Εκκλησίας μας. Γεμάτα τα Μηνολόγια της από τους επώνυμους. Και οι ανώνυμοι είναι πολύ περισσότεροι.
Και όλους αυτούς τους αγίους η Μάνα μας Εκκλησία τους γέννησε, τους έθρεψε και ανάθρεψε πνευματικά. Είναι η απόδειξης της γνησιότητας της. Είναι η δικαίωσης της υπάρξεως της. Είναι το σεμνό καύχημα της.
Τους προβάλλει στον Νυμφίο της Χριστό και Του λέγει: «Να, Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν πήγε χαμένο το πανάχραντο Αίμα σου πάνω στο Σταυρό!»
Τους προβάλλει στον κόσμο διαχρονικά για απολογία της, στον κόσμο της αποστασίας, που τη συκοφαντεί και την πολεμά και του λέγει: «Αυτό είμαι και αυτό κάνω: Ετοιμάζω αγίους, ό,τι ωραιότερο μπορεί να γίνει ο άνθρωπος. το "φως" και το "αλάτι", για να μη σαπίσει στο σκοτάδι του κακού ο κόσμος».
Τους προβάλλει και στους πιστούς της, τους αγίους της και τους λέγει: «Παιδιά μου, έτσι να γίνετε όλοι σας. Το μπορείτε. Πρέπει. Αυτός είναι ο προορισμός σας, το χρέος σας!...»
http://www.pigizois.net/index2.htm
Η ταυτότητα του Αγίου (Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός)
Οι έννοιες Αγιος και Αγιότητα στην εποχή μας διέρχονται κρίση: ή αποκρούονται, ή χλευάζονται, ή παραποιούνται. Και μάλιστα όχι μόνο σε κοινωνικές ομάδες, που έχουν προσωρινά ή μόνιμα διακόψει κάθε σχέση και σύνδεσμο με το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά και μεταξύ των λεγομένων χριστιανών και μάλιστα των «Ορθοδόξων». Ιδανικό στον κόσμο μας είναι οι οικονομικές αξίες, η ευζωία, η υλική ευημερία. Ποιός, ακόμη και χριστιανός, έχει βάλει σκοπό της ζωής του να γίνει άγιος; Ποιός, ενδιαφερόμενος και μοχθών για την σταδιοδρομία του παιδιού του, δίνει προτεραιότητα στην αγιότητά του; Και όμως σε προηγούμενους καιρούς αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του ορθοδόξου πιστού. «Χριστός και ψυχή σας χρειάζονται», δηλαδή η σωτηρία, έλεγε ο Πατροκοσμάς αναδιατυπώνοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, που ήταν το ιεραποστολικό πρότυπό του: «Πάντα ηγούμαι σκύβαλα (σκουπίδια), ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8)
Σήμερα, σχεδόν κατά κανόνα, η «αγιότητα» είναι ένα «λησμονημένο όραμα» και υποτιμημένη αξία. Και όμως! Ο σκοπός της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας, είναι η θέωση του ανθρώπου, δηλαδή η αναγέννησή του μέσα στην άκτιστη θεϊκή Χάρη, ο αγιασμός του. «Αγιοι έσεσθέ με, ότι εγώ άγιός ειμι» (Λευιτ. 20, 26), που είναι αντίστοιχο με τον λόγο της Καινής Διαθήκης: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειός εστιν» (Ματθ. 5, 48). Γι’ αυτό υπάρχει στον κόσμο η Εκκλησία και καλεί κάθε άνθρωπο να ενταχθεί ολόκληρος («ολοτελής», Α' Θεσσ. 5, 23) στην κοινωνία της, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του μέσα σ' αυτόν τον κόσμο. Διότι ο Θεός σ' αυτό «προορίζει» κάθε άνθρωπο, εφ' όσον «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμ. 2, 4). «Επίγνωσις» είναι η πλήρης και τελεία γνώση του Χριστού (Εφ. 4, 13), που αποκτάται με την «θέωση», την υψίστη αγιοπνευματική εμπειρία του πιστού, στην οποία αποσκοπεί όλη η αγιοπνευματική πορεία του μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα (κάθαρσις – φωτισμός - θέωσις). Γι’ αυτό η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από Πατέρες, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, «Ιατρείον πνευματικόν» και «εργαστήριον αγιότητας», διότι σκοπό έχει να λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο, που θεραπεύει την αρρώστια του ανθρώπου, την νόσο της ψυχής του, την πτωτική κατάσταση, για να μπορεί να προχωρήσει προς την κάθαρση της καρδιάς του, τον φωτισμό και την θέωση. Η Εκκλησία είναι «εργαστήριον», ένα πνευματικό εργοστάσιο, που παράγει αγίους, διαφορετικά δεν θα είχε λόγο υπάρξεως.
Πώς βιώνεται όμως η αγιότητα στην πράξη της καθημερινότητας; Όχι ασφαλώς ως έννοια ηθική, αλλά (αγιο)πνευματική (συνιστώ το πρόσφατο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Η Ιατρική εν πνεύματι Επιστήμη, Λεβαδειά 2009). Η Εκκλησία ως Ορθοδοξία δεν επιδιώκει να κάμει τον άνθρωπο «ηθικό» με την κοσμική σημασία του όρου. Ο μακαρίτης «λαϊκός», αλλά πατερικότατος, ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, έγραψε ένα βιβλίο, που το συνιστώ πάντοτε, με τον τίτλο: «Αλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός». Ο ορθόδοξος χριστιανός αγωνίζεται για την τήρηση των εντολών του Θεού όχι όμως με την έννοια ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς (savoir vivre), αλλά για να οδηγηθεί, με την συνεργεία της Χάριτος του Θεού, στο εν Χριστώ ήθος, που πηγάζει από την καρδιά του ως «καρπός του Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22) και «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4, 14). Η τήρηση των θείων εντολών δεν είναι το «τέλος», ο σκοπός, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης (5ος αι.)· «Αι εντολαί ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δοθείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (Ρ<5 65, 992). Αλλωστε είπε και ο Κύριος: «..Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε, ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10).
Η τήρηση των εντολών του Θεού ανοίγει την πηγή της Χάριτος. Και ο Ορθόδοξος πιστός ζητεί συνεχώς Χάρη, δύναμη θεϊκή (πρβλ. τον λόγο του Παύλου: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλ. 4, 13). Οι αιρετικοί, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, βλέπουν τις εντολές του Θεού ηθικολογικά, θέλουν να γίνουν «καλοί άνθρωποι», όπως το επιδιώκουν άλλωστε και οι άθεοι και οι μη χριστιανοί, οπαδοί των θρησκειών (θρησκευμάτων) του κόσμου. Ο Ορθόδοξος πιστός όμως δεν επιδιώκει να γίνει απλά «καλός» και «ηθικός», αλλά Αγιος, να ενωθεί με τον Χριστό και μέσω αυτού με όλη την Αγία Τριάδα, να γίνει «ναός Θεού» (Α' Κορ. 3, 16 κ.ά.), διότι τότε θα είναι «αληθινός», όπως και ο Θεός μας (Α’ Ιω. 5, 20) και αληθινά συν-άνθρωπος, «πλησίον» και αδελφός του άλλου· όταν η Χάρη του Θεού (η «βασιλεία» Του) θα ενοικεί στην καρδιά του και η αγάπη του δεν θα είναι «αγάπη αμαρτωλών» (Λουκ. 6, 33), δηλ. υπολογιστική και συμφεροντολογική, αλλά ανιδιοτελής, όπως η αγάπη του Θεού, που «ου ζητεί τα εαυτής» (Ρωμ. 13, 5) και γι' αυτό «ουδέποτε εκπίπτει» (13, 8).
Με τις προϋποθέσει αυτές κατανοείται πόσο ανησυχητικό είναι το θλιβερό σύμπτωμα της αλλοιώσεως των κριτηρίων μας στο θέμα της αγιότητος. Αυτό φαίνεται από την ευκολία, με την οποία συνήθως χαρακτηρίζουμε κάποιον ως άγιο («άγιος άνθρωπος», λέμε) απλώς, διότι είναι «καλός», χωρίς να ξέρουμε το βάθος της καρδιάς του («τα φαινόμενα συχνά απατούν»). Αυτό οφείλεται στην αδρανοποίηση των ορθοδόξων κριτηρίων ή και των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως και διακρίσεως της αγιότητας. Σε τελευταία ανάλυση μόνον ο Αγιος, αυτός που έφθασε στην θέωση ή στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και μπορεί να «δει» την καρδιά του άλλου και το περιεχόμενό της, γνωρίζει και μπορεί να διακηρύξει ποιος είναι Αγιος, «ναός δηλαδή και κατοικητήριο του Θεού». Αυτά λέγει μεταξύ άλλων ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος (Ομιλίαι Πνευματικαί, Θ’, 8. Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών), Θεσσαλονίκη 1985, σ. 166), στηριζόμενος και ερμηνεύοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (Α' Κορ. 2, 15: «ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ' ουδενός ανακρινόμενος»). Γράφει ο άγιος Μακάριος: «Ο πνευματικός (σημ. αυτός δηλαδή που έχει ζωντανή την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του) πάντας ανθρώπους «ανακρίνει..., γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και που έστηκε και εν ποίοις μέτροις εστίν». (Σημ. Μπορεί δηλαδή να γνωρίζει τον απέναντί του, σε ποια εσωτερική κατάσταση βρίσκεται, ποιες είναι οι προϋποθέσεις των λόγων και έργων του, αν είναι ειλικρινής και δεν προσποιείται, ως ο ηθικολόγος και φαρισαίος). Και συνεχίζει: «Αυτόν δε (τον «πνευματικόν» και Πνευματοφόρο) ουδείς ανθρώπων, των εχόντων το πνεύμα του κόσμου, γινώσκειν και ανακρίνειν δύναται, ει μη μόνον ο το όμοιον έχων επουράνιον της θεότητος πνεύμα γινώσκει το όμοιον». Με λίγα λόγια: Μόνον οι άγιοι γνωρίζουν ποιος είναι άγιος και αυτών η γνώμη και άποψη έχει σημασία. Όταν λέμε συνεπώς, ότι ο «λαός του Θεού» αναγνωρίζει την αγιότητα, εννοούμε στην κυριολεξία τους Αγίους, αυτούς που έφθασαν στην αγιότητα, (φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και θέωση) και όχι εκείνους, που δεν αγωνίζονται, βαδίζοντας «συν πάσι τοις Αγίοις» και ακολουθώντας τα ίχνη τους, να γίνουν άγιοι. Εμείς σκεπτόμεθα συνήθως «λαοκρατικά» και «λαϊκιστικά», όταν λέμε ότι ο «λαός» αναγνωρίζει τους Αγίους! Γιατί το ερώτημα είναι: ποιός λαός; Ποιά σχέση έχει, δηλαδή, με την Χάρη και σε ποιά κατάσταση είναι η «καρδιά» του; Διότι, διαφορετικά, τα κριτήριά μας θα είναι ηθικολογικά και κοσμικά.
Ποιός λοιπόν, με βάση τα ορθοδοξοπατερικά κριτήρια, είναι ο Αγιος; Οι έχοντες την εμπειρία της θεώσεως, οι Αγιοί μας δηλαδή, χαρακτηρίζουν ως Αγίους τα πρόσωπα εκείνα, που έχουν φθάσει στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και στην θέωση, συνιστώντας τους μάρτυρές της μέσα στην ιστορία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, (8ος αι.) τιμούμε ως αγίους «τους ενωθέντας Θεώ κατά προαίρεσιν και τούτον δεξαμένους ένοικον, και τη τούτου μεθέξει γεγονότος χάριτι, όπερ αυτός εστι φύσει». Αγιοι είναι, έτσι, «οι έμψυχοι ναοί του Θεού, τα έμψυχα του Θεού σκηνώματα», διότι «δια του νου τοις σώμασιν αυτών ενώκησεν ο Θεός» (Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Δ(15)88. ΡG 94, 1164 Β επ.). Δηλαδή: «όσους ενώθηκαν με τον Θεό, σύμφωνα με την προαίρεσή τους, την ελεύθερη βούλησή τους, και Τον δέχθηκαν να κατοικήση μέσα τους και έγιναν με την μέθεξή Του, την ένωσή τους μαζί Του, κατά χάριν, αυτό που ο ίδιος ο Θεός είναι από τη φύση Του).
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (7ος αι.): «η υπερώνυμος θέωσις» καθιστά τους μετέχοντες σ' αυτήν «ακτίστους, ανάρχους και απεριγράπτους... καίτοι δια την οικείαν φύσιν εξ ουκ όντων γεγονότος» (ΡG. 91,1144 ΑΒ). Μολονότι, δηλαδή, και ο Αγιος είναι άνθρωπος κατά την φύση του, έχει ψυχή και σώμα, όπως όλοι μας, και είναι κτίσμα του Θεού, με την θεία Χάρη γίνεται ό,τι είναι και ο Θεός: άκτιστος, άναρχος, απερίγραπτος και αιώνιος, αλλά «κατά χάριν». Αυτός είναι ο πνευματικός «καταλύτης» στο γεγονός της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου. Δεν παύει ο Αγιος να είναι άνθρωπος και κτίσμα, αλλά «κατά χάριν Θεού» γίνεται άκτιστος και όλα τα άλλα, μεταμορφούμενος μέσα στο φως του Θεού. Μεταμόρφωση, συνεπώς, ζει ο Αγιος και όχι μεταβολή της φύσεώς του. Πρέπει δε εδώ να λεχθεί, ότι όσοι διέπονται από «ευσεβιστικές» τάσεις, μιλούν προτεσταντικά για «ηθική θέωση», διότι θεωρούν βλασφημία να δεχθούν, ότι ο θεούμενος φθάνει να γίνει «άκτιστος» και «άναρχος», όπως ο Θεός είναι από τη φύση Του. Η θέωση όμως μεταμορφώνει την φύση του ανθρώπου και δεν «βελτιώνει» απλά τον χαρακτήρα του. Και αυτό συμβαίνει, διότι κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «Όλος μεν όλοις τοις αξίοις ο Θεός περιχωρεί, όλω δε όλοι περιχωρούσιν ολικώς οι Αγιοι τω Θεώ, όλον αντιλαβόντες εαυτών τον Θεόν» (Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων 3, 1, 27). Δηλαδή: «Όλος ο Θεός περιχωρεί εις όλους τους αξίους, εις όλον δε τον Θεόν περιχωρούν όλοι οι Αγιοι ολικά, έχοντας προσλάβει αντί τον εαυτό τους τον Θεόν».
Η απώλεια ή αδρανοποίηση των ορθοδόξων κριτηρίων οδήγησε στην αντικατάσταση της πνευματικότητας με την ηθικολογία και της αγιότητας με την ουμανιστική αρετολογία. Όταν γνωστοί κανονολόγοι αποφαίνονται, ότι η αγιοκατάταξη (και όχι: αγιοποίηση, που μόνο στον Παπισμό υπάρχει) γίνεται «υπό της γενικής εκκλησιαστικής συνειδήσεως ποιμένων και ποιμαινομένων», αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για αυθεντικούς ποιμένες και ποιμαινόμενους δηλαδή αυθεντικά μέλη του σώματος του Χριστού, φορείς της Χάριτος και όχι απλώς κατ' όνομα χριστιανούς, λόγω ενός τυπικού βαπτίσματος ή μιας εξωτερικής χειροτονίας. Μη ξεχνάμε: οι Αγιοι αναγνωρίζουν τους Αγίους! Η ιστορία της Εκκλησίας μας διδάσκει, ότι η αναγνώριση της αγιότητας δεν υπήρξε ποτέ αυθαίρετη και συναισθηματική, ούτε στηρίχθηκε ποτέ στην καλή φήμη, την ηθικότητα, έστω και στις αγαθοεργίες κάποιου, αλλά σε απτά και τεκμηριωμένα, δηλαδή εκ του Θεού προερχόμενα, δείγματα της πραγματικότητας της θεώσεως. Ο Θεός μαρτυρεί την αγιότητα ενός προσώπου.
Οι Ορθόδοξοι μιλούμε για «αγιότητα μαρτυρουμένη» άνωθεν, εκ του Θεού. Ο μέγας θεολόγος των νεωτέρων χρόνων, αρχιεπίσκοπος Ευγένιος ο Βούλγαρης (1716-1806), λέγει χαρακτηριστικά για την αναγνώριση των Αγίων: «Ευλογητός ο Θεός, ός ουκ αμάρτυρον επί γης αφίησιν την αλήθειαν αυτού» (Πρβλ. Πράξ. 14, 17. Ευγ. Βούλγαρη, Επιστολή προς Κλαίρκιον, Αθήνα 1844, σ. 6). Σύμφωνα με την μακραίωνη ορθοδοξοεκκλησιαστική πράξη οι Αγιοι δεν «αναγνωρίζονται» ή «διακηρύσσονται» με ηθικολογικά, κοινωνικά και ενδοκοσμικά κριτήρια, αλλά μετά από την φανέρωση της αγιότητάς τους από τον ίδιο τον Θεό, με σημεία αδιαμφισβήτητα, που αντέχουν σε κάθε κριτική και αποσείουν κάθε αμφιβολία. Και τέτοια σημεία είναι: η κατάσταση του λειψάνου (άφθαρτο ή οστά, που υπερβαίνουν την συνέπεια της φθοράς/σήψεως και γι' αυτό εκπέμπουν ευωδία υπερκόσμια και όχι δυσοσμία, και κυρίως θαύματα). Υπάρχει μάλιστα μιά παγκόσμια ισχύουσα, γνωστή από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, παροιμία: «ο άγιος εάν δεν θαυματουργήσει, δεν δοξολογιέται», δεν τιμάται δηλαδή ως Αγιος. Η παροιμία αυτή σε διάφορες παραλλαγές, όπως η έρευνα έχει αποδείξει, είναι γνωστή ευρύτατα και στην Δύση. Ακόμη δε και στην περίπτωση του μαρτυρίου, τα θαυμαστά σημεία δεν λείπουν, όπως διαπιστώνεται από την μελέτη των συναξαριών και της υμνογραφίας μας.
Η πορεία προς την αγιότητα και ο πνευματικός αγώνας δεν χάνει την αξία του και αυτό ισχύει για κάθε αγωνιζόμενο πιστό. Περιμένουμε όμως ο Θεός να βεβαιώσει («μαρτυρήσει») την αγιότητα (την θέωση) του συγκεκριμένου προσώπου, για να δικαιούμεθα και εμείς αναντίρρητα και χωρίς δισταγμούς, να το τιμάμε ως Αγιο. Μη ξεχνάμε, ότι οι άγιοι παρακαλούν τον Θεό για μας, διότι έχουν «παρρησία». Για τους άλλους ευσεβείς πιστούς, που δεν έφθασαν όμως στον φωτισμό ή την θέωση, προσευχόμεθα εμείς (πρβλ. τα μνημόσυνα).
