Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΔΙΑΛΥΟΥΣΑ ΤΑ ΜΑΓΙΑ, Ἡ Δευτέρα Παρουσία. Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου , The Second Coming
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιου και του Αγίου Πνεύματος Αμήν.
Ε Π Ι Σ Τ Ο Λ Η Τ Ο Υ Κ Υ Ρ Ι Ο Υ Η Μ Ω Ν ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Η επιστολή αύτη ευρέθη είς τήν Αγίαν πόλιν τής Ιερουσαλήμ επάνω είς τό χωρίον Γεθσημανή είς τόν Τάφον τής Υπεραγίας Θεοτόκου καί Αειπαρθένου Μαρίας.
Θεού θέα, θείον θαύμα. Διήγησης τού μεγάλου καί φρικτού μυστηρίου όπου έγινεν είς τήν Αγίαν πόλιν τής Ιερουσαλήμ είς τήν Εκκλησίαν Σιών. Ήτο ημέρα Τετάρτη ότε λίθος έπεσεν από τόν Ουρανόν καί αυτός ό λίθος ητο μικρός, είχε δέ μέσα γράμματα θεϊκά καί ουδείς ηδύνατο νά τόν σαλεύση.
Τότε ό Αγιώτατος Πατριάρχης τών Ιεροσολύμων Ιωαννίκιος εσύναξεν όλους τούς Αρχιερείς καί Ιερείς καί άπαντας τούς Χριστιανούς καί έκαμαν δέησιν πρός τόν Θεόν επί τρία ημερόνυκτα γονυκλινώς καί μέ θερμά δάκρυα παρακαλούντες τόν παντοδύναμον Κύριον.
Καί ηκούσθη φωνή έκ τού ουρανού λέγουσα: «Επάρατέ την αυτήν τήν πέτραν καί ίδετε τά γεγραμμένα θεϊκά (άγια) λόγια». Τότε ό Αγιώτατος Πατριάρχης ερράγισε τήν πέτραν, καί εύρεν εντός αυτής αυτά τά γεγραμμένα άγια λόγια, άτινα έλεγον ούτως:
Όσοι επίστευσαν τώ Αγίω Ονόματί μου καί έγιναν Χριστιανοί, πέμπω αυτήν τήν Αγίαν μου Επιστολήν. Είς τόν κόσμον αυτόν αφήκα τό Ευαγγέλιόν μου καί τά βιβλία της Εκκλησίας μου, διά νά σας διδάσκουν νύκτα καί ημέραν, διά νά φυλάξετε τάς εντολάς μου, καί σεις, ώς (ω) ανόητοι, τάς καταπατείτε. Διά τούτο θέλω αποστρέψη τό πρόσωπόν μου από σάς καί δέν θέλω σάς λυπηθώ πλέον. Εγώ σάς έστειλα βάρβαρα έθνη καί σάς εμαστίγωσαν καί σάς επήραν τόν βίον σας καί σείς δέν εμετανοήσατε, διά νά σάς λυπηθώ καί νά σάς λυτρώσω.
Ίδετε καί στοχασθήτε, άνθρωποι μικροί καί μεγάλοι, ότι εάν δέν φυλάξητε τήν Αγίαν μου Κυριακήν όπου είς αυτήν ανεστήθην, θέλω ανοίξει τούς καταρράκτας τού ουρανού καί θά βρέξω αίμα μέ φωτιάν νά σάς κατακαύσω. Αφρόντιστοι ! δέν στοχάζεσθε, ότι τήν Αγίαν μου Κυριακήν ανέστησα τόν πρωτόπλαστον Αδάμ μαζί μέ τήν Εύαν καί τους έβαλα είς τόν Παράδεισον, από τόν κατηραμένον τόπον τής Κολάσεως, όπου τόσους αιώνας ήσαν κλεισμένοι, καί εχάρισα τόν Παράδεισον είς αυτούς καί είς εσάς, διά νά ευφραίνησθε αιωνίως μετ’ εμού είς τήν βασιλείαν μου; Καί σείς, αφρονέστατοι καί ανόητοι καί φθονεροί είς τήν καρδίαν, αυτήν τήν ημέραν τήν καταπατείτε μέ τά παμμίαρα έργα σας; Στοχασθήτε, αφρονέστατοι, ότι θέλω κλείσει τόν Ουρανόν νά μή βρέξη πλέον καί τήν γήν νά μή βλαστήσει χορτάρι ούτε γεννήματα, ώστε νά σπείρητε καί νά μή θερίζητε, διότι διάγετε πρός με κακώς καί διεστραμμένως. Καί Εγώ θέλω φερθή πρός υμάς μέ οργήν, θυμόν καί αγανάκτησιν. «Ο ουρανός καί η γή παρελεύσεται, οί δέ λόγοι μου ού μή παρέλθωσιν». Εγώ σάς έστειλα σημεία, χειμώνας κακούς καί χιόνας, ακρίδας, ανέμους καί αστραπάς φοβεράς, θανατικά, λοιμούς, σεισμούς φοβερούς καί σείς ώς λίθοι αναίσθητοι δέν μετανοήσατε, ίνα είς πίστιν έλθει η φθονερά σας καρδία καί ν’ αφήσητε τά κακά σας θελήματα.
Τήν Αγίαν μου Κυριακήν καί τάς μεγάλας μου εορτάς τάς καταπατείται μέ τά πονηρά έργα σας, υιοί διαβόλου καί κληρονόμοι τής αιωνίου Κολάσεως, καί όχι τής βασιλείας μου.
Καταπατειτε τά θεία μου προστάγματα, τό θείον Ευαγγέλιον καί Τήν Αγίαν μου Εκκλησίαν. Εγώ ηυλόγησα τήν γήν νά δώσει σίτον, οίνον, έλαιον καί πάν αγαθόν, καί εχορτάσατε καί επροκόψατε, καί σείς εστάθητε σάν διάβολοι καί αχάριστοι ωσάν τόν Ιούδαν σιμά είς εμέ, από τά κακά σας έργα καί τάς ανομίας σας τάς παρανόμους. Εβουλήθην όμως νά σάς αφανίσω, αλλά διά τάς παρακλήσεις τής Αγίας καί Υπεραγίας Μητρός μου καί πάντων τών Αγίων μου, σάς ευσπλαγχνίσθηκα, καί διά πρεσβειών τής Παναχράντου Μου Μητρός καί τών Αγίων Αποστόλων καί Προφητών καί Μαρτύρων καί Οσίων καί Δικαίων, δέν σάς ετιμώρησα διά τάς βδελυράς πραξεις σας.
Τί αγαθόν επράξατε, διά ν’ αρέσητε τής βασιλείας μου; Πτωχούς, ορφανούς, χήρας καί παιδία ανήλικα, οπου φωνάζουν οπίσω σας, δέν εχορτάσατε ούτε εκυβερνήσατε, διά νά σάς λυπηθώ καί εγώ καί νά συγχωρήσω τάς αμαρτίας σας.
Δέν βλέπετε τά αλλόφυλα έθνη, όπου νόμον δέν έχουν καί νόμον πράττουν; Εγώ σάς έδωκα Αρχιερείς καί Ιερείς δίδων αυτοίς εξουσίαν τού δεσμείν καί λύειν. Δέν βλέπετε, αναίσθητοι, τί μέγα μυστήριον είναι ο αφορισμός; Όποιος σταθεί αφωρισμένος, δέν δύναται τό σώμα του νά διαλύσει η γή, ούτε η ψυχή του έχει ανάπαυσιν είς τό αιώνιον πύρ τής κολάσεως, έως ού νά τόν συγχωρήσει ο Ιερεύς, όπου τόν αφώρισεν. Άν δὲ ευρίσκεται αποθαμένος, πρέπει νά τού δώσει ό αρχιερεύς τήν συγχώρησιν καί ούτω δύναται νά λυθεί τό σώμα του καί ευρεθή συγχωρεμένος είς τόν αιώνα τόν μέλλοντα.
Εγώ σάς έδωκα Άγιον Νόμον διά μέσου τού Προφήτου Μωϋσέως επάνω είς τό όρος Σινά, καί είς τούς εσχάτους καιρούς ήλθον καί εσαρκώθην είς τήν γην έκ τής Αγίας Μητρός μου καί Αειπαρθένου Μαρίας καί τόν παλαιόν Νόμον πληρώσας, αφήκα πρός υμάς τό Ιερόν Ευαγγέλιόν μου, τό οποίον είναι η Καινή Διαθήκη μου. Τά όσα έκαμα διά σάς τό ανθρώπινον γένος, σείς όλα τά κατεπατήσατε μέ τάς κατηραμένας βλασφημίας σας, βλασφημούντες καί καταπατούντες τόν Σταυρόν Μου καί τά φρικτά Πάθη, άτινα υπέφερα διά τήν ιδικήν σάς αγάπην επάνω είς τόν τού Κρανίου τόπον. Προσέτι υπέφερα εμπτυσμούς καί κολαφισμούς, διά σάς ερραπίσθην, διά σάς εφόρεσα τήν κόκκινην χλαμύδα, τήν οποίαν μού εφόρεσαν δι’ εμπαιγμόν καί εβάσταξα τόν κάλαμον είς τάς χείρας καί μέ τόσους εμπτυσμούς καί ονειδισμούς ωνομάσθην ψευδής βασιλεύς τών Ιουδαίων, διά τήν ιδικήν σας Σωτηρίαν. Διά σάς εβάσταξα τόν Σταυρόν είς τούς ώμους μου καί εσύρθην είς τόν τού Κρανίου τόπον, διά σάς ετελείωσα τήν ζωήν επάνω είς τόν Σταυρόν μέ τόσας πληγάς, χύνων τό πανάγιον αίμα μου, διά νά ξεπλύνω τάς αμαρτίας σας καί διά νά χαρίσω τήν ουράνιον βασιλείαν μου, όπου είσθε εξωρισμένοι διά τήν παράβασιν τού πρωτοπλάστου Αδάμ. Διά σάς εφόρεσα τόν ακάνθινον στέφανον, κατατρυπών τήν αγίαν κορυφήν μου, διά νά σάς στεφανώσω καί νά κάμω διαδόχους τής βασιλείας μου. Διά σάς ηνοίχθη η αγία μου πλευρά υφ’ ενός τών στρατιωτών καί εξήλθεν αίμα καί νερόν, διά νά δείξω ότι τό νερόν είναι τό βάπτισμα καί τό αίμα είναι η Αγία Κοινωνία, όπου χωρίς αυτά τά δύο μυστήρια δέν δύναται νά ίδη τις τήν βασιλείαν τού Πατρός μου τού Επουρανίου. Αλλά σείς δι’ ανταμοιβήν τών θείων μου ευεργεσιών, υβρίζετε καί καταπατειτε τόν Σταυρόν καί τά Πάθη μου.
Ιδετε άνθρωποι, καί στοχασθείτε από τά βιβλία της Εκκλησίας μου, ότι τήν Αγίαν μου Κυριακην, τήν οποίαν καταπατείτε μέ τά άνομα έργα σας, είς αυτήν τήν Αγίαν ημέραν μέλλω νά τελειώσω τήν Δευτέραν μου Παρουσίαν καί νά τελειώσω τόν κόσμον, ν’ αποδώσω τού καθ’ ενός κατά τά έργα όπου έπραξεν. Καί όσοι εβάσταξαν τάς εντολάς μου καί εποίησαν τά προστάγματά μου, θέλουν λάμψει ώσπερ τόν ήλιον, καί θά ακούσουν τήν μακαρίαν εκείνην φωνήν, τό «Δεύτε οί ευλογημένοι τού Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου», καί οί αμαρτωλοί θ’ ακούσουν τήν φρικτήν μου απόφασιν: «Πορεύεσθε οί κατηραμένοι είς τό πύρ τό αιωνιον, τό ητοιμασμένον τώ διαβόλω καί τοίς αγγέλοις αυτού. Πορεύεσθε είς τό πύρ τό αιωνιον, είς τό σκότος τό εξώτερον, είς τήν γέενναν τού πυρός μαζί μέ τόν πατέρα σας τόν διάβολον. Δι’ αυτόν εδουλεύσατε, δι’ αυτον εκοπιάσατε είς τήν ζωην σας καί αυτόν απολαύσατε».