(Πηγή: «Πειραϊκή Εκκλησία», Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, φ. 204, Μάϊος 2009) http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1566
ἅγιος -ία –ιον (Επίθετο)
ιερός– όσιος– σεμνός Ευσεβής–αγνός–ο αποχωρισμένος από τήν αμαρτία—
άμεμπτος στο σώμα, πνευμα και ψυχή # καθαρός # αφοσιωμένος # καθιερωμένος #
Επίθετα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν τι λογής είναι, δηλαδή ποια ποιότητα ή ιδιότητα έχει το ουσιαστικό.
Τα επίθετα κατά την κλίση διακρίνονται σε δευτερόκλιτα, αυτά είναι όσα σχηματίζουν το αρσενικό και το ουδέτερο κατά τη δεύτερη κλίση των ουσιαστικών, και σε τριτόκλιτα, αυτά είναι όσα σχηματίζουν το αρσενικό και το ουδέτερο κατά την τρίτη κλίση των ουσιαστικών.
Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι ο τονισμός του θηλυκού, όταν το αρσενικό τονίζεται στην ΠΠΛ.
Ας πάρουμε το επίθετο ὁ ἅγιος. ...αφού πριν από το -ος της κατάληξης υπάρχει φωνήεν, το θηλυκό θα τελειώνει σε -α, άρα θα γίνει ἡ ἁγια.
Πού θα τονίσουμε όμως ; Θα πούμε ἅγια ή ἁγία;
Γι' αυτό υπάρχουν οι παρακάτω κανόνες που θα μας βοηθήσουν:
1. Το -α της κατάληξης είναι μακρό, αυτό σημαίνει ότι στα αρχαία προφερόταν ως δύο συλλαβές: α-γι-α-α.
2. Οι αρχαίοι (όπως κι εμείς οι νέοι), δεν μπορούσαν να τονίσουν πέρα από την ΠΠΛ, (πέρα από την τρίτη από το τέλος συλλαβή),
άρα
δε θα μπορούσαν να πουν ά-γι-α-α. (Προσπάθησε να το προφέρεις δυνατά ως μια λέξη, και θα δεις ότι δε λέγεται.
Άρα, όταν ένα θηλυκό επίθετο τελειώνει σε -α, τότε, για λόγους τονισμού, θα τονίζεται μέχρι την ΠΛ. Έτσι και:
το θηλυκό του ἅγιος δεν είναι ἅγια αλλά ἁγία,
το θηλυκό του δίκαιος δεν είναι δίκαια αλλά δικαία
το θηλυκό του πλούσιος δεν είναι πλούσια αλλά πλουσία
το θηλυκό του ἐπιτήδειος δεν είναι επιτήδεια αλλά επιτηδεία
ο Αγιος υπάρχει μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία μόνο. Έξω
από την ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να υπάρχουν πολύ καλοί
άνθρωποι. Δεν υπάρχουν οι Αγιοι, με την έννοια που εμείς
γνωρίζουμε. Γιατί ο Αγιος δεν είναι αυτός που έχει απλώς αρετές ή
αυτός ο οποίος με μια άσκηση μπόρεσε να κυριαρχήσει στον εαυτό
του και να έχει έναν έλεγχο πάνω στις ψυχοσωματικές του δυνάμεις.
Δεν είναι έτσι. Αλλά πώς είναι; Ο Αγιος είναι αυτός ο οποίος έχει μια οργανική σχέση με το Χριστό.
Βαφτίστηκε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος. Πέρασε μια περίοδο ασκήσεως, μια περίοδο υπομονής
και προχώρησε από τη μετάνοια στην καθαρότητα και από την
καθαρότητα στην τέλεια ταπείνωση.
http://apologhtika.blogspot.gr/2015/09/blog-post_29.html
+Οι μεσιτείες των Αγίων
Λένε οι Προτεστάντες: "Δεν πρέπει να ονομάζουμε "μεσίτη" κανέναν άλλον, εκτός από τον Κύριο Ιησού Χριστό, γιατί κατά την Αγία Γραφή, "ένας είναι ο Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο άνθρωπος Χριστός Ιησούς" (Α΄ Τιμ. 2/β: 5).
Μιλήσαμε βεβαίως, για σχετική μεσιτεία των αγίων, και για ΑΠΟΛΥΤΗ μεσιτεία του Χριστού. Όπως ήδη έχουμε εξηγήσει σε άλλο μας άρθρο, ότι ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Χριστός Ιησούς, είναι μεσίτης μεταξύ "Θεού και ανθρώπων", (δηλαδή η ανθρώπινη φύση του Θεανθρώπου), ενώ οι άγιοι μεσιτεύουν ΜΕΤΑΞΥ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΗΣΟΥ!!! Μιλάμε για εντελώς διαφορετική μεσιτεία! Αλλά πώς μπορούν να καταλάβουν οι Προτεστάντες της Ελλάδος τη διαφορά μεσιτείας προς την ανθρώπινη φύση του Κυρίου, από τη μεσιτεία προς τον Θεό, όταν ακόμα δεν έχουν (οι περισσότεροι απ' αυτούς) αποφασίσει, αν ο Κύριος είναι ακόμα Θεάνθρωπος ή όχι, όντες Μονοφυσίτες;
Αλλά οι Προτεστάντες, αυτοί οι υποκριτές, που δήθεν θίγονται από τη σχετική "μεσιτεία" των αγίων μας, προς την ανθρώπινη φύση του Κυρίου, γιατί άραγε δεν θίγονται από εδάφια της Αγίας Γραφής, σαν αυτό στην προς Εβραίους επιστολή 13/ιγ: 18, όπου ο απόστολος Παύλος λέει: "Προσεύχεσθε περί ημών"; Προτεστάντες υποκριτές! Η μεσιτεία των αγίων σας ενόχλησε, τα λόγια του αποστόλου Παύλου όμως, πώς δεν σας ενοχλούν; Και πώς τολμάτε να ζητάτε ο ένας από τον άλλον στις συνάξεις σας να προσευχηθεί για εσάς ΣΤΟΝ ΘΕΟ; Πώς του ζητάτε να γίνει ΜΕΣΙΤΗΣ προς τον Θεό για εσάς, όταν αρνείστε τη μεσιτεία των αγίων προς τον άνθρωπο Χριστό Ιησού;
Όσες φορές τους έθεσα το ερώτημα αυτό, μου απάντησαν: "Μα εμείς ζητάμε από ζωντανούς να προσευχηθούν για εμάς, και όχι από νεκρούς!"
Διπλή υποκρισία, και μάλιστα και τριπλή! Γιατί το ίδιο το εδάφιο που χρησιμοποιούν τόσο απόλυτα, περί "ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ μεσίτη Χριστού", σε ποιο σημείο του άραγε εξαιρεί τους ζωντανούς από την απαγόρευση της μεσιτείας, αν είναι τόσο απόλυτο όσο ισχυρίζονται; Μόνο για τους Ορθοδόξους είναι "απόλυτο"; Γιατί όχι και γι' αυτούς; Αλλά και η τρίτη υποκρισία τους, χειρότερη και βλασφημότερη των προηγουμένων, είναι ότι αποκαλούν τους αγίους "νεκρούς"!!! Και έτσι κάνουν ΨΕΥΤΗ τον Κύριο Ιησού Χριστό, που δήλωσε: "Όποιος ΖΕΙ (Ενεστώτας) και πιστεύει σ' Εμένα, δεν θα πεθάνει στον αιώνα" (Ιωάννης 11/ια: 26). Γιατί αν οι άγιοι απόστολοι πίστευαν στον Χριστό όταν ήταν στη γη, τότε ΖΟΥΝ! Και μόνο αν ήταν απατεώνες και άπιστοι, μπορούν να τους αποκαλέσουν "νεκρούς"! Όμως για τους Προτεστάντες, οι άγιοι, αυτό το "νέφος μαρτύρων" που μας "περικυκλώνει" (Εβραίους 12/ιβ: 1), είναι ΝΕΚΡΟΙ! Και θεωρούν τους εαυτούς τους "ζωντανούς".
Έτσι λοιπόν, οι Προτεστάντες κάνουν αυτά που κατηγορούν στους Ορθοδόξους, βγάζουν ψεύτη τον Κύριο, υποτιμούν τους αγίους και υπερτιμούν την αξία των δικών τους προσευχών έναντι των προσευχών των αγίων! Γιατί όταν θεωρούν την προσευχή των ΔΙΚΑΙΩΜΕΝΩΝ που κοιμήθηκαν εν Χριστώ ΑΧΡΗΣΤΗ, τότε πώς τολμούν να θεωρούν τη ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ προσευχή "χρήσιμη", όταν ακόμα δεν δοκιμάσθηκε η πίστη τους "μέχρι θανάτου" (Αποκάλυψη 2/β: 10), όπως των αγίων που υποτιμούν;
Και η δικαιολογία τους λοιπόν περί "μοναδικής μεσιτείας", αποδεικνύεται υποκριτική και βλάσφημη.
4. Απόλυτες εκφράσεις στην Αγία Γραφή
Αν και είναι πλέον εμφανής ο Προτεσταντικός δόλος, η υποκρισία και το διαστρεβλωτικό ψεύδος αυτής της πλάνης, δεν θα μείνουμε μόνο σε αυτό. Θα δείξουμε την υποκρισία τους και από άλλη πλευρά. Γιατί δεν σκοπεύουμε να τους αφήσουμε κανένα "αποκούμπι" πλάνης, και κανένα καταφύγιο αίρεσης, αλλά να τους ξεγυμνώσουμε στο κάθε τι που ισχυρίζονται.
Ανεξαρτήτως του τί εννοούμε, και πόσο σωστό είναι αυτό που εννοούμε, μήπως είναι λοιπόν τελικά λάθος, το να χρησιμοποιούμε τόσο απόλυτες εκφράσεις, σαν αυτή που λέμε για την Παναγία, ότι είναι "ΜΟΝΗ ελπίδα"; Μήπως φταίνε οι απόλυτες εκφράσεις μας, (και όχι η υποκρισία τους και η κακοπιστία τους), όταν μας παρεξηγούν; Ας το δούμε και αυτό ως τελευταίο χαστούκι στους υποκριτές του Προτεσταντισμού.
Εάν οι απόλυτες εκφράσεις είναι λάθος, τότε κάνει λάθος και η Αγία Γραφή όταν τις χρησιμοποιεί! Έχουμε δείξει τέτοιες απόλυτες εκφράσεις, (τις οποίες όμως καθόλου δεν εννοεί η Αγία Γραφή, αν και τις αναφέρει). Ας ξαναδούμε μερικές:
Το εδάφιο Κολοσσαείς 1/α΄ 23 λέει: «του ευαγγελίου το οποίον ηκούσατε, του κηρυχθέντος εις πάσαν την κτίσιν την υπό τον ουρανόν». Δηλαδή, το Ευαγγέλιο κηρύχθηκε και στους Ινδιάνους της Αμερικής και στους Αβοριγίνες της Αυστραλίας που ζούσαν τότε; Ή οι Ινδιάνοι και οι Αβοριγίνες δεν βρίσκονται «στην κτίση υπό τον ουρανόν»; Είναι σαφές ότι ο Παύλος μιλάει για όλη την κτίση του τότε γνωστού κόσμου.
Γένεσις μα΄/41 56-57: «Και λοιμός ην επί προσώπου πάσης της γης… και πάσαι αι χώραι ήλθον…» Δηλαδή ήλθαν και οι Ινδιάνοι της Αμερικής, οι Εσκιμώοι και οι Αυστραλοί τότε;
Πράξεις 2/β΄ 5: «Ήσαν δε εν Ιερουσαλήμ κατοικούντες Ιουδαίοι… από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν». Δηλαδή υπήρχαν Ιουδαίοι και στην Αμερική;
Β΄ Βασιλέων 18/ιη΄ 8: «Και εγένετο εκεί πόλεμος διεσπαρμένος επί πρόσωπον πάσης της γης». Δηλαδή είχαμε παγκόσμιο πόλεμο; Με συμμετοχή και της Αμερικής;
Είναι προφανές το ότι οι Προτεστάντες, δεν μπορούν να κατηγορήσουν τις απόλυτες εκφράσεις της Ορθόδοξης υμνολογίας, χωρίς να "πάρει η μπάλα" και την Αγία Γραφή, ως "εσφαλμένο βιβλίο" που χρησιμοποιεί απόλυτες εκφράσεις, που δεν εννοούνται απόλυτα!
Όμως, επειδή οι Προτεστάντες είναι επίμονοι στην αίρεση, πολλοί από αυτούς σίγουρα θα μας απαντήσουν:
"Απόλυτη από απόλυτη έκφραση, έχουν διαφορά! Άλλο είναι να χρησιμοποιείς μια απόλυτη έκφραση για οτιδήποτε, και άλλο να χρησιμοποιείς μια απόλυτη έκφραση σαν τη λέξη "μόνος" ή "μόνη". Μόνος ή μόνη, είναι αποκλειστικά απόλυτη έκφραση, και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με σχετικό τρόπο, όπως οι Ορθόδοξοι για την Παναγία".
Όσο προφανής και αν είναι η εν λόγω πονηρία που θέτει αυτή την ένσταση, βεβαίως θα απαντήσουμε και σε αυτή! Γιατί και η Αγία Γραφή σε κάποια σημεία της, χρησιμοποιεί την ΑΠΟΛΥΤΗ λέξη, με ΣΧΕΤΙΚΟ τρόπο! Ας δούμε δύο παραδείγματα, και πρώτα ένα από την Παλαιά Διαθήκη:
Γένεσις 42/μβ: 37,38: "Και ο Ρουβήν είπε στον πατέρα του, λέγοντας: Θανάτωσε τους δύο γιους μου, αν δεν τον φέρω πίσω σε σένα· δώσ' τον στο χέρι μου κι εγώ θα τον επαναφέρω σε σένα. Κι εκείνος είπε: Δεν θα κατέβει ο γιος μου μαζί σας· επειδή, ο αδελφός του πέθανε, και έμεινε αυτός μόνος. Και αν συμβεί σ' αυτόν συμφορά στον δρόμο όπου πηγαίνετε, τότε θα κατεβάσετε την πολιά μου στον τάφο με λύπη". Προσέξτε! τα λόγια αυτά τα λέει ο Ιακώβ για τον γιο του τον Βενιαμίν, ότι έμεινε ΜΟΝΟΣ, ενώ είχε άλλα 10 (αρσενικά) αδέλφια!!! Μα τότε τι "μόνος" ήταν; Είναι προφανές ότι ο Ιακώβ χρησιμοποιεί αυτή την ΑΠΟΛΥΤΗ έκφραση με ΣΧΕΤΙΚΟ τρόπο, περιορίζοντάς την στα δύο του παιδιά που κατάγονταν από την αγαπημένη του γυναίκα τη Ραχήλ, και ας είχε άλλα 10! Όπως ακριβώς στην Ορθοδοξία περιορίζουμε τη λέξη: "μόνη" για την Παναγία, στους ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥΣ ικέτες προς τον Θεό, και ΟΧΙ γενικά, ώστε να μη δικαιολογείται κάποιος να πει ότι προσβάλλουμε τη μοναδικότητα της ΑΠΟΛΥΤΗΣ μεσιτείας του Κυρίου.
Ας δούμε και ένα παράδειγμα από την Κ. Δ. και αρκεί:
Ιωάννης 12/ιβ: 24: "Αληθώς, αληθώς σας λέγω, Εάν ο κόκκος του σίτου δεν πέση εις την γην και αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν όμως αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει". Προσέξτε! Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, το τονίζει, ότι ΛΕΕΙ ΑΛΗΘΕΙΑ! Παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιεί την απόλυτη λέξη: "μόνος", με ΣΧΕΤΙΚΟ τρόπο! Πώς μένει ο κόκκος του σίτου "μόνος", αν δεν πέσει στη γη; Απλώς, με το ότι δεν αναπτύσσεται σε στάχυ, με πολλούς σπόρους, που θα είναι μαζί! Παρ' όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, ότι δίπλα του δεν μπορεί να υπάρχουν δεκάδες ΑΛΛΑ στάχυα, με πολλούς σπόρους το καθένα! Αλλά εδώ ο Κύριος ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙ τη λέξη, στη "μοναξιά" του ΕΝΟΣ ΜΟΝΟ φυτού, προσπερνώντας την κατά γράμμα απολυτότητα της έκφρασης, που συνήθως προϋποθέτει πλήθος άλλα στάχυα, γύρω απ' αυτόν τον σπόρο που δεν έπεσε στη γη!
Εάν λοιπόν η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί την απόλυτη αυτή έκφραση με σχετικό τρόπο, ποιος Προτεστάντης μπορεί να τολμήσει να κατηγορήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου, για το ότι χρησιμοποιεί απόλυτες εκφράσεις με σχετική έννοια;
Σημασία αγαπητοί μας φίλοι Προτεστάντες, δεν έχει το γράμμα των λόγων μας, ΑΛΛΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ. Μα εσείς, ως "χριστιανοί" του γράμματος, πιάνεστε από λέξεις που διαστρέφετε και τις ξεκόβετε από το πνεύμα τους, για να έχετε κάτι να κατηγορήσετε.
Σημασία αγαπητοί μας φίλοι Προτεστάντες, δεν έχει το τί λέτε εσείς ότι πιστεύουμε και εννοούμε, αλλά το τί εννοούμε πραγματικά με αυτά που λέμε. Και να είσαστε σίγουροι ότι δεν θα εκφύγετε την κρίση του Θεού για την κακοπιστία σας και τη διαβολή σας εναντίον της αλήθειας.
http://www.oodegr.com/oode/orthod/panagias_timi2.htm
π. Γεώρ+Είναι λατρεία η προσκύνηση; Άλλο ΄΄Λατρεία΄΄ και άλλο ΄΄Προσκύνηση΄΄
Η προσκύνηση, δεν είναι πάντοτε λατρεία! Μπορεί να είναι λατρεία, μπορεί όμως να είναι και τιμητική υπόκλιση. Όταν σ' ένα ξενοδοχείο ο πορτιέρης υποκλίνεται στον επισκέπτη, φυσικά δεν τον λατρεύει! Απλά, τον τιμάει με μία τιμητική υπόκλιση. Όταν όμως υποκλίνεται κάποιος στον Θεό, τότε η προσκύνηση αυτή, είναι και λατρευτική επίσης.