Υπάγετε καταλαληταί, υπάγετε καταδόται, υπάγετε επίορκοι, όπου δι’ ολίγον χάρισμα, ή καί από πάθος κινούμενοι, ομνύετε παρανόμως τό Ευαγγέλιόν μου καί καταστρέφετε τόν πλησίον σας μέ τήν ψευδή μαρτυρίαν σας, όπου πολλάκις επήρατε αθώους είς τόν λαιμόν σας, καί εξολοθρεύσατε παιδία καί οικογενείας, καί εχαλάσατε από τάς όψεις τής φύσεως διά τό πείσμα σας, δια τά τέλη σας καί διά τόν παράνομον φθόνον σας. Υπάγετε τώρα νά κατακαίηται ό λάρυγγάς σας από φωτιά άσβεστον είς τόν αιώνα τόν άπαντα, μαζί μέ τόν πατέρα σας τόν διάβολον. Υπάγετε αντίδικοι, οίτινες δέν εφροντίσατε διά νά αρέσητε είς εμένα, όπου σάς έπλασα καί σάς έδωκα τά μάτια καί τά επίγεια αγαθά μου νά χαίρησθε, αλλά εφροντίσατε ν’ αρέσητε τού πατρός σας τού διαβόλου, διό καί τά έργα του εποιήσατε. Υπάγετε, αχάριστοι καί αχόρταγοι, όπου διά θεόν, τήν κοιλίαν σας προσκυνάτε καί λατρεύετε, μή βαστώντες τάς Τετάρτας καί τάς Παρασκευάς, αλλά καταλύετε κρέας καί όψάριον καί εί τί άλλο σάς εδίδαξεν ό διάβολος, διά νά του αρέσητε. Δέν στοχάζεσθε ότι τήν Τετάρτην παρεδόθην είς τάς χείρας τών Ιουδαίων διά τήν σωτηρίαν σας καί τήν Αγίαν ημέραν τής Παρασκευής ετελείωσα τήν ζωήν μου επάνω είς τό ξύλον τού Σταυρού χύνων τό αίμα μου, διά νά σάς ξεπλύνω από τόν βόρβορον τής αμαρτίας καί νά σάς χαρίσω τήν βασιλείαν μου, όπου διά σάς εσταυρώθηκα; καί σείς είς αυτήν τήν Αγίαν ημέραν τής Παρασκευής καταλύετε κρέας καί οψάριον, ωσάν χοίροι άγριοι καί όχι ωσάν άνθρωποι Χριστιανοί.
Ίδετε καί στοχασθητε από τά βιβλία τής Εκκλησίας μου ότι τήν ημέραν τής Παρασκευής όπου εσταυρώθην, όλη η οικουμένη γνωρίζουσά με διά ποιητήν καί πλάστην ετρόμαξεν, ο ήλιος εσκοτίσθη καί η γή εσείσθη, τό καταπέτασμα τού ναού είς τό μέσον εσχίσθη, τά μνημεία ηνεώχθησαν, οί νεκροί εσηκώθησαν από τά μνημεία, γνωρίζοντές με διά Θεόν καί Σωτήρα τού κόσμου.
Καί σείς είς αυτήν τήν Αγίαν ημέραν πράττετε τά άνομα έργα σας. Κατηραμένος καί αφωρισμένος καί ασυγχώρητος ό λάρυγγας όπου καταλύει τήν Τετάρτην καί Παρασκευήν κρέας καί οψάριον χωρίς σωματικὰς ασθενείας. Στοχασθήτε ότι θέλω ανοίξει τούς καταρράκτας τού ουρανού, νά βρέξω νερό κοχλάτο είς τάς δέκα Φεβρουαρίου καί κανείς δέν θά ηξεύρη, και θέλω βρέξη εις τας οχτὼ Απριλίου αιμα και πυρ να κατακαύσω τας αμπέλους σας και τα χωράφια και τα χόρτα, καί θέλω ρίψη θηρία (πτερωτά καί) ανήμερα νά σάς καταφάγουν, καί νά φωνάζητε: «έβγάτε σείς οί αποθαμένοι νά έμβωμεν ημείς οί ζωντανοί, διότι δέν ημπορούμεν πλέον νά υποφέρωμεν τήν οργήν τού Παντοκράτορος Θεού καί τόν θυμόν του». Καί πάλιν, λέγω, θά πέμψω σκότος αστραπάς καί βροντάς νά σάς κατακαύσω καί νά μήν σάς λυπηθώ. Αλλοίμονον είς εσάς, τί απολογίαν έχετε νά μοί δώσετε τήν ημέραν τής κρίσεως; Τήν ώραν εκείνην θέλει τρέμει ό ουρανός καί η γή. Αλλοίμονον είς εκείνους όπου έπραξαν τού διαβόλου τά έργα.
Ίδετε άνθρωποι, νά απέχητε από τάς αμαρτίας, από τήν υπερηφάνειαν, τόν φθόνον, τήν πονηρίαν, τήν μοιχείαν, τήν κλοπήν, όπου κλέπτετε ό ένας τόν άλλον. Εάν αυτά δέν αφήσετε, θέλετε ιδεί τά φοβερά μου σημεία καί θά τρομάξητε από τήν οργήν μου, όπου ό ουρανός θέλει τρέμει καί η γή θά σείεται, ό ήλιος θά σβήσει, η σελήνη καί τά άστρα θά πέσουν, η θάλασσα θά βρωμίσει, τά πηγάδια θά ξηρανθούν, καί σείς θά τρέμετε ώς τά φύλλα τού δένδρου, καί ανάπαυσιν ποσώς δέν θά έχητε. Αλλοίμονον είς εκείνους όπου βλασφημούν τό όνομά μου μέ τήν βρωμεράν των γλώσσαν, καταπατούντες τόν Σταυρόν. Θέλουν ιδῆ τόν Σταυρόν τήν ημέραν τής κρίσεως νά έρχεται μετά τών ουρανίων ταγμάτων επί τών νεφελών τού ουρανού μετά δόξης καί θά τρομάξουν από τόν φόβον των. Τότε θέλει τούς σύρει ό ποταμός ό πύρινος, εκεί έσται ο κλαυθμός καί ό βρυγμός τών οδόντων.
Αλλοίμονον είς εκείνον τόν Ιερέαν, όπου δέν διδάσκει κάθε Κυριακήν τόν λόγον τού Ευαγγελίου· θέλει δώσει φρικτήν απολογίαν διά τό ποίμνιόν του τήν ημέραν τής κρίσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί Σωτήρος ημών Θεού.
Καί πάλιν λέγω διά τήν αγίαν μου επιστολήν, ότι δέν εγράφη από χέρι ανθρώπου, αλλ’ από τόν πατέρα μου τόν επουράνιον. Καί όποιος άνθρωπος ευρεθεί νά φλυαρήσει διά τήν αγίαν μου επιστολήν καί νά ειπῆ ότι είναι από χέρι ανθρώπου, νά είναι επικατάρατος καί η ψυχή του νά είναι μετά τού Ιούδα τού προδότου καί νά κληρονομήσει τό ανάθεμα των Σοδόμων καί Γομόρρων καί νά βασανίζεται είς τό πύρ τό αιώνιον, το ητοιμασμένον τώ διαβόλω καί τοις αγγέλοις αυτού. Καί πάλιν λέγω, ότι όποιος δέν δεχθεί τήν αγίαν μού επιστολήν μέ όλην του τήν καρδίαν, νά κληρονομήσει τήν γέεναν τού πυρός τήν άσβεστον, επειδή δέν επίστευσε τήν επιστολήν τού ποιητού τού ουρανού καί τής γής, αλλ’ είπεν ότι δέν είναι γεγραμμένη από τόν πατέρα μου.
Καί πάλιν λέγω ότι όποιος υβρίζει τόν Ιερέαν τού Θεού τού Υψίστου καί δέν τόν αγαπά καί δέν τόν ευλαβείται ώς πανάγιον τού Θεού υπηρέτην, όπου τό άγιον Πνεύμα κατέβη είς τήν κεφαλήν του, θέλει νά δώσει μεγάλην απολογίαν τού Θεού είς τήν ώραν τής κρίσεως.
Ευλογημένος νά είναι εκείνος ό Χριστιανός καί από τόν Πατέρα μου, όπου πάρει τήν αγίαν μου επιστολήν μέ όλην του τήν προθυμίαν, καί τήν διαβάζει είς τόν οίκον του. Καί άν έχη αμαρτίας ωσάν τάς τρίχας τής κεφαλής του καί ωσάν τά φύλλα τού δένδρου, όλαι συγχωρούνται καί λειώνουν. Συγχωρεί καί ευλόγει ό Θεός τόν οίκον του καί τά έργα του καί όλα τά αγαθά του.
Καί πάλιν λέγω ότι όστις θρέψη πεινασμένον καί ενδύσει γυμνόν, καί δεχθεί ξένον είς τό σπίτι του καί τού δώσει ελεημοσύνην, θέλουν πληθύνει τά αγαθά του καί θέλω τόν ευλογήσει ωσάν τόν Αβραάμ καί τόν Ισαάκ καί τόν Ιακώβ. Καί πάλιν λέγω, αλλοίμονον είς εκείνους τούς γονείς όπου δέν ερμηνεύουν τά τέκνα των καί δέν τά παρακινούν νά πηγαίνουν είς τήν Αγίαν Εκκλησίαν· καλλίτερον νά μή τά γεννούσαν, διότι θέλουν δώσει φρικτήν απολογίαν είς τόν φοβερόν Κριτήν τήν ημέραν τής κρίσεως.
Διά τούτο, εγώ ό αμαρτωλός τού Χριστού Πατριάρχης Ιωαννίκιος, σάς παρακαλώ αγαπητά τέκνα μου, χάρις είη υμίν καί ειρήνη από Θεού Πατρός, Κυρίου δέ ημών Ιησού, καί σάς δίδω τήν ευλογίαν· παρακαλώ σας μέ όλους τούς αρχιερείς όπου εξήγησαν τήν Αγίαν ταύτην Επιστολήν καί τήν έστειλαν είς τόν κόσμον, όπως τήν δεχθῆτε μετά πάσης προθυμίας. Καί Ευλογημένος ό άνθρωπος όπου τήν έχει είς τό σπίτι του. Δέν θέλει τού συμβεί ποτέ κανένα κακόν, ούτε τού εγγίσει ό διάβολος τά πράγματά του, και εις την αιώνιον Βασιλείαν τού συγχωρη ο Θεός τας αμαρτίας του και τόν δέχεται είς τήν Βασιλείαν του. Είς δόξαν τού Πατρός, Υιού καί Αγίου Πνεύματος, νύν καί αεί καί είς τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.
ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΔΙΑΛΥΟΥΣΑ ΤΑ ΜΑΓΙΑ
ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ.(Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος). Αμήν.Δόξα σοι ο Θεός ημών, δόξα σοι. Βασιλεύ ουράνιε, ...ΟΤΙ ΣΟΥ ΕΣΤΙΝ…
(Δι’ ευχών των άγιων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς). Αμήν.
Ν΄ΨΑΛΜΟΣ
Ἦχος δ'
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες Θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Κυπριανέ, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον.Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐκ τέχνης μαγικῆς, ἐπιστρέψας θεόφρον, πρὸς γνῶσιν θεϊκήν, ἀνεδείχθης τῷ κόσμῳ, ἀκέστωρ σοφώτατος, τὰς ἰάσεις δωρούμενος, τοῖς τιμῶσί σε, Κυπριανὲ σὺν Ἰουστίνῃ· μεθ’ ἧς πρέσβευε, τῷ Φιλανθρώπῳ Δεσπότῃ, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.
Καί τα παρόντα τροπάρια, ήχος πλ. δ'.
Κύριε, όπλον κατά του διαβόλου, τον Σταυρόν σου ημιν δέδωκας, φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοραν αυτου την δύναμιν. Ότι νεκρούς ανιστα, και θάνατον κατήργησε. Διά τουτο προσκυνουμεν, την ταφήν σου και την έγερσιν.