Όταν ένας Χριστιανός υποκλίνεται μπροστά σε έναν άνθρωπο τού Θεού, δεν τον λατρεύει, αλλά τον τιμά ως άνθρωπο τού Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν υποκλίνεται μπροστά σε μία εικόνα ενός Αγίου, δεν λατρεύει την εικόνα, αλλά τιμά το εικονιζόμενο πρόσωπο.
Εάν η εικόνα είναι τού Κυρίου Ιησού Χριστού, τότε μόνο το εικονιζόμενο πρόσωπο λατρεύεται. ΄Οχι η εικόνα, αλλά το πρόσωπο.
Ποια προσκύνηση απαγορεύει η Αγία Γραφή;
ΚΑΠΟΙΟΙ για να μας πείσουν ότι η προσκύνηση είναι λατρεία αναφέρονται (π.χ.) στις Πράξεις 14/ιδ΄ 11-15. Εκεί, όταν οι όχλοι νόμισαν ότι ο Παύλος και ο Βαρνάβας ήταν οι θεοί Δίας και Ερμής, επεχείρησαν να τους προσφέρουν θυσία, όμως οι δύο Χριστιανοί αρνήθηκαν.
Εδώ, η θυσία που θα προσφερόταν ήταν λατρευτική, μια και τους εξέλαβαν για θεούς. Δεν πρόκειται περί τιμητικής προσκύνησης, κι έτσι, φυσικό ήταν να αρνηθούν κάτι που αρμόζει μόνο στο Θεό.
Στην Έξοδο 20/κ΄ 4,5, σε μία από τις 10 εντολές, λέει για τα ομοιώματα όσων βρίσκονταν στον ουρανό ή στη γη, ή στη θάλασσα: ΄΄μη προσκυνήσεις αυτά μηδέ λατρέψεις αυτά΄΄. ΕΔΩ μιλάει για λατρευτική προσκύνηση... Κατά τον ίδιο τρόπο, μιλάει για λατρευτική προσκύνηση όπου αναφέρεται σε ομοίωμα θεών. (π.χ. Ησαϊας 44/μδ΄ 9-20).
Η φράση: ΄΄μη προσκυνήσεις αυτά μηδέ λατρέψεις αυτά΄΄, είναι Εβραϊσμός. Είναι ένα γλωσσικό ιδίωμα τών Εβραίων, να επαναλαμβάνουν το ίδιο σχεδόν πράγμα, με διαφορετικές λέξεις, που έχουν ελαφρώς διαφορετική σημασία. Εδώ η λέξη ΄΄προσκύνηση΄΄, συνδυάζεται με τη λέξη ΄΄λατρεία΄΄, και συνεπώς πρόκειται για λατρευτική προσκύνηση.
http://www.oodegr.com/oode/orthod/eikones2.htm
γιος Κουγιουμτζόγλου - Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λατρευτικὸ Ἐγχειρίδιο»
Κατὰ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἅγιοι εἶναι οἱ γνήσιοι θεράποντες τοῦ Χριστοῦ. «Ἅγιοι εἶναι οἱ εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι διὰ μὲν τῆς τελείας ἀγάπης των πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τῆς ἀκριβεστέρας ὑπακοῆς των εἰς τὸν Νόμoν Του εὐηρέστησαν ἐνώπιόν Του, διὰ δὲ τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἠγιάσθησαν, ἐθεώθησαν καὶ ἐδοξάσθησαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τὴν κοίμησίν των... καὶ διὰ τῆς δοθείσης εἰς αὐτοὺς παρρησίας πρεσβεύουν ὑπὲρ ζώντων καὶ κεκοιμημένων» (Ἐπισκόπου Μελετίου, Ἁγιολογία).
Ἡ ὀνομασία Ἅγιος δίδεται κατ᾿ ἀρχὰς στοὺς Μάρτυρες ποὺ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ τοὺς ἐθανάτωσαν (μαρτύρησαν). Μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν ἡ ὀνομασία δίνεται καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἁγία ζωή τους.
Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέβονται καὶ τιμοῦν τοὺς Ἁγίους «ἐν λόγοις, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασι (μὲ ὕμνους καὶ τροπάρια), ἐν θυσίαις (θεῖες Λειτουργίες), ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι» (Συνοδικὸ Ζ Οἰκουμενικῆς Συνόδoυ), ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀπολαμβάνουν τιμὴ καὶ δόξα στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔχουν παρρησία στὸ θρόνο τοῦ θεοῦ καὶ μεσιτεύουν ὑπὲρ ἡμῶν.
Προσφέρουμε τὴν τιμή μας στοὺς Ἁγίους ὅλους καὶ στὴν Παναγία καὶ στοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, ἀλλὰ λατρεία προσφέρουμε μόνο στὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Προσκυνοῦμε καὶ ἀσπαζόμαστε τὶς ἱερὲς εἰκόνες τῶν Ἁγίων τιμητικὰ (ἡ προσκύνηση διαβαίνει στὸ πρωτότυπο, τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο καὶ ὄχι στὸ ὑλικὸ τῆς εἰκόνας) καὶ τοῦ Θεοῦ λατρευτικὰ (τιμητικὴ - λατρευτικὴ προσκύνηση).
Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν τιμὴ αὐτὴ στοὺς Ἁγίους τὴν ἐκδηλώνει:
α. Μὲ ἀνέγερση Ναῶν στὸ ὄνομά τους καὶ τὴν τοποθέτηση ἱερῶν λειψάνων τους στὴν Ἁγία Τράπεζα.
β. Μὲ προσκύνηση τῶν Ἱερῶν εἰκόνων καὶ λειψάνων τους.
γ. Μὲ θέσπιση ἑορτῶν πρὸς τιμή τους.
δ. Μὲ συγγραφὴ ἀσματικῶν ἀκολουθιῶν, ἐγκωμίων κ.λπ.
ε. Μὲ ἐπίκληση τῶν πρεσβειῶν τους καὶ πίστη στὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς μεσιτείας τους. Συγχρόνως μας προτρέπει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε στὸ φρόνημα καὶ τὴ ζωή τους, ὑπενθυμίζοντάς μας τὸ «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ Ἅγιος εἰμί» (Α´ Πέτρ. α´, 16) καὶ ὅτι «Μνήμη Ἁγίου, μίμηση Ἁγίου» (Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας).
Σ᾿ αὐτὴ τὴ μίμηση διευκολύνει ἡ Ἐκκλησία τοὺς πιστοὺς μὲ τὴν καθιέρωση ἑορτῶν πρὸς τιμή τους. Καὶ ὑπάρχουν;
α. Ἐπέτειοι τοῦ Μαρτυρίου ἢ τῆς κοιμήσεως τῶν Ἁγίων. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ὀνομάζεται «μνήμη Ἁγίου» ἢ «γενέθλιος ἡμέρα» τοῦ Ἁγίου (εἰσῆλθε - γεννήθηκε στὴν αἰώνια ζωή)1.
β. Συνάξεις. Πρόκειται γιὰ ἑορτὲς ποὺ τελοῦνται τὴν ἑπόμενη ἡμέρα μιᾶς Δεσποτικῆς ἢ Θεομητορικῆς ἑορτῆς. Συνάζονται οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ τιμήσουν τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο συμμετεῖχε ἢ συνέβαλε στὴν ἑορτή. Ἔτσι ἔχουμε: Σύναξη τῆς Θεοτόκου στὶς 26 Δεκεμβρίου (αὐτὴ ἐγέννησε τὸν Χριστό), Σύναξη τοῦ Προδρόμου στὶς 7 Ἰανουαρίου (αὐτὸς βάπτισε τὸν Χριστό), Σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ στὶς 26 Μαρτίου κ.λπ.
γ. Εὑρέσεις καὶ ἀνακομιδὲς ἢ μετακομιδὲς ἁγίων λειψάνων.
δ. Ἐπέτειοι θαυμάτων καὶ σπουδαίων γεγονότων ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῶν Ἁγίων.
Ἐπὶ πλέον γιὰ νὰ τιμηθοῦν ὅλοι μαζὶ οἱ Ἅγιοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, θεσπίστηκε καὶ ἡ ἑορτὴ «Τῶν Ἁγίων Πάντων», ποὺ ἑορτάζεται τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.
Καὶ οἱ πιστοὶ ἀνταποκρινόμενοι στὴ φροντίδα αὐτὴ καὶ ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας προστρέχουν στοὺς Ναοὺς γιὰ νὰ τοὺς τιμήσουν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν πρεσβεία καὶ μεσιτεία τους: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ... πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν». Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἐκφράζει καὶ τὸ τροπάριο τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου; «Κύριε, εἰ μὴ τοὺς ἁγίους σου ἔχομεν πρεσβευτὰς καὶ τὴν ἀγαθότητά σου συμπαθοῦσαν ὑμῖν, πῶς τολμῶμεν, Σωτὴρ ὑμνῆσαι σε...».
1. Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Ἀρχίζουμε τὴν ἀπαρίθμηση τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ΠΑΝ-ΑΓΙΑ.
Τὸ κύριο ὄνομα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ εἶναι Μαρία (Μαριάμ). Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἐπίθετα - προσωνυμίες ποὺ δείχνουν ἰδιότητες ἢ χαρίσματά της.
Θεοτόκος λέγεται γιατί ἐγέννησε τὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι Θεός. Παναγία λέγεται γιατί συγκεντρώνει ὅλη τὴν ἁγιότητα σὲ ὅλη τὴ ζωή της καὶ στὸν ὑπέρτατο βαθμό.
Ἀειπάρθενος λέγεται γιατί συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ γέννησε ὑπερφυσικὰ Θεὸ καὶ Ἄνθρωπο μυστήριο ποὺ γίνεται κατανοητὸ μόνο μὲ πίστη. Αὐτὸ δηλώνεται στὴν Ἁγιογραφία μὲ τὰ τρία ἀστέρια ποὺ ἔχει στὸ μέτωπο καὶ ὤμους της καὶ σημαίνουν ὅτι ἡ Παναγία ἦταν Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, κατὰ τὸν τόκο καὶ μετὰ τὸν τόκο (τὴ γέννα).
Ἡ Δέσποινα τοῦ κόσμου καὶ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν ὑπερέχει ὄχι μόνο τῶν Ἁγίων ὅλων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἁγίων Ἀγγέλων. Γι᾿ αὐτὸ χαιρετίζεται καὶ τιμᾶται ὡς «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξότερα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Μόνο ἡ Ἁγία Τριάδα ὑπερέχει τῆς Παναγίας. Γι᾿ αὐτό:
α. Κατέχει τὰ «Δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
β. Στὴν Ἁγία Πρόθεση πρὶν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους αἴρεται (βγαίνει) μερίδα πρῶτα γιὰ τὴν Παναγία.
γ. Ἑορτάζεται κάθε χρόνο περισσότερο ἀπὸ ἐννέα φορές: (1) 25 Μαρτίου - Εὐαγγελισμός (2) 2 Ἰουλίου - Κατάθεση ἁγίας Ἐσθῆτος της (3) 15 Αὐγούστου - Κοίμηση (4) 31 Αὐγούστου - Κατάθεση ἁγίας Ζώνης της (5) 8 Σεπτεμβρίου - Γενέσιο (6) 28 Ὄκτωβριου - Ἁγία Σκέπη (7) 21 Νοεμβρίου - Εἰσόδια (8) 9 Δεκεμβρίου -Σύλληψη Ἁγίας Ἄννας (9) 26 Δεκεμβρίου - Σύναξη τῆς Παναγίας κ.ἄ.
δ. Ἡ Τετάρτη κάθε Ἑβδομάδας εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Θεοτόκο.
ε. Ὑπάρχει πλῆθος ἑορτῶν πρὸς τιμὴ τῆς ἀνευρέσεως παλαιῶν ἀπωλεσθεισῶν εἰκόνων της.
στ. Ὑπάρχει μέγα πλῆθος Ἐκκλησιῶν ἀφιερωμένων στὴ Χάρη της.
ζ. Καθιερώθηκαν οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου ποὺ ψάλλονται ὁλόκληρο τὸ χρόνο, ἰδιαίτερα ὅμως τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ὡς Ἀκάθιστος Ὕμνος μὲ τέσσερις Στάσεις.
η. Ὁλόκληρος ὁ Αὔγουστος εἶναι ἀφιερωμένος στὴν Παναγία μας: μὲ τὴν Κοίμησή της, τὶς Παρακλήσεις, τὰ Μεθεόρτια, τὰ Ἐννιάμερα καὶ στὶς 31 μὲ τὴν κατάθεση τῆς Ἁγίας Ζώνης μὲ ἑορτὴ τῆς Παναγίας τελειώνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος!
θ. Οἱ ἀκολουθίες ὅλων τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας περιέχουν πλῆθος τροπαρίων πρὸς τιμὴ τῆς Παναγίας καὶ δὲν ὑπάρχει ὠδὴ Κανόνος Ἁγίου ποὺ νὰ μὴν καταλήγει σὲ Θεοτοκίο, δηλαδὴ τροπάριο ποὺ ὑμνεῖ τὴν Παναγία μας.
Εἶναι κατὰ συνέπεια πλήρως δικαιολογημένη ἡ ἀπεριόριστη εὐλάβεια καὶ τιμὴ ποὺ ἔχει ὁ ὀρθόδοξος Λαὸς στὴ Θεοτόκο Παναγία, καὶ ἡ καταφυγή του στὶς σωστικὲς μεσιτεῖες της πρὸς τὸν Υἱόν της. Καὶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱός της, πάντοτε εἰσακούει τὶς αἰτήσεις της καὶ τὶς ἱκανοποιεῖ. Γι᾿ αὐτὸ λέγουμε ὅτι οἱ πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας εἶναι σωστικὲς καὶ αἰτούμενοι τὴν πρεσβεία της λέγουμε ἢ ψάλλουμε «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς».
2. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Οἱ Ἄγγελοι δημιουργήθηκαν πρὶν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. Εἶναι «Λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. α´, 14), Ὡς πνεύματα εἶναι ἄυλοι καὶ ἀσώματοι, δὲ διακρίνονται σὲ φύλα, δὲν πολλαπλασιάζονται, οὔτε ἀποθνήσκουν. Ὁ ἀριθμός τους εἶναι ἀναρίθμητος καὶ χωρίζονται σὲ ἐννέα ἀγγελικὰ τάγματα:
Ἄγγελοι - Ἀρχάγγελοι - Δυνάμεις
Ἀρχαὶ - Ἐξουσίαι - Θρόνοι
Κυριότητες - Χερουβεὶμ - Σεραφείμ.
Πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι γιὰ κάθε ἄνθρωπο, Ἐκκλησία καὶ πόλη ὑπάρχει Ἄγγελος φύλακας - προστάτης.
Τὸ ἔργο τῶν Ἀγγέλων εἶναι νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεὸ ἀκατάπαυστα καὶ νὰ πρεσβεύουν σ᾿ Αὐτὸν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων. Ἐπίσης ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἐνισχύουν, νὰ βοηθήσουν ἢ νὰ σώσουν ἀτομικὰ ἢ ὁμαδικὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Γενικά, εἶναι λειτουργοὶ τῆς Θείας Πρόνοιας καὶ στὶς ἐμφανίσεις τους, ὅταν ποτὲ συμβεῖ (Ἀγγελοφάνειες), προσλαμβάνουν ἀνθρώπινη μορφὴ ἀνδρική, ἢ νεανική. Ἔτσι ἐμφανιζόταν ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ (στὴν ἐποχὴ κυρίως τῆς Π. Διαθήκης) καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ (στὴν ἐποχὴ τῆς Κ. Διαθήκης)2.
Ἡ Ἐκκλησία μας κατεδίκασε τὴ λατρευτική τους προσκύνηση καὶ τιμάει τοὺς Ἀγγέλους ὅπως καὶ τοὺς Ἁγίους:
α. Μὲ γιορτὲς πρὸς τιμή τους.
β. Ἀφιερώνοντας τὴ Δευτέρα κάθε Ἑβδομάδας ὑμνολογικὸ σ᾿ αὐτούς.
γ. Βγάζοντας μερίδα «εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τους» καὶ μάλιστα ἀμέσως μετὰ τὴ μερίδα τῆς Παναγίας.
δ. Μὲ τὴν εἰδικὴ εὐχὴ τοῦ Ἀποδείπνου «Εἰς φύλακα Ἄγγελον», τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα στὸ φύλακα Ἄγγελο καὶ ἄλλον ἕνα στοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους.
Μὲ αὐτοὺς τοὺς τρόπους δίδεται ἀφορμὴ στοὺς πιστοὺς νὰ ζητοῦν τὴ βοήθεια καὶ τὴ μεσιτεία τους.
3. Ο ΤΙΜΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ
«Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, δεύτερ᾿ εἶναι ἡ Παναγιά, τρίτος εἶν᾿ ὁ Πρόδρομος,.». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀκολουθεῖ μόνο τὴν Παναγία καὶ βρίσκεται πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο Ἅγιον τῆς Ἐκκλησίας μας, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «...οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (Ματ. ια´, 110).
α. Ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ μεγαλύτερος τῶν Προφητῶν ὅπως ἀναφέρεται στὸ Ἀπολυτίκιό του.
β. Ὑπῆρξε Πρόδρομος τοῦ Κυρίου καὶ προετοίμασε ζωντανοὺς καὶ νεκρούς, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στὸ Ἀπολυτίκιό του, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό.
γ. Ὀνομάστηκε καὶ Βαπτιστὴς τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
δ. Ὑπῆρξε καὶ Μάρτυρας γιατί ἀποκεφαλίστηκε ἐπισφραγίζοντας τὸ ἔργο του μὲ τὸ αἷμα του.
ε. Εἰκονίζεται στὰ εἰκονοστάσια τῶν Ναῶν (τέμπλο) κατὰ κανόνα ἀριστερὰ τοῦ Κυρίου.
στ. Ἡ Ἐκκλησία βγάζει εἰδικὴ μερίδα στὴν Ἁγία Πρόθεση στὸ ὄνομά του.
ζ. Κάθε Τρίτη εἶναι ὑμνολογικὰ ἀφιερωμένη στὴ μνήμη του.
η. Τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ ἕξι φορὲς τὸ χρόνο (1) 7 Ἰανουαρίου - Σύναξη (2) 24 Φεβρουαρίου - α´ καὶ β´ εὕρεση τῆς τιμίας Κεφαλῆς του (3) 25 Μαΐου - γ´ εὕρεση τῆς τιμίας Κεφαλῆς του (4) 24 Ἰουνίου - Γενέθλια (5) 29 Αὐγούστου - Ἀποτομὴ τιμίας Κεφαλῆς του καὶ (6) 23 Σεπτεμβρίου - Σύλληψη.
4. ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐξελέγησαν ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Τὸν ὑπηρέτησαν μέχρι θανάτου. "Ἔγιναν φορεῖς τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως, φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ ὅλα τὰ Χαρίσματα καὶ ἀποτελοῦν τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γι᾿ αὐτὸ καλεῖται καὶ «Ἀποστολική». Θεωροῦνται ἀνώτεροι ὅλων τῶν ἄλλων Ἁγίων.
Ἕκτος ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ στενὸ κύκλο τῶν Μαθητῶν Του, ὁ Χριστὸς διάλεξε καὶ ἄλλους ἑβδομήκοντα οἱ ὁποῖοι συμπλήρωναν τὸ ἔργο τῶν δώδεκα.
Ἡ Ἐκκλησία τοὺς τιμᾶ τὸν καθένα σὲ ἰδιαίτερη ἡμερομηνία τοῦ ἔτους ἀλλὰ καὶ ὅλους μαζΐ τοὺς δώδεκα στὴ Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὶς 30 Ἰουνίου καὶ τοὺς Ἑβδομηκοντὰ στὴ Σύναξη τῶν Ἑβδομήκοντα στὶς 4 Ἰανουαρίου.
Ἔχει ἀφιερώσει ὑμνολογικὸ τὴν ἡμέρα Πέμπτη τῆς Ἑβδομάδας γιὰ νὰ τιμήσει αὐτοὺς γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο τους, ἐνῶ ἐξάγει ἰδιαίτερη μερίδα στὴν Ἱερὰ Πρόθεση γιὰ τοὺς δώδεκα καὶ ἑβδομήκοντα.
5. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
Ἀποστολικοὶ λέγονται οἱ Πατέρες ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν πρώτη μεταποστολικὴ γενιὰ στὴν κορυφὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας. Ὑπῆρξαν Μαθητὲς τῶν Ἀποστόλων, συνοδοί, αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι τῶν Ἀποστόλων.
Τὰ γραπτά τους ἔργα ἔχουν μεγάλο κύρος, γιατί γράφτηκαν στοὺς χρόνους ἀμέσως μετὰ τοὺς Ἀποστόλους καὶ διατηροῦν πολλὲς Ἀποστολικὲς παραδόσεις.
Οἱ σημαντικότεροι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι:
- Ἅγιος Κλήμης, ἐπίσκοπος Ρώμης
- Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
- Ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης
- Ὁ Ἐρμᾶς, ποὺ ἔγραψε τὸ ἔργο «Ποιμήν» καὶ ὁ Παπίας, ποὺ ἔγραψε τὸ ἔργο «Λογίων Κυριακῶν Ἐξηγήσεις».
6. ΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
Τὸν τίτλο τοῦ Ἰσαποστόλου ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀπένειμε σὲ Ἁγίους ποὺ ἀφιέρωσαν τὴ ζωή τους στὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Τέτοιοι ἰσαπόστολοι εἶναι:
- Ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ἡ Σαμαρείτιδα (26 Φεβρουαρίου καὶ Ε´ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα).
- Ἡ Ἁγία Μαρία Μαγδαληνὴ ἡ Μυροφόρος (22 Ἰουλίου).
- Οἱ Θεόστεπτοι Βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη (21 Μαΐου).
- Ἡ Ἁγία Θέκλα (24 Σεπτεμβρίου).
- Οἱ Θεσσαλονικεῖς Φωτιστὲς τῶν Σλάβων Κύριλλος καὶ Μεθόδιος (11 Μαΐου).
- Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς (24 Αὐγούστου).
- Ἡ Ἁγία Νίνα, Φωτίστρια τῆς Γεωργίας.
- Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος Βασιλιὰς τῶν Ρώσων, ἡ μητέρα του Ἁγία Ὄλγα (11 Ἰουλίου) κ.ἄ.
7. ΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ - ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζονται ὅσοι ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως Ἐπίσκοποι, διακρίθηκαν γιά:
-Τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, ἀκολουθώντας πιστὰ τὰ ἴχνη Χριστοῦ.
-Τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τους. Συστηματικὰ καὶ ὀρθὰ ἑρμήνευσαν καὶ ἐδίδαξαν τὴν Ἁγία Γραφή.
-Τὴν κοινὴ ἀναγνώρισή τους ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἔλαβαν μέρος στὶς Οἰκουμενικὲς ἢ Τοπικὲς Συνόδους, ἀγωνίστηκαν σθεναρὰ ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ πρωτοστάτησαν στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτοὶ συστηματοποίησαν τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς Ὅρους, (Δογματικὲς ἀποφάσεις), τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, καθὼς καὶ μὲ τοὺς Κανόνες τῶν συγγραμμάτων τους.
8. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Οἱ Χριστιανοὶ ποὺ διώχτηκαν καὶ βασανίστηκαν γιὰ τὴν πίστη τοὺς στὸ Χριστὸ καὶ τελικὰ μαρτύρησαν, ὀνομάζονται Μάρτυρες.
Τὸ μαρτύριο ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα ὁμολογίας τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἐθελούσια μίμηση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν πρώτη Ἐκκλησία θεωρήθηκε ὡς βάπτισμα, «βάπτισμα δι᾿ αἵματος» καὶ μάλιστα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ βάπτισμα «δι᾿ ὕδατος». Τὸ μαρτύριο, ὅταν ὁ μάρτυρας ἔχει τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις σωτηρίας, παρέχει πλήρη ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Μέγα νέφος Μαρτύρων δημιουργήθηκε στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν Ῥωμαίων Αὐτοκρατόρων, οἱ ὁποῖοι μὲ δαιμονικὴ μανία ἐκκίνησαν τὸν ἕνα διωγμὸ μετὰ τὸν ἄλλο ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, φέροντες τὰ ἀντίθετα ἀκριβῶς ἀποτελέσματα.
Οἱ Μάρτυρες διακρίνονται σέ:
α. Μεγαλομάρτυρες (λόγω ἀντοχῆς καὶ διαρκείας τῶν βασανιστηρίων, λαϊκοὶ ἢ κληρικοί).
β. Ἱερομάρτυρες (ὅσοι ἦσαν ἱερωμένοι).
γ. Ὁσιομάρτυρες καὶ Ὁσιοπαρθενομαρτυρες (ἄνδρες ἢ γυναῖκες, μοναχοὶ ἢ ἀσκητές).
δ. Μάρτυρες (οἱ λαϊκοί).
ε. Παρθενομάρτυρες (οἱ νέες ποὺ ζοῦσαν στὸν κόσμο).
στ. Νεομάρτυρες (λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ ποὺ μαρτύρησαν στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, μετὰ ἀπὸ αὐτὴ καὶ ὅσοι θὰ μαρτυροῦν μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου.
9. ΟΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ
Ὅσοι ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν μαρτύρησαν - εἴτε γιατί οἱ διῶκτες τους δὲν τοὺς βασάνισαν τόσο ὥστε νὰ ἀποθάνουν, εἴτε γιατί ἔπαυσαν τὴ δίωξή τους καὶ ἀπέθαναν τελικὰ μὲ φυσικὸ θάνατο - ὀνομάζονται Ὁμολογητές.
Ἡ Ἐκκλησία τιμάει τοὺς Ὁμολογητὲς βασιζόμενη στὴ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου» (Ματ. ι´, 32).
10. ΟΙ ΑΠΟΛΟΓΗΤΕΣ
Ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὴν ἐμφάνισή του ἀνετάραξε τοὺς θεσμοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ γι᾿ αὐτὸ θεωρήθηκε «Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρία...» (Α´ Κορ. α´, 23) καὶ κατηγορήθηκε καὶ διώχθηκε.
Ὅσοι ὑπερασπίστηκαν θεωρητικὰ τὸ Χριστιανισμὸ καὶ προέβαλλαν τὴν ἀλήθεια τοῦ μπροστὰ σὲ Αὐτοκράτορες καὶ γενικότερα μπρὸς στὴν πολιτικὴ ῥωμαϊκὴ ἐξουσία ἢ μπρὸς στὴν ἰουδαϊκὴ ἱεραρχία ὀνομάστηκαν Ἀπολογητές.
Μετὰ τοὺς Ἀπολογητὲς τῶν πρώτων αἰώνων, Ἀπολογητὲς ἐμφανίστηκαν καὶ μετὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Μωαμεθανισμοῦ καὶ ἀνέζησαν στοὺς νεότερους χρόνους πρὸς ἀπόκρουση τῶν ἀθεϊστικῶν κηρυγμάτων.
Οἱ πιὸ γνωστοὶ Ἀπολογητὲς τῶν πρώτων αἰώνων ἦσαν οἱ Ἀθηναῖοι Κοδράτος, Ἀθηναγόρας καὶ Ἀριστείδης, ὁ Παλαιστίνιος Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Ὠριγένης καὶ οἱ Ἀφρικανοὶ Λατίνοι Τερτυλλιανὸς καὶ Κυπριανός. Μετὰ τοὺς διωγμοὺς ἀπολογητικὰ ἔργα συνέγραψαν οἱ μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες τῶν Δ´ καὶ Ε´ αἰώνων.
11. ΟΙ ΟΣΙΟΙ
Μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν ἐπεκράτησε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἐνάρετη ζωὴ ἐν Χριστῷ εἶναι ἰσάξια μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο. Ἔτσι, ἐφαρμόζοντες τὸ λόγιο «διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε (ἀποχωριστεῖτε)» (Β´ Κορ. στ´, 17), πολλοὶ ἐγκατέλειπαν τὸν κόσμο καὶ ἀφιερώθηκαν στὸν Χριστὸ ἐξ ὁλοκλήρου. Αὐτὸ θεωρήθηκε «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως» καὶ ἐξομοιώθηκε μὲ τὸ «μαρτύριον τοῦ αἵματος». «Μάρτυρες τῇ βουλήσει ἄνευ μαστίγων καὶ διωγμῶν» (Μέγας Βασίλειος).
Αὐτοὶ εἶναι οἱ Μοναχοί, οἱ Ἀσκητὲς καὶ οἱ Ἀναχωρητές, ποὺ ἔζησαν ἢ σὲ Κοινόβια Μοναστήρια ἢ σὲ σπηλιές. Ἀποτέλεσμα τῆς αὐστηρῆς καὶ ἀσκητικῆς αὐτῆς ζωῆς εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, καὶ ἡ χαρίτωσή τους μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ προσφορά τους πρὸς τὸν κόσμο μὲ τὶς δεήσεις τους ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου, τὶς ποικίλες θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις τους, τὶς θεόπνευστες συγγραφές τους, τὶς ὁποῖες καὶ σήμερα ἀπολαμβάνουμε καὶ τοὺς ποικίλους ἀγῶνες τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁδήγησε τὴν Ἐκκλησία στὴν ἀναγνώριση τους ὡς ἐμπροσθοφυλακῆς τοῦ Σώματός της κατὰ τῶν ἐχθρῶν της πίστεως καὶ τοὺς τιμάει ὡς Ὅσιους καὶ Θεοφόρους Πατέρες.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους Ὁσίους εἶναι ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Παχώμιος, Σάββας ὁ ἡγιασμένος, ὁ Μέγας Εὐθύμιος, Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης κ.λπ.
12. ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ
Ὅλοι ὅσοι ἔζησαν πρὸ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο Νόμο καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία: Προπάτορες, Θεοπάτορες, Προφῆτες, Πατριάρχες, Βασιλεῖς κ.λπ. λέγονται Δίκαιοι, (δηλαδὴ Ἅγιοι πρὸ Χριστοῦ).
1. Ὅλοι μας πρέπει νὰ ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου μας καὶ ὄχι τὰ γενέθλιά μας. (Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καθόρισε νὰ τελοῦνται τρία μόνον γενέθλια: τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου). Ἐμεῖς οἱ Ὄρθοδοξοι τιμοῦμε τὸν Ἅγιό μας, τὸν ἔχουμε προστάτη, μεσίτη καὶ βοηθὸ καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ Τὸν μιμηθοῦμε, ζώντας μὲ κέντρο πάντοτε τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, δηλ. ζοῦμε θεανθρωποκεντρικά. Οἱ Παπικοὶ ζοῦν μὲ κέντρο τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ ἀνθρωποκεντρικὰ (ἐξ οὗ καὶ ὁ ἑορτασμὸς τῶν γενεθλίων), ἐνῶ οἱ Προτεστάντες (Εὐαγγελικοί, Πεντηκοστιανοὶ κ.λπ.) ἑορτάζουν τὰ γενέθλια ἐπειδὴ δὲν ἔχουν Ἁγίους. Ἡ συνήθεια λοιπὸν ἑορτασμοῦ τῶν γενεθλίων ἦλθε ἀπὸ τὴ Δύση καὶ εἶναι ἀντορθόδοξη.
2. Ἀρχάγγελος ἦταν καὶ ὁ Ἑωσφόρος μὲ τὸ τάγμα τῶν Ἀγγέλων του. Λόγω ὅμως τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ του θέλησε νὰ γίνει Θεός, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν πτώση του καὶ τὴ μετάπτωση τῶν Ἀγγέλων σὲ πονηρὰ καὶ κακοποιὰ πνεύματα σὲ Διάβολο καὶ Δαίμονες. Ἀπὸ τότε ἀντιμάχονται τὸν Θεὸ καὶ ἐπιδιώκουν καὶ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ νόμο Του. Τὸν παρασύρουν στὴν ἀποστασία, τὴν ἀπώλεια, τὴν κόλαση, «εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματ, κε´, 41).
http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/leitoyrgika/saints.htm
+Οι άγιοι και η τιμή τους στην ιστορία της Εκκλησίας, π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου
Το θέμα αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί όλες οι προτεσταντικές αιρέσεις ασκούν σφοδρότατη κριτική εναντίον της Εκκλησίας μας, υποστηρίζοντας πως εμείς λατρεύουμε τους αγίους και προσβλέπουμε σ' αυτούς για σωτηρία, όχι στον Σωτήρα Χριστό!
Είναι λοιπόν πoιμαντική ανάγκη να εξηγήσουμε με ποια έννοια η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τους αγίους και ποῦ τελικά μεταβαίνει αυτή η τιμή. Να τονίσουμε σε ποια σχέση βρισκόμαστε εμείς με τους αγίους και τι συνεπάγεται αυτή η σχέση. Πρέπει ακόμη να απαντήσουμε στην ένσταση των προτεσταντών, ότι οι άγιοι δεν είναι πανταχού παρόντες και συνεπώς δεν ακούουν τις προσευχές μας. Να ερμηνεύσουμε τα θαύματα που επιτελούν οι άγιοι και να τα κατοχυρώσουμε αγιογραφικά, να αναφερθούμε στην πρώτη Εκκλησία, για να διαπιστώσουμε αν υπήρχε σ' αυτήν η τιμή των αγίων και, προ παντός, να καταστήσουμε φανερή τη διάκριση μεταξύ τιμής και λατρείας, λατρευτικής προσκύνησης και προσκύνησης σαν εκδήλωση τιμής και αγάπης, που αποδίδεται από μέρους μας στους αγίους.
Κατά την πίστη της Εκκλησίας μας οι άγιοι αντικατoπτρίζουν τη δόξα του Κυρίου (Β' Κορ. γ' 18) και ακτινοβολούν το άκτιστο Φως του Θεού (Ματθ. ε' 14. Ιω. η' 12. Εφεσ. ε' 8. Κολ. α' 12. Αποκ. κβ' 5).
Η δόξα των αγίων και των αγγέλων δεν είναι ανεξάρτητη από τη δόξα του Χριστού, γιατί είναι μέλη του σώματος Αυτού (Εφεσ. α' 23. δ' 16. ε' 23. Κολ. α' 18.24). Ονομάζονται αγαπητοί του Θεού (Β' Παραλ./Χρον. κ' 7. Ησ. μα' 8), Φίλοι του Θεού (Ψαλμ. ρλη' 17, κατά τους Ο'. Ιω. ιε' 14. Ιακ. β' 23), αδελφοί του Χριστού (Ματθ. ιβ' 50). Είναι ναός και κατοικητήριο του Θεού (Α' Κορ. γ' 16-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16), τέκνα Θεού (Ιω. α' 12. Γαλ. γ' 26-27), κληρονόμοι και συγκληρονόμοι του Χριστού (Ρωμ. η' 17). Το μνημόσυνο των αγίων είναι αιώνιο (Ψαλμ. ρια/ριβ' 1-9. Παροιμ. ι' 7. Εβρ. ια' 4-38).
Ο ίδιος ο Θεός, μέσω του Αγίου Σώματος του Χριστού, έρχεται σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο και του μεταδίδει την αγιότητα. Πρόκειται για την αγιότητα του Σώματος του Χριστού, όχι για την αγιότητα του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την κοινωνία του με τον Χριστό (Ιω. ιδ' 23. Α' Κορ. γ' 5-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16. ΕΦεσ. β' 22). Έτσι ο Χριστός θριαμβεύει μέσω των αγίων (Ιω. κα' 19. Β' Κορ. β' 14).
Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι, που εκπροσωπούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχουν «επί τας κεφαλάς των στεφάνους χρυσούς» (Αποκ. δ' 4).
Το αναρίθμητο πλήθος των αγίων, που «έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου» (Αποκ. ζ' 14), ευρίσκονται «ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου» ως νικητές (Αποκ. ζ' 9-10), σ' αυτούς δόθηκαν «θρόνοι», για να βασιλεύσουν «επί χίλια έτη», μέχρι τη δευτέρα παρουσία, οπότε το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, θα παραδοθεί από την ίδια την κεφαλή της στον Τριαδικό Θεό, για να είναι πλέον «ο Θεός τα πάvτα εν πάσιν» (Αποκ. κ' 4. Α' Κορ. ιε' 23-28)
Ο Χριστός είναι ο μόνος «Παράκλητος», ο μοναδικός «μεσίτης» και «σωτήρας» (Α' Ιω. β' 1. Ιω. ιδ' 6. 13-14. Α' Τιμ. β' 5. Πράξ. δ' 12), μόνο με το αίμα του Χριστού πραγματοποιείται η συμφιλίωση (Α' Πέτρ. α' 18-19). ο «άλλος Παράκλητος», το Πνεύμα το Άγιο, με τα άγια μυστήρια ενεργοποιεί προς χάρη μας τις δωρεές του Χριστού: με το βάπτισμα μας εντάσσει στο Σώμα του Χριστού (Γαλ γ' 27. Πρβλ. α' Κορ. ιβ' 3), με τη θεία κοινωνία μας τρέφει με τον «άρτο της Ζωής» (Ιω. στ' 48-53). Με αυτή την απόλυτη έννοια δεν υπάρχει άλλος σωτήρας, ούτε δεύτερος μεσίτης.