Σταυρός ο φύλαξ πάσης της Οικουμένης, Σταυρός η ωραιότης της Εκκλησίας, Σταυρός βασιλέων το κραταίωμα, Σταυρός πιστων το στήριγμα, Σταυρός Αγγέλων η δόξα καί των δαιμόνων το τραύμα.
Συντριβήτωσαν υπό την σημείωσιν του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού Σου πάσαι αι εναντίαι δυνάμεις (τρις).
Βοήθεια ημων εν ονόματι Κυρίου, του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην.
Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν ὁ κρατῶν καί κυβερνῶν τά πάντα, Ἅγιος καί δεδοξασμένος ὑπάρχεις. Διό Βασιλεῦ τῶν Βασιλευόντων καί Κύριε τῶν κυριευόντων, δόξα Σοι. Ὁ καθήμενος ἐν τῷ φωτί τῷ ἀπείρῳ καί ἀπροσίτῳ βροτοῖς, ὅπερ εἶδον δυνάμεις χιλιάδες καί μυριάδες Ἁγίων Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων. Σύ γιγνώσκεις τά κρύφια του ταπεινοῦ δούλου σου Κυπριανοῦ. Ὅτι οὐκ ἐγίνωσκον πρότερoν τά σά θαυμάσια Κύριε παντοδύναμε. Σύ εἶ μόνος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός ἡμῶν. Ὁ εὐδοκήσας ἐξ ἀναξίου γενέσθαί με ἄξιον καί συζησάμενος τῷ ἐν σοί πόθῳ καί ἀγάπη πρός ἀκοήν τῶν Ἁγίων σου Ἀποστόλων καί Ἱερομαρτύρων καί πάντων σου τῶν Ἁγίων.
Παρακαλῶ δέ τήν σήν φιλανθρωπίαν, ἵνα ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερπερισσεύση ἡ χάρις σου Κύριε, ὅτι ἐκράτουν τά νέφη καί οὐκ ἔβρεχον, ἔδενον τήν γῆν καί οὐκ ἔδιδε τούς καρπούς αὐτῆς. Τάς ἀμπέλους καί οὐκ ἐβλάστανον, τά ποίμνια τῶν προβάτων καί οὐκ ἐποίουν γάλα, τά αἰγίδια καί οὐκ ἐγέννων, τούς ἄνδρας καί οὐκ ἐσμίγοντο μετά τῶν γυναικῶν αὐτῶν, τάς μητέρας καί οὐκ ἐτεκνοποίουν, τά πλοῖα καί οὐκ ἔπλεον, τά ἐργαστήρια καί οὐκ εἰργάζοντο, τούς ἁλιεῖς καί οὔχ ἠλίευον, τούς κήπους καί οὐκ ἐποίουν λάχανα, τά δένδρα καί οὐκ ἐκαρποφόρουν, τούς ποταμούς καί οὐκ ἔτρεχον, τούς μύλους καί οὐκ ἐγύριζον, τούς ἀδελφούς καί ἀνδρόγυνα εἰς ἀφιλίωτον ἔχθραν ἔφερον καί τούς διεχώριζον. ἐποίουν τό θέρος χειμωνα καί τόν χειμωνα θέρος, ταῦτα πάντα εἰργαζόμην φαντασία τελεία.
Ἄρτι δε, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ἱκετεύω Σέ καί παρακαλῶ, ἵνα διά τῆς ἐμῆς προσευχῆς ἐνώπιόν Σου, Θεέ καί Κύριε τοῦ Ἐλέους, ὡς Θυσία εὐπρόσδεκτος γενέσθω Σοί. Καί πᾶς ἄνθρωπος ἔχων πνεῦμα πονηρίας καθαρισθῆ ὅλως. Ἤ ἄγρος ἤ κῆπος ἤ κτῆμα ἤ μύλος ἤ πλοῖον ἤ ἁλιεύς ἤ μελίσσιον ἤ ἔμπορος ἤ ἐπιστήμων ἤ ἄρχων ἤ ἀρχόμενος ἤ τεχνίτης ἤ μεταξοσκώληξ ἤ καί ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) σύν παντί τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. Ἄν εἶναι δεδεμένος μέ μαγείας καί πονηρά ἔργα ἤ γοητείας ἤ ἀπό 72 γλωσσοφαγιῶν ἐστίν ἐμποδισμένος καί μαγευμένος καί ἐγκλείη 365 λόγια τῆς Μαγείας, ἅτινα ἔρχονται πρός βλάβην καί κατανάλωσιν τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) σύν παντί τῷ οἴκῳ αὐτοῦ.
Παρευθύς ὅπου ἀναγνωσθῆ ἡ παροῦσα ἱκετήριος δέησις καί προσευχή μου ἐνώπιον τῆς Σῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἐλευθερωθῆ πᾶς ὁ κόσμος καί τόπος ἐκ πάσης ὀργῆς τε καί ἀσθενείας καί ἐκ παντός δεσμοῦ καί μαγείας καί πάσης φαρμακείας καί γοητείας, πάσης βασκανίας καί καταλαλιᾶς, γλωσσοφαγιᾶς, ἀμελείας ἤ νωθρότητος, ἀκρατείας, ἀφροσύνης, ἀδυναμίας καί ἀπογνώσεως, πάσης ἀδικίας καί πάσης πλάνης ἤ ἀπάτης, ἤ ἐμποδίου προερχομένων ὑπό τοῦ διαβόλου ὁμοίως καί ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) σύν παντί τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. Καί ἔστω λελυμένος καί λελυτρωμένος ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Καί εἴτε ἐν τῷ οὐρανῷ εἰσίν αἱ μαγεῖαι καί τά φαρμακεύματα ἐκεῖνα ἤ ἐν τῇ γῆ ἤ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἤ ἐν παντί τόπω καί ἐδάφει εὐθύς τῇ ὥρα ταύτη λυθήσονται καί καταργηθήσονται ἀπό τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) καί ἀπό παντός τοῦ οἴκου αὐτοῦ καί ἐλευθερωθήσεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) καί πᾶς ὁ οἶκος αὐτοῦ ἀπό πάσης ὥρας πονηρᾶς καί γοητείας ἤ ὀφθαλμῶν πονηρῶν ἤ φθόνου ἤ καταλαλιᾶς ἤ γλωσσοφαγιᾶς ἤ μαγείας ἤ φαρμακείας ἤ κατάρας ἤ ἀναθέματος ἤ ἀφορισμοῦ καί πάσης βλασφημίας ἤ ἐνεργείας του. Εὐθέως ἀναχωρήσατε ἀπό τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) πᾶσα ἡ ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ ἐπί τῇ ἐπικλήσει τοῦ Παναγίου Σου Ὀνόματος τοῦ Πατρός καί τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καί τοῦ Ἀγαθοῦ καί Ζωοποιοῦ Πνεύματος καί διά τῆς προσευχῆς ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ καί εὐλαβοῦς δούλου σου Κυπριανοῦ φεύξονται οἱ δαίμονες, δραπετευθήσονται καί καταργηθήσονται αἱ πονηρίαι αὐτῶν, καί τά νέφη δώσωσιν ὑετόν ἐπί πᾶσαν τήν γῆν, καί ἡ γῆ δώση τά γεννήματα αὐτῆς εἰς τόν καιρόν αὐτῶν, καί τά δένδρα καρποφορήσωσι, καί οἱ ἀμπελῶνες εὐφορήσωσι πλῆθος βοτρύων, καί αἱ γυναῖκες λυθήσωνται καί ἐλευθερωθήσωνται ἀπό τοῦ κακοῦ τῶν μητρῶν αὐτῶν.
Ὁμοίως καί τά κτήνη τῶν ποιμένων καί πᾶς ὁ κόσμος, ἄρχων, ἤ ἀρχόμενος, ἤ κῆπος, ἤ μελισσουργός, ἤ μεταξουργός καί πᾶσα ἡ κτίσις λυθήσεται ἀπό παντός δεσμοῦ καί δαίμονος. Ὁμοίως καί ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος), σύν παντί τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καί τοῖς πράγμασιν αὐτοῦ, καί ἔστω ἐλεύθερος καί λελυτρωμένος ἀπό πάσης ἀσθενείας καί ὥρας κακῆς καί παντός δαίμονος καί ἀντικειμένης δυνάμεως δεόμεθά Σου, ἵνα λυθῶσι καί ἀφανισθῶσι τά πονηρά ἔργα διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ Σαβαώθ.
Καί εἰ ἐν τῷ Οὐρανῷ ἔστι δεδεμένος καί ἐμποδισμένος ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) λυθήτω, ἤ ἐν τῇ γῆ, ἤ ἐν ἀνωφλίω λυθήτω, ἤ ἐν κατωφλίω, ἤ ἐν δέρματι ἀλόγου, ἤ ἐν σιδήρω, ἤ ἐν λίθω, ἤ ἐν ξύλω ἐκάρφωσαν τά πονηρά ἔργα, λυθήτωσαν καί ὡσεί καπνός ἐκλιπέτωσαν, ἤ ἐν γραμματίω διά μελάνης, ἤ αἵματος ἀνθρώπου, ζώου, πτηνοῦ, ἰχθύος, ἤ διά μολύβδου, ἤ διά κινναβάρεως, ἤ διά ζωμοῦ λεμονιοῦ, ἤ δι’ ἄλλου τινός ἔγραψαν αὐτά καί ἔθηκαν ἐν τινι τόπω καί διεσκέλισεν αὐτά ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) πρός βλάβην αὐτοῦ τῇ ὥρα ταύτη λυθήτωσαν καί καταργηθήτωσαν καί ἐκριζωθήτωσαν τά τῆς μαγείας ἔργα ἀπό τούς τόπους καί κατοικίας ἐκεῖ ὅπου ἀναγινώσκεται ἡ δέησίς μου καί προσευχή αὕτη, ἤ ἐν αὐλαῖς τοῦ οἴκου αὐτοῦ κατέχωσαν, ἤ διέσπειραν αὐτά, ἤ μετάλλου τινός ἐποίησαν τά κομβοδέματα ἐκεῖνα λυθήτωσαν, ἤ εἰς κόκκαλα διεπέρασαν αὐτά, ἤ ἐν τῇ θαλάσση, ἤ ἐν φρέατι, ἤ ἐν μνήματι ἐρρίφθησαν λυθήτωσαν, ἤ μέ ὄνυχας ἀνθρώπων, ζώων, ἤ πτηνῶν ζώντων ἤ τεθνεώτων, ἤ μέ χῶμα τεθνεώτων ἐποίησαν τά φάρμακα ἐκεῖνα λυθήτωσαν, ἤ ὑπό πλακός ἐπλακώθησαν ἤ ἀπό πασσάλους, ἤ καρφιοῦ ἐκαρφώθησαν, ἤ διά βελόνης ἐπέρασαν αὐτά, λυθήτωσαν τήν ὥραν ταύτην, ἤ διά ἀργύρου, ἤ χρυσοῦ, ἤ δι’ ἄλλου τινός μετάλλου ἐποίησαν τά πονηρά ἔργα λυθήτωσαν τήν ὥραν ταύτην, ἤ διά μαλλίου, ἤ βαμβακίου, ἤ μετάξης, ἤ λινάρεως, ἤ κανάβεως, ἤ δι’ ἄλλου τινός χόρτου ἔδεσαν ταῦτα λυθήτωσαν τήν ὥραν ταύτην, ἤ εἰς κράββατον κατέχωσαν αὐτά λυθήτωσαν τήν ὥρα ταύτην, ἤ διά βρόχου, βούρλου ἤ ἄλλου τινός ἔδεσαν, λυθήτωσαν τήν ὥραν ταύτην, ἤ ἐν ὕδατι ἐποίησαν αὐτά ἤ κούφω ξύλω ἤ κοχλάζοντι ὕδατι ἄν ἔβρασαν αὐτά λυθήτωσαν τήν ὥραν ταύτην, ἤ ἐν αἵματι ἀνθρώπου, ζώου, ἤ πτηνοῦ, ἤ ἰχθύος ζώντων ἤ τεθνεώτων ἐποίησαν αὐτά ὡς σύ, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν γινώσκεις τούς τόπους καί τρόπους καί τούς ἀνθρώπους, λυθήτωσαν τήν ὥραν ταύτην καί διαρρηχθήτωσαν τά τῆς μαγείας ἔργα ἔνθα κεῖνται, καί τόν μέν δοῦλον σου (ὄνομα πάσχοντος) διαφύλαξον σύν παντί τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, τά δέ πονηρά ἔργα λυθήτωσαν καί ἀπωλεσθήτωσαν καί ὡσεί καπνός ἐκλιπέτωσαν ἀπό τόν δοῦλον τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διά τῆς δόξης τοῦ Μεγάλου Θεοῦ τοῦ Ζῶντος συντριβήτωσαν τῇ δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις, ἀναχωρησάτωσαν τά τῆς Μαγείας ἔργα καί ἀπομακρυνθήτωσαν ἀπό τόν δοῦλον τοῦ Θεοῦ (ὄνομα πάσχοντος) μίλια 65, πρεσβείαις τῶν μαρτύρων καί πάντων τῶν Ἁγίων σου. Ἀμήν.