Και όμως στην αγία Γραφή γίνεται λόγος για μεσιτεία ανθρώπων και αγγέλων, μέσω προσευχής και παράκλησης (Γέν. ιη' 23-33. κ' 3-18. λβ' 9-14. Ιώβ μβ' 8-10. Παροιμ. ιε' 8. Ζαχ. α' 12-13. Ιερεμ. ζ' 16). Άνθρωποι oνoμάζovται «πρεσβευτές» (Β' Κορ. ε' 18-20. Εφεσ. στ' 20) και «σωτήρες», με την έννοια όμως πως οδηγούν στο μόνο Σωτήρα, τον Χριστό (Α' Κορ. θ' 22). Ο Θεός βεβαιώνει τον προφήτη πως αν βρεθεί ακόμη και ένας άγιος άνθρωπος, για χάρη του θα σώσει ολόκληρη την πόλη (Ιερεμ. ε' 1. Ιεζ. κβ' 30).
Αλλά μήπως η «μεσιτεία» με σχετική έννοια αναφέρεται μόνο σε ζώντες; Όχι, ο Θεός λέγει στον προφήτη Ιερεμία: «Εάν σταθούν ενώπιόν μου ο Μωϋσής και ο Σαμουήλ, Η ψυχή μου δεν θα κλίνει προς αυτούς» (Ιερ. ιε' ι), πράγμα που σημαίνει πως σε άλλες περιπτώσεις ο Θεός ανταποκρινόταν στις δεήσεις των αγίων ανδρών υπέρ του λαού. Στην Αποκάλυψη βλέπουμε τη θριαμβεύουσα Εκκλησία (τους 24 πρεσβύτερους) να κρατούν «Φιάλας γεμούσας θυμιαμάτων, αι εισιν αι προσευχαί των αγίων», δηλαδή των επί γης ζώντων πιστών τις οποίες ενώνουν με τις δικές τους προσευχές (Αποκ. ε' 8).
Η ουράνια Εκκλησία δέχεται τις επικλήσεις μας μάλιστα μεσιτεύει στον Κύριο να σταματήσει το μαρτύριο των αδελφών τους στη γη (Αποκ. στ' 9-11), πράγμα που εισακούεται τελικά από τον Θεό (Αποκ. ζ' 9-11. η' 3-5. ια' 16-18. ιδ' 14-20. Πρβλ Δ/B' Βασιλ. κ' 4-6. Β' Μακ. ιε' 12-16).
Όταν λοιπόν επικαλούμεθα τους αγίους, οι ελπίδες μας δεν είναι μάταιες οι άγιοι είναι συνδεδεμένοι μαζί μας με τον σύνδεσμο της αγάπης, η οποία «ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ' 8). Πιστεύουμε δηλαδή πως είμαστε πράγματι «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Έφεσ. β' 19-20).
Είναι οι άγιοι «πανταχoύ παρόντες» για να εισακούσουν τις επικλήσεις μας; Όχι, οι άγιοι, ανεξάρτητα από τη χάρη του Θεού, δεν είναι πανταχoύ παρόντες, ούτε πληροφορούνται με τη δική τους δύναμη τι γίνεται μακριά από αυτούς.
Όμως λουσμένοι στην άκτιστη θεία χάρη, μέσω του Αγίου Πνεύματος, σαν μέλη του σώματος του Χριστού, που είναι ενωμένο με την Θεότητα, μπορούν να ξεπεράσουν τους όρους της φύσης και να μετέχουν στη ζωή των αδελφών τους επί της γης.
Αν οι άνθρωποι του Θεού που ζουν στη γη μπορούν να ξεπεράσουν με τη χάρη του Θεού τους όρους της φύσης, πρέπει να συμπεράνουμε πως αυτό μπορεί να γίνει πολύ περισσότερο από τα μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά παραδείγματα από την αγία Γραφή.
Η «καρδιά» του Ελισαίου ήταν μετά του Γιεζί και μπορούσε να γνωρίζει αυτό που συνέβη μακριά (Δ/Β' Βασιλ ε' 25-27). Ο Αβραάμ «είδε» την ημέρα του Κυρίου «και εχάρη» (Ιω. η' 56). Ο απόστολος Πέτρος εγνώριζε την πονηρία του Ανανία (Πράξ. ε' 3). Ο Θεός αποκαλύπτει τα θαυμαστά πράγματα «δια του Πνεύματος προς το συμφέρον». όλα τα ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο, χωρίς να δεσμεύεται από φυσικούς όρους, που ο Θεός έθεσε για ορισμένο σκοπό (Α' Κορ. ιβ' 7-11, πρβλ. Β' Κορ. ιβ' 2-4). Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει για την κοινωνία αγάπης της ουράνιας Εκκλησίας, η οποία πληροφορείται τα γεγονότα της ζωής μας και χαίρει για την επιστροφή κάθε αμαρτωλού (Λουκ. ιε' 7-10).
Ο Θεός θαυματοποιεί μέσω των αγίων και δικαίων (Γ/Α' Βασιλ. ιζ' 21-22. Δ/Β' Βασιλ. δ' 33-35. Πράξ. ε' 12-16. ιβ' 11-12). Όχι μόνο μέσω ζώντων πάνω στη γη, αλλά και μέσω κεκοιμημένων αγίων. Έτσι ο προφήτης Ησαΐας λαμβάνει εντολή να διαβιβάσει «προς τον Εζεκία τον ηγούμενον του λαού» πως θα σώσει την πόλη από τους Ασσυρίους «δια Δαυίδ τον δούλον μου», δηλαδή χάρη του Δαυίδ, που ήδη είχε απέλθει από αυτή τη ζωή (Δ/Β' Βασιλ. κ' 4-6).
Το να ισχυρισθεί κανείς πως ο δεσμός της αγάπης μεταξύ αγωνιζομένης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας μειώνει το μεσιτικό υπούργημα του Παράκλητου, είναι αφέλεια γιατί οι άγιοι δεν έχουν δύναμη από μόνοι τους να θαυματουργούν και να επεμβαίνουν στη ζωή μας, ανεξάρτητα από την χάρη του Θεού. «Το πνεύμα του Ηλία» που «ανεπαύθη επί τον Ελισσαίον» ήταν η χάρη του Αγίου Πνεύματος όχι κάτι ανεξάρτητο από αυτήν, γι' αυτό και «οι υιοί των προφητών» τον προσκυνούν με εδαφιαία μετάνοια (Δ/Β' Βασιλ. β' 14-15). Το ίδιο παρατηρούμε και για την ανάσταση του ανθρώπου εκείνου που ενταφιάστηκε στον τάφο του Ελισαίου (Δ/Β' Βασιλ. ιγ' 21). Δεν είναι τα τίμια οστά από μόνα τους εκείνα που θαυματουργούν, αλλά η θεϊκή χάρη που τα περιβάλλει και χαριτώνει ολόκληρο τον άνθρωπο, όχι μόνο το πνεύμα του.
Η τιμή και ο σεβασμός στους αγίους εκδηλώνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με την προσκύνηση. Δεν πρόκειται για λατρευτική προσκύνηση, η οποία απαγορεύεται ρητά από την αγία Γραφή (Έξοδ. κ' 4-5. Δευτερ. στ' 12-14. Ματθ. δ' 10), γιατί ποτέ κανείς ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει συναίσθηση πως προσκυνεί οποιοδήποτε ον (άγγελο ή άνθρωπο) ως Θεό, μόνο τότε η προσκύνηση θα ήταν απόλυτη, δηλαδή λατρεία.
Τους αγίους προσκυνούμε χωρίς να παραγνωρίζουμε τη φύση τους, χωρίς δηλαδή να τους εκλαμβάνουμε για θεούς, γιατί παραδεχόμαστε πως η προσκύνηση δεν είναι πάντοτε εκδήλωση λατρείας. Αν αυτόν που προσκυνούμε δεν τον δεχόμαστε για Θεό, τότε με την προσκύνηση δεν του αποδίδουμε λατρεία, είναι εκδήλωση τιμής και αγάπης. Μ' αυτή την τιμητική έννοια ο Δαυίδ προσκυνεί τον Ιωνάθαν (Α' Βασιλ./Α' Σαμ. κ' 41) και τον Σαούλ (Α' Βασιλ. /Α' Σαμ. κδ' 9), ο Νάθαν προσκυνεί τον Δαυίδ (Γ/Α Βασιλ. α' 23), οι υιοί των προφητών τον Ελισαίο (Δ/Β' Βασιλ. β' 15), ο Ναβουχοδονόσορ τον Δανιήλ (Δαν. β' 46). Ακόμη και στην Καινή Διαθήκη ο δεσμοφύλακας προσκυνεί τον Παύλο και τον Σίλα (Πράξ. ιστ' 29), ενώ ο ίδιος ο Κύριος υπόσχεται πως θα αναγκάσει τους Ιουδαίους να προσκυνήσουν τον επίσκοπο Φιλαδελφείας (Αποκ. γ' 9. Πρβ. Α' Βασιλ./Α' Σαμ. ε' 4).
Όσοι απορρίπτουν την τιμή και την προσκύνηση των αγίων, επικαλούνται περιπτώσεις από την αγία Γραφή (Πράξ. ιδ' 11-15 και Αποκ. ιθ' 10. κβ' 8-9).
Στο Πράξ. ιδ' 11-15 φαίνεται καθαρά, πως οι άνθρωποι εξέλαβαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα ως θεούς γι' αυτό και οι απόστολοι δίκαια αντέδρασαν. Τέτοια προσκύνηση δεν τους ανήκε, γιατί ήταν λατρευτική.
Στη δεύτερη περίπτωση ο Iωάννης, κατάπληκτος από εκείνα που αξιώθηκε να δει, κάτω από την επίδραση της οπτασίας του ίδιου του Κυρίου (Αποκ. α' 17-18), νόμισε πως ήταν και πάλι ο Κύριος γι' αυτό και σπεύδει να τον προσκυνήσει. Ο άγγελος όμως τον επαναφέρει στην αλήθεια των γεγονότων: «σύνδουλός σου ειμί», δεν μου ανήκει τέτοια προσκύνηση, ανήκει μόνο στον Θεό!
Αν παραδεχθούμε πως ο Iωάννης θέλησε να προσκυνήσει τον άγγελο τιμητικά, είχε αυτό το δικαίωμα (Αριθ. κβ' 31. Ιησ. Ναυή ε' 14), και ασφαλώς στην περίπτωση αυτή η προσκύνηση δεν θα ήτο λατρευτική. Τότε η άρνηση του αγγέλου θα ήταν ένδειξη ταπεινοφροσύνης. Διαφορετικά πώς ο Iωάννης αποτολμά να προσκυνήσει τον άγγελο για δεύτερη φορά; (Αποκ. κβ' 8-9).
Αυτή είναι η ερμηνεία της Γραφής, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας (Α' Τιμ. γ' 15). Αυτό μαρτυρείται ήδη σε πρωτοχριστιανικά κείμενα. Οι πρώτοι Χριστιανοί ομολογούσαν: «Δεν θα δυνηθώ μεν ούτε τον Χριστόν να εγκαταλείψωμεν ποτέ, τον παθόντα υπέρ της σωτηρίας των σωζομένων εις ολόκληρον τον κόσμον, τον άμωμον υπέρ των αμαρτωλών, ούτε κάποιον άλλον να λατρεύσωμεν. Διότι τούτον μεν προσκυνούμεν ως υιόν του Θεού, τους δε μάρτυρας αγαπώμεν ως μαθητάς του Κυρίου, επαξίως λόγω της ανυπερβλήτου αφοσιώσεως εις τον βασιλέα και διδάσκαλόν των». Αυτό αναφέρεται στο μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου (†156). Εκεί σημειώνεται ακόμη πως οι Χριστιανοί συνέλεξαν τα οστά του μάρτυρα, «τα τιμιώτερα από πολυτελείς λίθους, και ευγενέστερα από χρυσόν» και τα ενταφίασαν σε κατάλληλο τόπο, ώστε να συναθροίζονται εκεί και να εορτάζουν «την γενέθλιον ημέραν του μαρτυρίου του» (Μαρτ. Πολυκ. 17-18. Βλ. και στο 3β 3θ).
Ο Ωριγένης (†253/4) αναφέρει πως «αι ψυχαί των πεπελεκισμένων ενεκεν της μαρτυρίας του Ιησού, μη μάτην τω εν ουρανοίς θυσιαστηρίω παρεδρεύουσαι, διακονούσι τοις ευχομένοις άφεσιν αμαρτημάτων» (Ωριγ. Εις μαρτ. προτρ. 30. Πρβλ. Αποκ. κ' 4).
Ο άγιος Βασίλειος (330-379) αναφέρεται στις πανηγύρεις που γίνονταν στις μνήμες των αγίων (Επιστ. 227, προς τους επισκόπους του Πόντου. Όροι κατά πλάτος 8,40) και στην επίκληση των αγίων (Ομιλ. 4, εις αγ. Μάμαντα 1): «Αυτός που θλίβεται καταφεύγει εις τους σαράντα, αυτός που ευφραίνεται προς αυτούς σπεύδει. Ο ένας μεν δια να εύρη λύσιν εις τας δυσκολίας, ο άλλος δε δια να διαφυλάξει εις τον εαυτόν του τα πιο καλά αγαθά... τα αιτήματά σας ας γίνουν μαζί με τους μάρτυρας» (Μ. Βασ., Ομιλ. 5, εις τους άγ. τεσσαράκοντα 8).
Η τιμή των αγίων τεσσαράκοντα, μας πληροφορεί ο Μ. Βασίλειος, είχε διαδοθεί σε πολλές περιοχές και οι άγιοι αυτοί «κοσμούν πολλάς πατρίδας» (Εις τους άγ. τεσσαρακ. 8).
Ο άγιος Iωάννης ο Χρυσόστομος (344-407) κάνει λόγο για «λιτανείες και παρακλήσεις... εις τον ναόν όπου και τα λείψανα των αποστόλων», προκειμένου να αποφευχθούν τα δεινά της πόλης (Χρυσ., Προς τους καταλείψαντας την Εκκλ.). Η δύναμη των αγίων μαρτύρων, αναφέρει ο Χρυσόστομος, «καθημερινώς ζει και ενεργεί, εκδιώκει δαιμόνια, απομακρύνει τας ασθενείας, εμψυχώνει πόλεις ολοκλήρους και συναθροίζει εδώ πλήθος» (Περί απολαύσεως της των μελλόντων 2). Υπογραμμίζει ακόμη πως Η τιμή των αγίων «θα μεταβιβασθεί οπωσδήποτε προς τον Δεσπότην» (Ότε πρεσβ. προεχ. 2. Πρβλ. Ματθ. ε' 16).
Τα ίδια αναφέρει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390): «Πρέπει να πανηγυρίζουμε όλους τους μάρτυρες...» (Λόγος κδ' 3-4, εις τον άγιο Κυπριανό), «τώρα οι μάρτυρες κάνουν να ανοίξει ο ουρανός...» (Λόγος μδ' 12, εις την Νέαν Κυριακ.). «Και τώρα εκείνος είναι στον ουρανόν και εκεί προσφέρει τις θυσίες του για εμάς» (Λόγος μγ' 80, εις Μ. Βασίλ.). «Παρακαλούμε να μας παρακολουθείς καλοδιάθετα από υψηλά και το λαό που είναι γύρω σου να τον κατευθύνεις στην τελειότητα...» (Λόγος κα' 37, Εις τον Μ. Αθαν.).
Έτσι η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε την πίστη της Ορθοδοξίας: (Tον μεν (Χριστόν) ως Θεόν και Δεσπότην, τους δε (αγίους) δια τον κοινόν Δεσπότην, ως αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες και σέβοντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες (Συνοδικόν της Ορθοδοξίας της Ζ' Οικ. Συνόδου).
Αυτή είναι η ορθόδοξη διδασκαλία για τους αγίους. Δεν πιστεύουμε λοιπόν πως οι άγιοι μπορούν να σώσουν τους εαυτούς τους ή τους άλλους ανθρώπους. Όποια και αν είναι τα έργα των αγίων, δεν επαρκούν ούτε και για τη δική τους σωτηρία, γιατί δεν ξεπερνούν την εκτέλεση του καθήκοντος (Λουκ. ιζ' 10).
http://www.oodegr.com/oode/orthod/praktikes/agioi1.htm Απόσπασμα από το βιβλίο: "Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων
+Πώς υπέμεναν οι Μάρτυρες τα βασανιστήρια και πώς αντιμετώπιζαν το θάνατο
Η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να αποδεχθεί γεγονότα, που έρχονται σε αντίθεση με τον ορθό λόγο. Έτσι είναι φυσικό, ο σημερινός άνθρωπος, που επιδιώκει την άνεση και τον εύκολο τρόπο ζωής και αποφεύγει τον κόπο, τον πόνο και τη θυσία, να δυσκολεύεται να πιστέψει όλα αυτά τα μαρτύρια, που αντιμετώπιζαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Πώς μπορούσαν να αντέξουν οι άνθρωποι εκείνοι τα φρικτά βασανιστήρια και μάλιστα με τόση ειρήνη ψυχής, ακόμα και με χαρά, τα οποία εμείς και μόνον όταν τα διαβάζουμε υποφέρουμε;
...Ανθρωπίνως είναι αδύνατον να εξηγηθεί, πώς ευρισκαν τη δύναμη αθώα πρόσωπα, άνθρωποι ακόμα και ασθενικοί ή υπερήλικες ή νεαρά παιδιά όχι μόνον να αντέχουν τα βασανιστήρια αλλά και να αντιμετωπίζουν τον θάνατο με τον τρόπο με τον οποίον τον αντιμετώπιζαν. Το φαινόμενο παραμένει «υπεράνω πάσης εξηγήσεως». Μόνον με τη δύναμη της πίστεως μπορεί να εξηγηθεί.
Οι Μάρτυρες μπροστά στους βασανιστές τους συμπεριφέρονται με τόση ψυχραιμία και ηρεμία, ώστε να σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι δεν γνωρίζουν πως αυτοί είναι οι μέλλοντες να υποστούν το μαρτύριο.