Δεόμεθά σου καί παρακαλοῦμεν σε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἵνα ἐλευθερώσης καί ζωώσης πᾶσαν ψυχήν πεπεδημένην καί τόν δοῦλον (ὄνομα πάσχοντος) σύν παντί τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ὁμοίως καί τούς γράφοντας καί ἔχοντας ἐν τῷ οἴκῳ αὐτῶν τήν προσευχήν μου αὐτήν καί τούς βαστάζοντας αὐτήν ὡς φυλακτήριον αἰώνιον, καί ἡ δεξιά σου Κύριε εἴη αὐτοῖς σκέπη καί βοήθεια καί ἔστω διά παντός ἐν τῷ οἴκῳ αὐτῶν χαρά καί ἀγαλλίασις.
Ναί, Κύριε, δεομένου σου ἐπάκουσόν μου, ἵνα ὅπου εὑρίσκεται ἡ εὐκτήριος καί ἱκετηρία αὕτη εὐχή μου λυθῆ καί ἐλευθερωθῆ πᾶς ἄνθρωπος καί ὁ οἶκος αὐτοῦ ἀπό κακῆς ὥρας, ἀπό πάσης ἀσθενείας, παντός ἀφορισμοῦ τε καί ἀναθέματος, ἀπό πάσης κατάρας, ἀπό πάσης ὀργῆς, ἐμποδίου, δυσπραγίας, καταλαλιᾶς, γλωσσοφαγιᾶς, φθόνου, βασκανίας, ἀμελείας, νωθρότητος, λαιμαργίας, ἀδυναμίας, βλακείας, ἀκρατείας, ἀφροσύνης, ὑπερηφανείας, ἀσπλαγχνίας, ἀδικίας, ἀλαζονείας καί πάσης πλάνης καί ἀπάτης διά τό Ὄνομά Σου τό Ἅγιον καί δεδοξασμένον εἰς τούς Αἰώνας. Ἀμήν.
ΑΠΟΛΥΣΙΣ (Ή ΔΙ΄ΕΥΧΩΝ…)
(Η ευχή της βασκανίας διαβάζεται μόνο από ιερέα και όχι από λαϊκούς- ΛΑΪΚΟΣ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΤΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΙΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ σαν προσευχή).
Ἡ Δευτέρα Παρουσία. Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου
The Second Coming
ΑΓΑΠΗΤΟΙ μου ἀδελφοί, ἀκοῦστε γιὰ τὴ δεύτερη καὶ φοβερὴ παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἔφερα στὸ νοῦ μου τὴν ὥρα ἐκείνη καί, καθὼς ἀναλογίστηκα ὅσα πρόκειται τότε νὰ συμβοῦν, κατατρόμαξα. Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ διηγηθεῖ; Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ τὰ περιγράψει; Ποιὰ αὐτιὰ μποροῦν νὰ τ’ ἀκούσουν;
Τότε ὁ Βασιλιὰς τῆς οἰκουμένης θὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς δόξας Του καὶ θὰ ἔρθει γιὰ νὰ κρίνει ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς γῆς, ἀμοίβοντας μὲ αἰώνια μακαριότητα τοὺς ἄξιους καὶ τιμωρώντας μὲ αἰώνια κόλαση τοὺς ἁμαρτωλούς!
Ὅταν τὰ φέρνω αὐτὰ στὸ νοῦ μου, τρόμος μὲ κυριεύει. Παραλύω ὁλόκληρος. Τὰ μάτια μου δακρύζουν. Ἡ φωνή μου κόβεται. Τὰ χείλη μου παγώνουν. Ἡ γλώσσα μου τρέμει. Οἱ λογισμοί μου σταματοῦν.
Ἂν καὶ ὁ φόβος μὲ πιέζει νὰ σωπάσω, ἀναγκάζομαι νὰ μιλήσω γιὰ χάρη τῆς δικῆς σας ὠφέλειας.
Θὰ συμβοῦν τόσο μεγάλα καὶ τρομακτικὰ γεγονότα, ποὺ οὔτε ἔγιναν ἀπὸ τὴν κτίση τοῦ κόσμου οὔτε θὰ γίνουν σ’ ὅλες τὶς γενιές.
Ἂν μία δυνατὴ βροντὴ πολλὲς φορὲς μᾶς τρομάζει καὶ μᾶς κόβει τὰ πόδια, γιὰ σκεφτεῖτε, πὼς θ’ ἀντέξουμε ν’ ἀκούσουμε τὸν ἦχο ἐκείνης τῆς σάλπιγγας, ποὺ θὰ ἠχήσει στὰ οὐράνια δυνατότερα ἀπὸ κάθε βροντή, γιὰ νὰ ξυπνήσει ὅλους τους νεκρούς, δίκαιους καὶ ἄδικους;
Τότε τὰ ὀστὰ τῶν νεκρῶν θὰ συναρμολογηθοῦν. Θὰ προστάξει ὁ μεγάλος Βασιλιάς, ποὺ ἐξουσιάζει ὅλη τὴν κτίση, κι εὐθὺς ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα θὰ δώσουν μὲ τρόμο τοὺς νεκρούς τους. Ἀκόμα κι ὅσοι κατασπαράχθηκαν ἀπὸ τὰ θηρία, ὅσοι φαγώθηκαν ἀπὸ τὰ ψάρια ἢ τὰ ὄρνια, ὅλοι, «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ», θὰ παρουσιαστοῦν μπροστὰ στὸν ἀδέκαστο Κριτή.