Όταν ρίχνονται στο αμφιθέατρο, για να κατασπαραχθούν από τα πεινασμένα άγρια θηρία, προχωρούν προς αυτά με προθυμία. Και όταν εκείνα αδρανούν οι Μάρτυρες τα ερεθίζουν να αρχίσουν το έργο τους. Μπροστά στη φωτιά δεν περιμένουν οι Μάρτυρες να τους ρίξουν οι δήμιοι, αλλά οι ίδιοι, με γαλήνιο πρόσωπο, προχωρούν προς τις αναμμένες φλόγες.
Επίσης καταπληκτική είναι η απάθεια με την οποία αντιμετώπιζαν τα θανατικά όργανα και η ψυχραιμία με την οποία δέχονταν τα μαρτύρια, όχι μόνον χωρίς βογγητά και κραυγές πόνου, αλλά με ευχαριστίες και δοξολογίες στον Θεό. Το πρόσωπό τους έλαμπε από αγαλλίαση, σαν να μην ήταν αυτοί βασανιζόμενοι Μάρτυρες, αλλά νικηφόροι αθλητές, που έχαιραν για τη νίκη τους, «σκιρτώντες και υπεραγαλλόμενοι».
Ποια άλλη δύναμη, εκτός από την πανίσχυρη δύναμη της πίστεως, ήταν δυνατόν να καταστήσει τους μάρτυρες ικανούς, να υφίστανται με τέτοιον τρόπο τα βασανιστήρια; Φαίνονταν ότι κατά τις σκληρές εκείνες ώρες των βασάνων τους δεν αισθάνονταν καν αίσθημα πόνου. Έδιναν την εντύπωση ότι είχαν αποδημήσει από το σώμα και ότι πλέον ήσαν άγγελοι. Πράγματι, όσα υπέφερε το σώμα των Μαρτύρων ΄σαν ξένα γι' αυτούς, διότι η ψυχή τους βρισκόταν πλέον στον ουρανό.
...Σε πολλές περιπτώσεις ο Κύριος ενίσχυε τους Μάρτυρες, με όράματα, όπως τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον. Αυτά τα θεία οράματα αποτελούσαν τον αντικατοπτρισμόν του Αγίου Πνεύματος, την ζώσαν μετά του Θεού επικοινωνία, την οποίαν αισθάνονταν τόσο βεβαία, ώστε να δίνει σ' αυτούς τη θαυμαστή εκείνη σταθερότητα και τη δύναμη να αντιμετωπίζουν θαρραλέα και τις σατανικές ακόμη εφευρέσεις των διωκτών τους.
Οι άγιοι Μάρτυρες, γνώριζαν ότι χωρίς τη δύναμη του Θεού δεν θα μπορούσαν τίποτε να επιτύχουν. Γι' αυτό δεν έπαυαν, μαζί με τις ευχαριστίες τους, να ζητούν και τη βοήθεια του Κυρίου στον τραχύ αγώνα τους, ώστε να μείνουν πιστοί μέχρι θανάτου και να αξιωθούν της ουρανίου βασιλείας Του. Κατά την ώρα αυτή δεν προσεύχονταν με αγωνία, αλλά με αισιοδοξία και χαρά. Ήταν βέβαιοι για την τελική νίκη της αληθινής πίστεως. Και αυτή η προσευχή τους ήταν συνεχής και αδιάλειπτη, μέχρι τη στιγμή που παρέδιδαν το πνεύμα τους στα χέρια του Κυρίου, όπως και ο Άγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος, του οποίου τα τελευταία λόγια ήταν «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου».
Κάτι ακόμα (που διαφοροποιεί τους Μάρτυρες της πίστεως από τους οπαδούς οποιασδήποτε ιδεολογίας, που θυσιάστηκαν για τις ιδέες τους) που συγκλόνιζε τους διώκτες των χριστιανών ήταν οι προσευχές τους γι' αυτούς, να τους συγχωρήσει ο Θεός για τα εγκλήματά τους. Ακολουθούσαν και στο σημείο αυτό τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, που πρόλαβε ενώ τον λιθοβολούσαν, να ολοκληρώσει την προσευχή του κράζοντας με φωνή μεγάλη: «Κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτία ταύτην, και τόυτο ειπών εκοιμήθη».
http://pateress.blogspot.gr/2011/07/blog-post_31.html
Αληθινά μεγάλος είναι εκείνος κοντά στον οποίο, ο αδύνατος, αισθάνεται μεγάλος…
Οι Άγιοι είναι κατά χάριν θεάνθρωποι. Κοιτάχτε να δείτε τι γίνεται. Παρουσιάζονται πολύ πιο ταλαίπωροι από μας. Είναι φοβερά ειλικρινείς, ταπεινοί, εξουθενώνουν τον εαυτό τους. Δεν παριστάνουν αλλά είναι κάτι. Εμείς οι μη άγιοι, κάνουμε τους αγίους γι’ αυτό εξουθενώνουμε τους άλλους. Ένας πραγματικός Αγιος είναι μεγάλος. Και αληθινά μεγάλος είναι εκείνος κοντά στον οποίο, ο άλλος, ο αδύνατος, αισθάνεται μεγάλος. Οπότε λοιπόν η αγιότης και η θέωσις δεν έφυγε από μας επειδή δεν υπάρχουν Άγιοι, αλλά επειδή εμείς κάνουμε τους ψευτοαγίους και τους ψευτοθεολόγους και τους ψευτοκαλόγηρους και τους ψευτοϊεροκήρυκες. Και τι σημαίνει λοιπόν θέωση; Μα θέωση είναι η κατάληξη και ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου. Δεν έχει κανένα άλλο λόγο υπάρξεως ο άνθρωπος.
Οι Άγιοι λοιπόν μετά από την πολλή άσκηση, μετά από την πολλή ταπείνωση και θα έλεγα προπαντός μετά από την υπομονή, δέχτηκαν αυτή τη χάρη. Δέχτηκαν αυτό το έλεος και αν θέλετε τα έχουν χαμένα. Εκπλήσσονται από το έλεος και από την αγάπη και από το μέγεθος της ελεημοσύνης του Θεού. Νιώθουν ότι δεν είναι τίποτα, νιώθουν ότι είναι τελευταίοι από όλους. Βλέπουν όλους τους άλλους καλούς. Αγαπούν όλους τους άλλους δωρεάν, όπως ο Θεός δωρεάν τους αγάπησε.
Γιατί, λέει ο άγιος: τι βρήκε σε μένα ο Θεός και με αγάπησε; Γι’ αυτό πλησιάζοντας τον άγιο, νιώθεις ότι σε αγαπά. Δεν σε εκμεταλλεύεται. Βρίσκεις μια ευρυχωρία, μια απεραντοσύνη ατέλειωτη κοντά του και μια ζεστασιά. Και τότε πετάς και συ τα όπλα, σταματάς την αντίσταση. Με τη σειρά σου και συ τα χάνεις μπροστά στον Άγιο, όπως αυτός τα χάνει μπροστά στο Θεό Πατέρα. Και ο Άγιος ο ορθόδοξος, έχει αξία όχι γιατί έχει αρετές, αλλά επειδή είναι εν έτερα μορφή ο ίδιος ο Χριστός. Και γνωρίζεις τον ίδιο το Χριστό στο πρόσωπο του Αγίου. Γιατί «μία λαμπρότης εστίν των Αγίων και του Θεού αυτών», κατά τον Άγ. Γρηγόριο Παλαμά.
Όταν σε αγαπά, σου ανοίγει νέους δρόμους. Σου δίνει τη δυνατότητα να έρθεις στα συγκαλά σου και να προσανατολιστείς μέσα σε όλη τη δημιουργία. Γιατί σου λέει με όλη του τη διαγωγή: Κοίταξε, είσαι ταλαίπωρος, εγώ είμαι πιο ταλαίπωρος από σένα, αλλά μην ξεχνάς ένα πράγμα ότι ο Θεός μας αγαπά, ο Θεός είναι πατέρας μας. Και η πίστη μας εκφράζεται με το Πιστεύω, που λέει: «Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα». Η Κυριακή προσευχή, που μας δίδαξε ο Κύριος αρχίζει με την ίδια λέξη: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς». Οπότε, μη στενοχωριέσαι, είσαι παιδί του Θεού. Ξέρω ότι είσαι αδύνατος, γιατί είμαι από την ίδια φύση και γω.
Τότε νιώθουμε ότι η κατά φύσιν λειτουργία του ανθρώπου είναι να δέχεται αγάπη και να προσφέρει αγάπη. Επειδή είναι θεόπλαστο ον, δημιούργημα του Θεού που είναι αγάπη γι’ αυτό μόνο αν ελευθέρως αγαπήσει το Θεό, δέχεται την αγάπη του Θεού ως ευλογία και δοξάζει το Θεό και προχωρεί από δόξης εις δόξαν.
Αρχιμ. π. Βασίλειος Γοντικάκης,
Κοντά σ’ έναν Αγιο διδάσκεται ο άνθρωπος την πραγματική θεολογία. Και τη διδάσκεται όχι με τα λόγια – αν θέλετε και με τα λόγια – αλλά προπαντός με την παρουσία του Αγίου….
Δεν ανοίγουν τα λουλούδια μέσα στο χειμώνα και στο ξεροβόρι,ανοίγουν την άνοιξη μέσα στη ζέστη. Δεν ανοίγει κάποιος την καρδιά του μπροστά σε απειλές. Την ανοίγει μέσα στην αγάπη, εκεί όπου του έχει δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης. Και η αγάπη δεν είναι συναισθηματισμός αλλά είναι θυσία. Και οι Αγιοι αγαπούν και αποδεικνύουν ότι ο Θεός είναι πατέρας μας, και είναι αγάπη εκστατική.Ο Θεός είναι αγάπη. Δημιουργεί ένα πλάσμα, από αγάπη και του δίδει,τη δυνατότητα εν ελευθερία, αν θέλει να ανταποκριθεί στην αγάπη αυτή. Ο Θεός δεν μπορεί να κάμει τίποτε άλλο παρά να αγαπά.Δηλαδή ο Θεός δεν μπορεί να μισεί, ο Θεός μόνον αγαπά.
Ο ήλιος, ενώ για τους ζωντανούς οργανισμούς είναι ευλογία και η προϋπόθεση της αυξήσεως και της επιτελέσεως του σκοπού της δημιουργίας, για τα πτώματα είναι αφορμή αποσυνθέσεως. Ο ήλιος ζωογονεί τους ζωντανούς οργανισμούς και αποσυνθέτει τα πτώματα. Η έλλειψη της θέρμης του ήλιου, τη ζωή την καταργεί και τα πτώματα τα συντηρεί.Δηλαδή επιβάλλει θάνατο.Ο Θεός είναι αγάπη.
Οι Απόστολοι ήσαν «οσμή ζωής εις ζωήν και οσμή θανάτου εις θάνατον». Ο Αγιος μεταδίδει κάτι. Μεταδίδει τη χάρη του Θεού η οποία είναι δοκιμασία:Ευλογία γι’ αυτόν που μιλάει τη γλώσσα την οικογενειακή, δηλαδή την κατά φύσιν γλώσσα του ανθρώπου. Και είναι κόλαση, κάτι αβάσταχτο γι’ αυτόν που μιλάει τη γλώσσα της φιλαυτίας και του μίσους. Και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Οι Αγιοι είναι παντοδύναμοι και ταυτόχρονα πάρα πολύ αδύνατοι. Όπως λέμε για τον Κύριο: «κατάστικτος τοις μώλωψι και πανσθενουργός». Ο Αγιος δεν μπορεί να κάμει κακό στον άλλο, αλλά ο άλλος μπορεί να τον πειράξει. Γρήγορα όμως καταλαβαίνεις ότι ο Αγιος είναι προφυλαγμένος από τη χάρη του Θεού και δε φοβάται καμμιά απειλή. Είναι παντοδύναμος όντας ασθενής.Η δύναμη του Αγίου είναι δύναμη όλων μας, και η χαρά του είναι χαρά όλων μας…
Το αρχέτυπο της Ορθοδοξίας στην πράξη – Ο Αγιος
Δεν ανοίγει κάποιος την καρδιά του μπροστά σε απειλές. Την ανοίγει μέσα στην αγάπη…
π. Βασίλειος Γοντικάκης
Οι Άγιοι είναι κατά χάριν θεάνθρωποι… Είναι φοβερά ειλικρινείς, ταπεινοί, εξουθενώνουν τον εαυτό τους. Δεν παριστάνουν αλλά είναι κάτι. Εμείς οι μη άγιοι, κάνουμε τους αγίους γι’ αυτό εξουθενώνουμε τους άλλους. Ένας πραγματικός Άγιος είναι μεγάλος. Και αληθινά μεγάλος είναι εκείνος κοντά στον οποίο, ο άλλος, ο αδύνατος, αισθάνεται μεγάλος. Οπότε λοιπόν η αγιότης και η θέωσις δεν έφυγε από μας επειδή δεν υπάρχουν Άγιοι, αλλά επειδή εμείς κάνουμε τους ψευτοαγίους και τους ψευτοθεολόγους και τους ψευτοκαλόγηρους και τους ψευτοϊεροκήρυκες. Και τί σημαίνει λοιπόν θέωση; Μα θέωση είναι η κατάληξη και ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου. Δεν έχει κανένα άλλο λόγο υπάρξεως ο άνθρωπος…..
Οι Άγιοι λοιπόν μετά από την πολλή άσκηση, μετά από την πολλή ταπείνωση – και θα έλεγα – προπαντός μετά από την υπομονή, δέχτηκαν αυτή τη χάρη. Δέχτηκαν αυτό το έλεος – και αν θέλετε – τα έχουν χαμένα. Εκπλήσσονται από το έλεος και από την αγάπη και από το μέγεθος της ελεημοσύνης του Θεού. Νιώθουν ότι δεν είναι τίποτα, νιώθουν ότι είναι τελευταίοι από όλους. Βλέπουν όλους τους άλλους καλούς. Αγαπούν όλους τους άλλους δωρεάν, όπως ο Θεός δωρεάν τους αγάπησε. Γιατί, λέει ο άγιος: τί βρήκε σε μένα ο Θεός και με αγάπησε; Γι’ αυτό πλησιάζοντας τον άγιο, νιώθεις ότι σε αγαπά. Δεν σε εκμεταλλεύεται. Βρίσκεις μια ευρυχωρία, μια απεραντοσύνη ατέλειωτη κοντά του και μια ζεστασιά. Και τότε πετάς και συ τα όπλα, σταματάς την αντίσταση. Με τη σειρά σου και συ τα χάνεις μπροστά στον Άγιο, όπως αυτός τα χάνει μπροστά στο Θεό Πατέρα. Και ο Άγιος ο ορθόδοξος, έχει αξία όχι γιατί έχει αρετές, αλλά επειδή είναι εν έτερα μορφή ο ίδιος ο Χριστός. Και γνωρίζεις τον ίδιο το Χριστό στο πρόσωπο του Αγίου. Γιατί «μία λαμπρότης εστίν των Αγίων και του Θεού αυτών», κατά τον Αγ. Γρηγόριο Παλαμά…
Κοντά σ’ έναν Άγιο διδάσκεται ο άνθρωπος την πραγματική θεολογία. Και τη διδάσκεται όχι με τα λόγια – αν θέλετε και με τα λόγια – αλλά προπαντός με την παρουσία του Αγίου….
Δεν ανοίγουν τα λουλούδια μέσα στο χειμώνα και στο ξεροβόρι, ανοίγουν την άνοιξη μέσα στη ζέστη. Δεν ανοίγει κάποιος την καρδιά του μπροστά σε απειλές. Την ανοίγει μέσα στην αγάπη, εκεί όπου του έχει δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης. Και η αγάπη δεν είναι συναισθηματισμός αλλά είναι θυσία. Και οι Άγιοι αγαπούν και αποδεικνύουν ότι ο Θεός είναι πατέρας μας, και είναι αγάπη εκστατική. Ο Θεός είναι αγάπη. Δημιουργεί ένα πλάσμα, από αγάπη και του δίδει,τη δυνατότητα εν ελευθερία, αν θέλει να ανταποκριθεί στην αγάπη αυτή. Ο Θεός δεν μπορεί να κάμει τίποτε άλλο παρά να αγαπά. Δηλαδή ο Θεός δεν μπορεί να μισεί, ο Θεός μόνον αγαπά.
Ο ήλιος, ενώ για τους ζωντανούς οργανισμούς είναι ευλογία και η προϋπόθεση της αυξήσεως και της επιτελέσεως του σκοπού της δημιουργίας, για τα πτώματα είναι αφορμή αποσυνθέσεως. Ο ήλιος ζωογονεί τους ζωντανούς οργανισμούς και αποσυνθέτει τα πτώματα. Η έλλειψη της θέρμης του ήλιου, τη ζωή την καταργεί και τα πτώματα τα συντηρεί. Δηλαδή επιβάλλει θάνατο. Ο Θεός είναι αγάπη.
Οι Απόστολοι ήσαν «οσμή ζωής εις ζωήν και οσμή θανάτου εις θάνατον». Ο Άγιος μεταδίδει κάτι. Μεταδίδει τη χάρη του Θεού η οποία είναι δοκιμασία: Ευλογία γι’ αυτόν που μιλάει τη γλώσσα την οικογενειακή, δηλαδή την κατά φύσιν γλώσσα του ανθρώπου. Και είναι κόλαση, κάτι αβάσταχτο γι’ αυτόν που μιλάει τη γλώσσα της φιλαυτίας και του μίσους. Και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Ο Άγιος, σε ανέχεται, έχει χρόνο για σένα. Ενδιαφέρεται για σένα, δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό του. Ο Άγιος δε θέλει να σε εκμεταλλευτεί, ούτε θέλει να σε «αξιοποιήσει», ούτε να σε κάνει εργαλείο. Όπως είπε ο κ. Μαρκαντώνης, όλα τα συστήματα -καπιταλιστικά και μαρξιστικά- χρησιμοποιούν τον άνθρωπο. Έτσι είναι. Γιατί ο άνθρωπος, από τη φύση – αν τον δεις καλά – είναι ανυπόφορος. Δεν μπορείς να τον υπομείνεις.
Για να απαλλαγεί λοιπόν κάποιος από το βάσανο του ανθρώπου – είτε πρόκειται για κόμμα ή σύστημα ή ιδεολογία ή αν θέλετε και χριστιανική ιδεολογία τον κόβει τον άνθρωπο με την προκρούστεια μέθοδο και τον κάνει λίγο φυτό, και ησυχάζει. Αλλιώς δε γίνεται, δεν μπορείς να υποφέρεις τον άνθρωπο. Ο Άγιος αντίθετα δε σε καταστρέφει, δε σε χρησιμοποιεί. Σε αγαπά. Και μη νομίζετε ότι η αγάπη του είναι συναισθηματισμός.
Είναι σαν μια εγχείρηση που σου κάνει, που σου βγάζει τα σωθικά. Αλλά νιώθεις ότι είναι χειρουργός και δεν είναι σφάχτης. Και του λες: έχεις απόλυτο δίκιο, κάνε ό,τι θέλεις. Και η αγάπη του, και όταν δεν κάνει τίποτε, ενεργεί μια φοβερή επέμβαση μέσα στον άνθρωπο. Ενδιαφέρεται για σένα. Θέλει να σωθείς, να γίνεις θεός κατά χάριν. Και ας χαθείς απ’ αυτόν ας μην του δώσεις σημασία αυτού του Αγίου που σε φροντίζει. Δε θέλει τίποτε. Δε ζητά καμμία ανταμοιβή, δεν περιμένει καμμία ευγνωμοσύνη να του δείξεις -ίσως γι’ αυτό τον ευγνωμονείς ολοζωής και δεν τον αποχωρίζεσαι. Η ευγνωμοσύνη και ανταμοιβή γι’ αυτόν είναι το να βρεις τον εαυτόν σου, να αγιάσεις ο ίδιος και μέσα από τα σπλάγχνα σου να βγει ένα «Δόξα τω Θεώ». Δε θέλει ο Άγιος να σε κάνει οπαδό του κόμματός του, μέλος του σωματείου του ή αν θέλετε και καλόγερο του μοναστηριού του. Αλλά θέλει να σε βοηθήσει να βρεις το δρόμο σου εν Χριστώ Ιησού. Και αν τυχόν αυτό γίνει, τότε είμαστε μαζί, οπουδήποτε και αν πας, και όσες χιλιετίες και αν περάσουν. Έτσι αγιάζεται και το κτιστό και το χρονικό, και ζούμε διαφορετικά ήδη από τώρα.
Και αν βρούμε ένα Άγιο, τότε θα καταλάβουμε ότι μέσα μας κρύβουμε ένα πληγωμένο παιδί. Όπως μια ρίζα που φαίνεται ξερή, όταν έρθει η βροχή η κανονική και ο ήλιος, τότε θα καταλάβει ότι μέσα της κρύβει ζωή. Ε, αυτό κάνουν οι Άγιοι, είναι αυτοί που αγαπούν κι είναι οι ταπεινοί. Έτσι ανασταίνουν νεκρωμένες δυνατότητες μέσα μας. Η δύναμις των Αγίων «εν ασθενεία τελειούται». Αυτό μας το έδειξε ο Κύριος…
Οι Άγιοι είναι παντοδύναμοι και ταυτόχρονα πάρα πολύ αδύνατοι. Όπως λέμε για τον Κύριο: «κατάστικτος τοις μώλωψι και πανσθενουργός». Ο Άγιος δεν μπορεί να κάμει κακό στον άλλο, αλλά ο άλλος μπορεί να τον πειράξει. Γρήγορα όμως καταλαβαίνεις ότι ο Άγιος είναι προφυλαγμένος από τη χάρη του Θεού και δε φοβάται καμμιά απειλή. Είναι παντοδύναμος όντας ασθενής. Η δύναμη του Αγίου είναι δύναμη όλων μας, και η χαρά του είναι χαρά όλων μας…
Το αρχέτυπο της Ορθοδοξίας στην πράξη – Ο Άγιος
Ο Θεός στέλνει σε μας τον ανύπαρκτο και ελάχιστο τούτο μοναχό ( τον Όσιο Πορφύριο)…
Τί κάνει; Τίποτε, μόνο αγαπά. Αφήνει από μέσα του να ξεχυθή το φως της χαράς και της Αναστάσεως πού έζησε και πήρε …Βλέπει ότι όλοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί έχουν ανάγκη από αγάπη. Τους έχει λείψει η στοργή της Ορθοδόξου Εκκλησίας πού αυτός πλουσιοπάροχα δέχτηκε μέσα στη ζωή της ησυχίας …Έζησε το γεγονός ότι (όπως ομολογεί ο άλλος σταλμένος στον κόσμο Κοσμάς ο Αιτωλός) ο Θεός είναι «όλος φως, όλος χαρά, όλος ευσπλαχνία, όλος ευεργεσία, όλος αγάπη. Αυτό είπε με την παρουσία του ο γέρων Πορφύριος στον κόσμο.
Είναι ο νέος οίνος πού σχίζει τα παλιά ασκιά. Νέα συμπεριφορά, λόγος, κίνηση, μανία και χαρά ενός αγίου, που σε γεμίζει με ανάπαυση. Σου δημιουργεί αίσθηση εμπιστοσύνης…. Σου προκαλεί δέος και σου ανοίγει την καρδιά όλα είναι γεμάτα παιδική χάρη, αλήθεια και τόλμη, που δημιουργούν μια θεία οικειότητα. Έμεινε κοντά μας πάνω από εξήντα χρόνια, σαν ήλιος ευσπλαγχνίας. Μας μαλάκωσε την ψυχή, χωρίς να το περιμένωμε. Μας έλυσε τα προβλήματα, πρίν τον ρωτήσωμε. Αφαίρεσε τους κακοήθεις όγκους, χωρίς να το καταλάβωμε… μας χάρισε μια ουράνια άνεση. Μας είπε πώς να ζήσωμε και να χαρούμε τη ζωή μας, περιφρονώντας τον διάβολο και τα πάθη, και αγαπώντας τον Χριστό. Ζητώντας να γίνεται πάντοτε το θέλημα Του στις χαρές και στις λύπες.
Μόνη η παρουσία του είναι μια ευλογία και μια δοκιμασία. Είναι παρηγοριά για τους πονεμένους και παραστρατημένους. Και κρίση φιλάνθρωττη αλλά και αδέκαστη για τους θεωρούμενους πνευματικούς και δασκάλους της ζωής.
Πράγματι «εγένετο ημιν εις ελέγχον εννοιών… ότι ανόμοιος τοις άλλοις ο βίος αυτού» (Σοφ. Σολ. 2, 14-15). Διακρίνει με σαφήνεια τα αόρατα στους πολλούς και αφήνει διακριτικά να φανή εκεί που πρέπει. Την ταπεινολογία χαρακτηρίζει ως δαιμονισμό.
Εκεί που αυτός οσφραίνεται κάποια βαριά μυρωδιά και αποφορά, άλλοι, πού παρουσιάζονται πνευματικοί οδηγοί, αισθάνονται και μιλούν για ευωδία θυμιάματος.
Είχε τη δική του, διαφορετική γνώμη για γεγονότα του καιρού μας και πρόσωπα, πού άλλα πήγαν να τιμηθούν ως άγιοι και άλλα να αντιμετωπισθούν ως έκλυτοι. Βλέπει αγίους στον κόσμο εκεί πού εμείς δεν υποψιαζόμαστε.
Διακρίνει τα πνεύματα και οδηγεί όλους στον λιμένα της σωτηρίας, στον λιμένα της Εκκλησίας… Είναι μια θεοφάνεια, μια φανέρωση της αγάπης του Θεού…
Έφυγε και μένει μαζί μας. Δεν φανερώνεται ανθρώπινα. Δεν μολύνθηκε ζητώντας ανάπαυση και δόξα φθαρτή. Ούτε μας άφησε να μολυνθούμε με άρρωστη αγωγή. Δεν μας κάνει διαφήμιση της υπεροχής του. Μας χαρίζει την ευλογία της ταπεινώσεώς του. Ήταν άγιος, καθαρός, γι” αυτό έβλεπε παντού και μετέδιδε καθαρότητα και ελπίδα, πού είναι δώρο της Χάριτος. Μας είπε με την συμπεριφορά του:
Με έστειλε η αγάπη του Θεού να σας δώσω κάτι. Σας το έδωσα και φεύγω, χάνομαι. Φεύγοντας θα είμαι πιο πολύ μαζί σας, αυτή είναι τελικά η θεία ευλογία. Όταν ζούμε εν Χριστώ, ο θάνατος δεν διακόπτει, αλλά τονίζει και λαμπρύνει τις σχέσεις μας.
Και σεις χαθήτε μέσα στην αγάπη του Θεού. Κάνετε υπομονή εκεί που βρίσκεσθε. Σηκώνετε τον σταυρό πού ο Κύριος επέτρεψε να σηκώνετε καρτερικά, και θα έλθη η Χάρι μέσα σας. Τότε θα δήτε τα αόρατα. Και θα μας χαρισθούν τα ανείπωτα, ως πλησμονή αϊδίου ζωής και ενότητας, από τον Θεό της αγάπης, εις τον οποίον πρέπει πασά δόξα τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Προχωρούμε, αγωνιζόμαστε, μετανοούμε, ζητάμε το έλεος του Θεού, κάνουμε υπομονή. Κάνοντας υπομονή μέσα στην άσκηση, στην ταπείνωση, στην αγάπη, μια στιγή κάτι γίνεται. Λέει πάλι ο αββάς Ισαάκ: «Εξαίφνης», «σου μη ειδότος», «αναιτίως», «ανελπίστως» κάτι γίνεται μέσα σου. Υπάρχει μια χαρά, υπάρχει μια αγαλλίαση, υπάρχει μια ευφροσύνη, η οποία βγαίνει από σένα. Και παραξενεύεσαι και λες: αυτό δεν είναι δικό μου. Μα σου δόθηκε. Γιατί σου δόθηκε; Γιατί ο Θεός είναι Υπεράγαθος. Είναι Υπεράγαθος. Οπότε λες, τώρα τί γίνεται; Μα εγώ δεν το άξιζα, μα εγώ έπρεπε να τιμωρηθώ. Και τότε καταλαβαίνεις τον Άγιο που λέει ότι ο Θεός δεν είναι δίκαιος, είναι άδικος. Γιατί; Μα, αν ήταν δίκαιος, θα μάς είχε κατακάψει όλους. Και θυμάσαι τον αββά Ισαάκ που λέει ότι ο Θεός είναι φοβερός, όχι για τη δύναμη του, αλλά για την αγάπη Του. […]
Σε μια φοιτητική συγκέντρωση κάποιος φοιτητής μου είπε: «Εντάξει αυτά που λες, αλλά εδώ υπάρχει ο κίνδυνος για έναν πυρηνικό όλεθρο που θα κάνει στάχτη τα πάντα. Θυμάμαι, μετά πήγα στο Άγιον Όρος. Σύντομα άρχισε η μεγάλη Εβδομάδα. Και ζήσαμε τον «όλεθρο», αν θέλετε, του Πάσχα. Τότε λες: όποιος περάσει αυτόν τον όλεθρο δε φοβάται τίποτε. Πέρα από Τσερνομπίλ και τα παρόμοια, αυτό το οποίο μένει και όσο και αν το χώσεις αγιάζει την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου και της ανθρωπότητος όλης, είναι αυτό το μικρό προζύμι της βασιλείας των ουρανών το οποίο υπάρχει μέσα σε έναν Αγιο και μέσα σε όλους τους Αγίους. Και αυτό το προζύμι αντιπροσωπεύουμε εμείς εδώ. Γι’ αυτό και είμαστε ασθενείς, καυχιόμαστε όμως ότι υπάρχει Ένας δυνατός που μας αγαπά και αγαπά όλο τον κόσμο, και γι’αυτό μπορούμε να προχωρήσουμε.
π. Βασίλειος Γοντικάκης: Η μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής.
Και περνά ο χρόνος, για να έλθει η ώρα. Και η τελική ώρα είναι τόσο φρικτή, που θα θέλαμε πάση θυσία να την παρακάμψωμε, να την αποφύγομε. Όμως δεν γίνεται διαφορετικά, εάν δεν πιούμε το πικρό ποτήριο του θανάτου.
Η μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής. Αυτό που αναπόφευκτα βλέπουμε μπροστά μας να πλησιάζει είναι ο θάνατος. Αυτό που υπάρχει μέσα μας είναι η δίψα της αιώνιας ζωής.
Και επειδή αγάπησες το δρόμο αυτής της ζωής και ασκήσεως, προχωρείς. Αρχίζεις να θάπτεσαι, να ζεις τη νέκρωση και να τρέφεσαι από ζωή ανώλεθρο, από χαρά που δεν παρέρχεται...
Αξιολογείς τα πάντα διαφορετικά. Βρίσκεις τον πλούτο, τη δόξα και τον παράδεισο εκεί όπου άλλοι βλέπουν τη συμφορά που πρέπει να αποφύγουν.
«Βασιλεύς της Δόξης» γνωρίζεται ο Χριστός πάνω στο Σταυρό και απλωμένος ύπτιος νεκρός στον Επιτάφιο Θρήνο. Από τότε ευφραίνεσαι περιφρονούμενος. Χαίρεσαι υποτιμούμενος. Και βοηθείσαι διαγραφόμενος.
Γράφεται στις πλάκες τις καρδιάς σου ένας νόμος, όπως γράφτηκε στις πέτρινες πλάκες στο όρος Σινά. Η νέα νομοθεσία, της αγάπης, που τη δέχτηκες προσωπικά, σε σφράγισε, ως «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου». Φέρεις επάνω σου το μοναχικό σχήμα, που είναι σταυρός, με την ομολογία της νίκης: Ι(ησού)Σ Χ(ριστό) Σ ΝΙΚΑ. Φ (ως) Χ(ριστού) Φ(αίνει) Π(άσι). Τ (όπος) Κ(ρανίου) Π(αράδεισος) Γ(έγονε).
Έκτοτε κυκλοφορείς διαφορετικά. Κουβαλάς την εμπειρία αυτή ως αιμορραγία. Κουβαλάς τη θανή, που σε έφερε στη ζωή. Δεν βγαίνεις έξω από τον τάφο. Τρέφεσαι απ’ αυτόν, όπως το φυτό από τις ρίζες του μέσα στη γη. Από αυτή την εμπειρία αρθρώνεται ο λόγος σου, διαμορφώνεται ο χώρος σου. Είναι όλα φανέρωση αυτής της νεκραναστάσεως. Είναι όλα ντυμένα με σεμνότητα κατανύξεως και πηγαίο δυναμισμό αιωνίου ζωής.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνήσιος αγιορείτης, το λέει ξεκάθαρα, ότι το βάθρο όπου πατά δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, σκαμνί ή θρόνος, αλλά είναι ο τάφος του, απ’ όπου μιλά ο νεκρός εαυτός του.
π. Βασίλειος Γοντικάκης
Στην ερώτηση αν υπάρχει πνευματική ζωή και αγιότητα σήμερα, η απάντησή μου και στα δύο σκέλη της ερωτήσεως αυτής είναι απόλυτα καταφατική. Ο Θεός δεν αλλάζει. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αυτός, χθες, σήμερα και πάντοτε. Ούτε η φύση των ανθρώπων έχει αλλάξει. Από την εποχή του Αδάμ, οι άνθρωποι έχουν τιμηθεί με το να μπορούν να επιλέγουν τον τρόπο της ζωής τους, ώστε να έχουν την δυνατότητα σε μεγάλο βαθμό να αρνηθούν τον Θεό, την πνευματική ζωή και την αναζήτηση της αγιότητας. Αλλά, έως την συντέλεια του κόσμου, θα υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι, οι οποίοι, ακόμη κι αν αποτελούν μειονότητα, θα επικαλούνται την χάρη του Θεού πάνω στην γη και τους συνανθρώπους τους. Το ότι ο κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει είναι απόδειξη ότι υπάρχει αγιότητα σήμερα. Ο άγιος Σιλουανός έλεγε: «Όταν πάψουν να υπάρχουν προσευχόμενοι άνθρωποι πάνω στην γη, θα έλθει η συντέλεια του κόσμου».
Με άλλα λόγια, η πνευματική ζωή και η αγιότητα, η οποία αποτελεί καρπό της, δεν υπήρχαν μόνο κατά το παρελθόν. Μπορούμε να δούμε την αγιότητα των προγενεστέρων μας και να διδαχθούμε από αυτούς. Δεν εξετάζουμε, όμως, την πνευματική ζωή σαν έκθεμα σε μουσείο ιστορίας. Η πνευματική ζωή είναι μία πραγματικότητα, στην οποία καλούμεθα όλοι. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει πνευματική διάσταση. Ο Θεός δεν μεροληπτεί: καλεί τον καθένα από εμάς στην ύπαρξη με προσωπική αγάπη και μας προικίζει με την δυνατότητα να μετέχουμε στην δική Του ζωή. Ο άγιος Πέτρος, χρησιμοποιώντας την ορολογία της εποχής του, έλεγε ότι καλούμεθα «γενέσθαι κοινωνοί θείας φύσεως» [Β Πέτρ, 1,4]. Και αυτός είναι ο ορισμός της αγιότητας: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμί» και θέλω να έχετε ο,τι έχω εγώ. Αυτή είναι η πρόσκληση του Θεού προς όλους εμάς, όποια κι αν είναι η κοινωνική μας θέση η το εκκλησιαστικό μας αξίωμα.
Ο άγιος Σιλουανός γράφει:«Ο καθένας στον κόσμο αυτόν έχει να επιτελέσει το δικό του έργο είτε είναι βασιλέας η πατριάρχης, μάγειρας, σιδηρουργός η διδάσκαλος. Αλλά ο Κύριος, του οποίου η αγάπη απλώνεται προς όλους, θα δώσει μεγαλύτερη αμοιβή στον άνθρωπο με την μεγαλύτερη αγάπη προς τον Θεό». Αλλού πάλι λέγει:«Δεν μπορεί ο καθένας να είναι αυτοκράτορας η πρίγκιπας·ούτε όλοι μπορούν να γίνουν πατριάρχες η ηγούμενοι η αρχηγοί, αλλά, σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουμε, μπορούμε να αγαπούμε τον Θεό και να τον ευαρεστούμε και αυτό έχει σημασία.Γέροντας Κύριλλος, Καθηγούμενος Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ
Άγιος στην ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται ο Τριαδικός Θεός, αλλά και άνθρωποι οι οποίοι έζησαν βίο σεπτό και ιερό και γιαυτό αξιώθηκαν από τον Θεό να μετέχουν στην αγιότητά Του.Η ρίζα της λέξης "άγιος"
Στην Ελληνική γλώσσα η ρίζα της λέξεως άγιος είναι το αγ-, από το οποίο παράγονται μια σειρά από όρους, όπως το αγνός, το άγος κ.λπ. Τη βαθύτερη σημασία της ρίζας αυτής την κρατάει το ρήμα άζεσθαι, που σημαίνει το δέος σε μια απόκρυφη και φοβερή δύναμη[1], το σέβας προς τον φορέα της Δύναμης[2]. Έτσι στον αρχαίο ελληνισμό η αγιότητα συνδέεται με τη δύναμη, με αυτό που ο Otto αποκαλεί mysterium fascinosum et tremendum - αυτό που προκαλεί ταυτόχρονα έλξη και φόβο. Στην Εβραϊκή γλώσσα στην Παλαιά Διαθήκη η σημιτική λέξη, που μεταφράζεται από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα με το «άγιος» είναι το godes, που συγγενεύει με την ασσυριακή kuddushu, και που δηλώνει κόβω, χωρίζω, διακρίνω ριζικά, καθαιρώ (εξ ου και η σύνδεση με την καθαρότητα και αγνότητα). Τα άγια πράγματα είναι αυτά που τα ξεχωρίζει κανείς από τα υπόλοιπα - κυρίως στη λατρεία - και τα αφιερώνει στον Θεό.
Στην Καινή Διαθήκη ο όρος φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε ήδη για τους πιστούς της πρώτης εκκλησίας και έτσι παρατηρούμε αναφορές στη λέξη Άγιος, όπως όταν ο Ανανίας ανέφερε για τον Απόστολο Παύλο πως «Κύριε ακήκοα από πολλών περί του ανδρός τούτου, όσα κακά εποίησε τοις Αγίοις εν Ιερουσαλήμ»[3]. Στις Πράξεις των Αποστόλων επίσης αναφέρεται πως «εγένετο δε Πέτρον διερχόμενον δια πάντων κατελθείν και προς τους Αγίους τούς κατοικούντας Λύδδαν»[4], ενώ ο Απόστολος Παύλος αναφέρει για τον εαυτό του οτι «πολλούς των Αγίων εγώ εν φυλακαίς κατέκλεισα την παρά των αρχιερέων εξουσίαν λαβών»[5]. Ο ίδιος στις επιστολές του χαιρετίζει το λαό κάθε τοπικής εκκλησίας με την προσφώνηση Άγιος («τοις εν Αγίοις τοις ούσιν εν Εφέσω»[6], «πάσι τοις Αγίοις εν Χριστώ τοις ούσιν εν Φιλίπποις»[7] και «τοις εν Κολοσσαίς αγίοις»[8]).
Η αγιότητα κατά την Εκκλησία
H Αγία Γραφή προχωρεί πέρα από την ψυχολογική σημασία που συναντούμε στους αρχαίους Έλληνες, δηλαδή το δέος, τον φόβο, τον σεβασμό προς μια ανώτερη δύναμη και συνδέει την έννοια του «αγίου» με την απόλυτη ετερότητα, πράγμα που τελικά οδηγεί την Αγία Γραφή στην ταύτιση του «αγίου» με τον ίδιο τον Θεό, στην απόλυτη υπερβατικότητα σε σχέση με τον κόσμο. Άγιος είναι μόνο ο Θεός, και απ’ Αυτόν και μόνο και τη σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε αγιότητα. Για να δηλωθεί μάλιστα με έμφαση η πίστη αυτή στην Παλαιά Διαθήκη[9] καλεί τον Θεό τρεις φορές άγιο «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ», που σημαίνει στη μορφή του εβραϊσμού, της τριπλής επαναλήψεως, απείρως άγιος.
Συνεπώς για την Αγία Γραφή η αγιότητα ταυτίζεται με τον Θεό και όχι με τον άνθρωπο ή τα ιερά πράγματα, όπως στον αρχαίο Ελληνισμό, γίνεται πρόσωπο, και μάλιστα στους Πατέρες της Εκκλησίας ταυτίζεται με την Αγία Τριάδα, με την οποία οι Πατέρες ταυτίζονται και το τρεις φορές άγιος τού Προφήτη Ησαΐα. Η αγιότητα, συνεπώς, για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική, και δεν εξαρτάται από τα ηθικά επιτεύγματα του ανθρώπου, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού, από τον βαθμό της προσωπικής σχέσεώς μας με τον προσωπικό Θεό. (Για τον λόγο αυτό και η Θεοτόκος ονομάζεται «Παναγία» ή και «Υπεραγία» - όχι για τις αρετές Της, αλλά γιατί αυτή, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, ενώθηκε προσωπικά με τον άγιο Θεό δίνοντας σάρκα και αίμα στον Υιό του Θεού τον Ιησού Χριστό).
Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι για την Εκκλησία ατομικό κτήμα κανενός, όσο «άγιος» κι αν είναι κανείς στη ζωή του, αλλά θέμα σχέσεως προσωπικής με τον Θεό. Ο Θεός κατά την ελεύθερη βούλησή Του αγιάζει όποιον Εκείνος θέλει, χωρίς να εξαρτάται ο αγιασμός από κάτι άλλο, παρά μόνο από την ελεύθερη θέληση του αγιασμένου. Όπως τονίζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, οι άνθρωποι δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο εκτός από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η άσκησή μας δεν παράγει ως αποτέλεσμα την αγιότητά μας, αφού μπορούν να αποδειχθούν σκύβαλο χωρίς καμιά αξία.
Ποιος είναι άγιος
π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο "Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου: "Εμπειρική Δογματική"
Άγιοι λέγονται όλοι όσοι, κατά διαφόρους βαθμούς, μετέχουν της αγιοποιού-θεοποιού ενεργείας του Θεού. Στην κατηγορία των Αγίων συγκαταλέγονται οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και όλοι οι δια μέσου των αιώνων φίλοι του Χριστού, όσοι μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, μεταξύ τών οποίων οι μάρτυρες, οι όσιοι ασκητές, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι. Όλοι αυτοί λέγονται Άγιοι.
Άγιοι δεν είναι οι καλοί άνθρωποι, αλλά όσοι συνδέονται με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, τον Χριστό. Η αγιότητα είναι το κοινό γνώρισμα όλων των Προφητών, Αποστόλων, Πατέρων, Μαρτύρων, Ασκητών. Όλοι είναι Άγιοι, διότι έχουν την αγιοποιό ενέργεια του Θεού, και είναι Πατέρες, διότι γεννούν πνευματικά παιδιά.
«Η διάκριση μεταξύ Αγίων και Πατέρων δεν υπάρχει στους Πατέρες. Στους Πατέρες της Εκκλησίας, οι Άγιοι είναι οι Πατέρες και Πατέρες είναι οι Άγιοι».
Άγιοι λέγονται όσοι δια της καθάρσεως και του φωτισμού φθάνουν στην θέωση, μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού.
«Εκείνοι που έχουν φθάσει στην θέωση και έχουν γίνει Άγιοι, είναι μια πραγματικότητα ή δεν είναι πραγματικότητα; Αυτό είναι το θεμέλιο».
Η αγιότητα δεν έχει μια ουμανιστική και ηθικολογική έννοια, αλλά θεολογική. Άγιοι είναι όσοι θεραπεύθηκαν πνευματικά, δηλαδή όσοι, αφού η καρδιά τους καθαρίσθηκε, έφθασαν στον φωτισμό του νου και την θέωση. Αυτοί είναι τα πραγματικά -ενεργεία- μέλη του Σώματος του Χριστού.
«Υπάρχει η αντίληψη σήμερα ότι αν είναι κανείς καλός άνθρωπος, νομοταγής κλπ. Τότε είναι καλός Χριστιανός, υποψήφιος άγιος. Οπότε, όλες οι γιαγιάδες μας και οι παππούδες μας είναι υποψήφιοι Άγιοι. Αυτά, βέβαια, με τα κριτήρια των ηθικολόγων. Εάν έχη κανείς ηθικολογική αντίληψη περί αγιότητος, τότε μπορεί να έχη τέτοιες αντιλήψεις.
Στην πατερική θεολογία, όμως, υπάρχει άλλη αντίληψη. Όποιος θεραπευθή, αυτός ο θεραπευμένος είναι άγιος. Διότι άγιος στην πατερική παράδοση σημαίνει ένας θεραπευμένος άνθρωπος και τίποτε άλλο· σημαίνει εκείνος που έχει περάσει από την κάθαρση, έφθασε στον φωτισμό και από τον φωτισμό έχει περάσει στην θέωση. Αυτός είναι ο θεραπευμένος και, επομένως, αυτός ο θεραπευμένος είναι άγιος.
Γι’ αυτόν τον λόγο, στην αρχαία Εκκλησία, ο ένας αποκαλούσε τον άλλο Άγιο, πριν πεθάνουν ακόμα. Γιατί ελέγοντο Άγιοι οι Χριστιανοί, οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης, οι Άγιοι της Κορίνθου κλπ. Και αποκαλούσαν τους ζωντανούς Αγίους; Γιατί; Διότι τα μέλη της Εκκλησίας στην αρχαία εποχή ήσαν αυτοί που ήσαν σε κατάσταση φωτισμού. Είχαν τουλάχιστον την νοερά προσευχή. Και αφού είχαν την νοερά προσευχή και ευρίσκοντο σε κατάσταση φωτισμού, ελέγοντο Άγιοι».
Η νοερά ενέργεια στην ζωή της πτώσεως δεν λειτουργεί ή υπολειτουργεί. Έτσι, όταν η νοερά ενέργεια αποδεσμεύεται από την λογική ενέργεια και ενεργοποιήται, τότε ο νους φωτίζεται και ο άνθρωπος με την ενέργεια του Θεού και την δική του συνεργεία φθάνει στην θέωση. Αυτός είναι άγιος. Ο άγιος, με την ενέργεια του Θεού και την δική του συνεργεία, καθίσταται Ναός του Αγίου Πνεύματος.
Ο Απόστολος Παύλος αναλύει αυτό το γεγονός. Γράφει: «όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού» (Ρωμαίους Η', 14). Το να άγεται κανείς υπό του Πνεύματος, σημαίνει ότι έλαβε το άγιον Πνεύμα και απέκτησε το χάρισμα της υιοθεσίας: «ου γαρ ελάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ’ ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας»
(Ρωμαίους Η', 15). Το πνεύμα δε της υιοθεσίας εκφράζεται με την καρδιακή προσευχή: «εν ω κράζομεν Αββά ο Πατήρ» (Ρωμαίους Η', 15). Και το σημαντικό είναι ότι «αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμαίους Η', 16). Όταν κάποιος δεν έχη αυτό το Πνεύμα, δεν έχη νοερά προσευχή, δεν είναι Υιός κατά Χάρη του Θεού και, επομένως, δεν είναι πραγματικό μέλος του Σώματος του Χριστού: «ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ εστίν αυτού» (Ρωμαίους Η', 9).
Αυτά τα γνωρίσματα είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν τον Άγιο.
«Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι δεν ομιλούμε με σοφία ανθρώπινη, αλλά με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Τι εννοεί αυτό και γιατί αντιπαρατάσσεται η δύναμη του Αγίου Πνεύματος με την σοφία του κόσμου τούτου; Είναι η δύναμη της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο.
Ο καθένας που βλέπει έναν Άγιο καταλαβαίνει ότι είναι Ναός του Αγίου Πνεύματος. Δεν πείθεται περί του ότι είναι Ναός του Αγίου Πνεύματος με φιλοσοφικά επιχειρήματα ή με θεολογίες του ενός και του άλλου. Βλέπει ότι είναι Ναός του Αγίου Πνεύματος. Γιατί; Γιατί πολλές φορές ακούει κιόλας, που κάνει μέσα του τον παπά.
Τι λέει η μαρτυρία του Πνεύματος στο πνεύμα του ανθρώπου: ότι εσμέν τέκνα Θεού κ.ο.κ. Αυτή η μαρτυρία για την οποία μιλάει ο Απόστολος Παύλος, που λέει ότι κράζει: Αββά ο Πατήρ εν ταις καρδίαις ημών κλπ, αυτό το Πνεύμα που κράζει μέσα στις καρδιές μας, είναι μια πραγματικότητα που περιγράφει ο Απόστολος Παύλος ή είναι μια φαντασιοπληξία;
Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του μιλάει γι’ αυτήν την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Τι είναι αυτή η δύναμη; Και αν προσέξει κανείς αυτά που γράφει ο Απόστολος Παύλος, βλέπει ότι μιλάει για πραγματική προσευχή μέσα στην καρδιά του ανθρώπου».
Η διαφορά μεταξύ τρελλών και Αγίων βρίσκεται στο πώς λειτουργεί η νοερά ενέργεια. Εάν η νοερά ενέργεια στον άνθρωπο ταυτίζεται με την λογική ενέργεια και αυτή εκτρέπεται από την κανονική λειτουργία, αυτό είναι τρέλα. Εάν η νοερά ενέργεια κινείται κατά Θεόν και υπό του Αγίου Πνεύματος, τότε ο άνθρωπος είναι άγιος.
«Η διαφορά μεταξύ τρέλας και αγιότητος είναι στο ότι στην μια περίπτωση η νοερά ενέργεια είναι αδέσμευτη, αχαλιναγώγητη κ.ο.κ. και επηρεάζει την προσωπικότητα του ανθρώπου κατά τέτοιο τρόπο, που κανείς γίνεται τρελός, διότι δεν λειτουργεί κανονικά, όπως ένας κανονικός άνθρωπος».
Όταν ο άνθρωπος μετέχη της φωτιστικής και της θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε βιώνει την θεία Χάρη σε όλη του την ύπαρξη, στην ψυχή, με την νοερά προσευχή, και στο σώμα, με την υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Έτσι οδηγείται στο μαρτύριο.
«Οι βίοι των Νεομαρτύρων είναι μια απόδειξη ότι η κατάσταση του φωτισμού, όπως υπάρχει στην αρχαία Εκκλησία στα χρόνια των διωγμών, συνέχιζε να υπάρχη ως καρδιά της Ορθοδοξίας κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αυτή η δύναμη του πιστού να υποστή τα μαρτύρια, είναι εκείνο που έσωσε την Ορθοδοξία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και δεν τουρκέψανε όλοι οι Ρωμηοί. Οι περισσότεροι Ρωμηοί τουρκέψανε. Η μικρή μειοψηφία που είχε μείνει, γιατί δεν τούρκεψε; Είχε πολλή εμπιστοσύνη στους Αγίους της Εκκλησίας, ότι είναι φορείς της θείας Χάριτος και ότι μέσα τους υπήρχε πραγματικά η θεία δύναμη. Και τι είναι θεία δύναμη; Είναι η δύναμη αυτή να μπορή να υποστή όλα τα μαρτύρια και τα βασανιστήρια του σώματος για να μην αρνηθή τον Χριστό. Αυτό ήταν απόδειξη της ορθής πίστεως».
Επομένως, οι Άγιοι δεν είναι οι καλοί άνθρωποι, αλλά οι Θεούμενοι. Υπάρχουν μερικοί που υποκρίνονται τον Άγιο, αλλά αυτοί στην πραγματικότητα είναι υποκριτές-λαοπλάνοι. Ακόμη και οι αιρετικοί είναι καλοί άνθρωποι, μπορεί να έχουν ηθική ζωή, αλλά αφού δεν έχουν την Ορθόδοξη θεολογία και την ασκητική της Εκκλησίας παραμένουν στην ηθική ζωή, δεν μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού και δεν μπορούν να θεραπεύουν άλλους ανθρώπους.
«Σε ένα Συνέδριο, κάποιος σηκώθηκε και είπε ότι ο Άρειος ήταν άγιος άνθρωπος. Διότι δεν ήξερε τι ήταν αγιότητα. Ήταν και άλλοι παρόντες εδώ και το άκουσαν με τα αυτιά τους, ότι ο Άρειος ήταν άγιος άνθρωπος. Τι εννοούσε; Εννοούσε ότι ο Άρειος ήταν καλός άνθρωπος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ήταν καλός άνθρωπος, ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος ο Άρειος».
Άλλο, όμως καλός άνθρωπος και άλλο άγιος. Οι Άγιοι μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού και αυτό είναι έκδηλο, γιατί μπορούν να βοηθούν τους ανθρώπους, κάνουν θαύματα και τους θεραπεύουν. Και οι ψευδογιατροί μπορεί να είναι καλοί άνθρωποι, αλλά δεν μπορούν να θεραπεύσουν.
«Πας σε έναν κομπογιαννίτη γιατρό και λέει ναι, ξέρεις, θα κάνουμε τούτο, θα κάμουμε εκείνο, μερικές εντριβές, έχεις αυτό, έχεις εκείνο, και μαζεύει τα χιλιάρικα, δεν ξέρω πόσους μήνες. Στο τέλος αναγκάζεται ο άλλος να πάη σε άλλο γιατρό. Τότε καταλαβαίνει ότι αυτός ήταν κομπογιαννίτης».
Έτσι, ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να αγιάση τα μέλη της, αλλά ταυτοχρόνως και να χρησιμοποίηση τον κατάλληλο τρόπο για να επιτύχη αυτόν τον στόχο. Έχει τονισθή κατά κόρον ότι η αγιότητα βιώνεται με την ενέργεια του Θεού και την συνεργεία του ανθρώπου. Ο Θεός ενεργεί και ο άνθρωπος συνεργεί.
«Εδώ πρέπει να θίξουμε την ελευθερία του ανθρώπου. Θυμάμαι πάντοτε η μητέρα μου, μου έλεγε, "παιντί μου", λέει, και με τα Καππαδοκικά, "παιντί μου, άντρωπος άγιος με το ζόρι ντεν γίνεται". Δεν μπορεί, βέβαια, ο άνθρωπος με το ζόρι να γίνη άγιος, ο καθένας πρέπει να επιλέξη τον δρόμο της ασκητικής θεραπείας».
Η ασκητική θεραπεία συνδέεται αναπόσπαστα με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται για την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση που το συναντούμε σε όλη την πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας. Και η ασκητική θεραπεία συνδέεται αναπόσπαστα με τα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Εδώ πρέπει να εντοπισθή ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ λογικής και νοεράς ενεργείας. Η νοερά ενέργεια πρέπει να ενεργοποιηθή με την προσευχή, οπότε ο νους είναι φωτισμένος. Στην πρώτη φάση πρέπει να αδειάση ο νους από όλους τους λογισμούς και όχι η λογική από τους λογισμούς. Δεν είναι θέμα αγραμματοσύνης, αλλά ιδιαίτερης ασκητικής και εκκλησιαστικής μεθόδου.
«Οι Πατέρες δεν εννοούσαν ποτέ πως με την αγραμματοσύνη μπορεί να φθάση κανένας στην αγιότητα, αλλά από το άδειασμα του νου από τους λογισμούς. Αυτό, εννοούσαν, όχι δια της αγραμματοσύνης της λογικής».
https://www.youtube.com/user/KERMENI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ευπρεπως...