Τότε οἱ ποταμοὶ καὶ οἱ πηγὲς θὰ ἐξαφανιστοῦν, τ’ ἀστέρια θὰ πέσουν, ὁ ἥλιος θὰ σβήσει, ἡ σελήνη θὰ χαθεῖ.
Ἄγγελοι σταλμένοι ἀπὸ τὸ Θεὸ θὰ διασχίζουν τὴν ὑφήλιο καὶ θὰ συγκεντρώνουν τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς γῆς.
Τότε θ’ ἀντικρύσουμε «νέους οὐρανοὺς καὶ νέα γῆ» (Β’ Πέτρ. 3:13), σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου.
Πῶς θ’ ἀντέξουμε, ὅταν θὰ δοῦμε νὰ ἑτοιμάζεται ὁ φοβερὸς θρόνος καὶ νὰ προβάλλει ὁ Σταυρός, ποὺ πάνω του θυσιάστηκε ἑκούσια ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς; Τότε θὰ θυμηθοῦμε καὶ θὰ κατανοήσουμε τὸ λόγο τοῦ Κυρίου γιὰ «τὸ σημάδι τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24:30). Τότε θὰ πληροφορηθοῦμε ὅλοι, ὅτι πρόκειται νὰ παρουσιαστεῖ ὁ μεγάλος Βασιλιάς. Τὴ φοβερὴ ἐκείνη ὥρα, ὁ καθένας μας θὰ συλλογίζεται τὶς πράξεις του καὶ θὰ σκέφτεται τί θὰ Τοῦ ἀπολογηθεῖ…
Ὅταν θ’ ἀκούσουμε τὴ βροντερὴ ἐκείνη φωνὴ ἀπὸ τὰ ὕψη τ’ οὐρανοῦ νὰ διακηρύσσει, «Νά, ὁ Νυμφίος ἔρχεται» (Ματθ. 25:6), «Ὁ Κριτὴς φτάνει γιὰ νὰ κρίνει ζωντανοὺς καὶ νεκρούς», τότε, ἀπὸ τὴν κραυγὴ ἐκείνη, θὰ σαλέψουν συθέμελα τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἀπ’ τὴ μίαν ἄκρη ὣς τὴν ἄλλη. Τότε, ἀδελφοί μου, στενοχώρια καὶ φόβος καὶ τρόμος θὰ καταλάβει κάθε ἄνθρωπο γι’ αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν στὴν οἰκουμένη. Οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν θὰ σαλευθοῦν. Οἱ οὐρανοὶ θὰ σχιστοῦν. Καὶ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, ὁ ἅγιος καὶ ἔνδοξος Θεός μας, θὰ παρουσιαστεῖ σὰν ἀστραπὴ φοβερή, μὲ ἐξουσία καὶ δόξα ἀπερίγραπτη.
Ἔκσταση καὶ φρίκη θὰ μᾶς κυριέψουν τὴν ὥρα ἐκείνη, ὅταν θὰ καθίσει στὸ κριτήριο ὁ ἀμερόληπτος Κριτὴς καὶ θ’ ἀνοίξει τὰ φοβερὰ βιβλία, ὅπου εἶναι γραμμένα τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μας, ὅλα ὅσα κάναμε καὶ εἴπαμε στὴν ζωὴ αὐτή, νομίζοντας ὅτι μποροῦμε ν’ ἀπατήσουμε τὸν καρδιογνώστη Θεό.
Ὤ! Πόσα δάκρυα πρέπει νὰ χύνουμε, ὅταν συλλογιζόμαστε ἐκείνη τὴν ὥρα! Καὶ ὅμως, εἴμαστε τόσο ἀμελεῖς!
Πόσο θὰ κλάψουμε καὶ θὰ στενάξουμε τότε, ὅταν θὰ δοῦμε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὶς μεγάλες δωρεὲς καὶ τὴν ἀσύλληπτη μεγαλοπρέπεια καὶ λαμπρότητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ποὺ θ’ ἀπολαύσουν ὅσοι πάλεψαν σκληρὰ γιὰ νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὶς φοβερὲς τιμωρίες, ποὺ θὰ ὑποστοῦν ὅσοι ὑποδουλώθηκαν στὴν ἁμαρτία! Καὶ στὴ μέση, ἔντρομοι, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ κάθε φυλή, ἀπὸ τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ ὣς τὸν τελευταῖο, θὰ γονατίζουν καὶ θὰ προσκυνοῦν τὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς Γραφῆς: «Ἐγώ, ὁ ζωντανὸς Κύριος, τὸ λέω πὼς ὅλοι θὰ μὲ προσκυνήσουν» (Ρωμ. 14:11).
Τότε ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, καθὼς θὰ βρίσκεται ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, ἀνάμεσα στὴ μακάρια ἀνάπαυση καὶ στὴν αἰώνια καταδίκη, θὰ περιμένει μὲ ἀγωνία τὴ φοβερὴ Κρίση. Καὶ κανένας τὴν ὥρα αὐτὴ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν διπλανό του.
Θὰ ρωτηθοῦν οἱ ἐπίσκοποι καὶ γιὰ τὸν δικό τους τρόπο ζωῆς καὶ γιὰ τὸ ποίμνιό τους. Θὰ τοὺς ζητηθεῖ λόγος γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα, ποὺ παρέλαβαν ἀπὸ τὸν ἀρχιποιμένα Χριστό. Ἂν ἀπὸ ἀμέλειά τους χάθηκε κάποιο πρόβατο, τὸ αἷμα του θὰ ζητηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἴδιους. Παρόμοια καὶ οἱ ἱερεῖς θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὶς ἐνορίες τους. Ἐπίσης καὶ κάθε πιστὸς θὰ δώσει λόγο γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὸ σπίτι του, γιὰ τὴ γυναίκα του, γιὰ τὰ παιδιά του, γιὰ τοὺς ὑπαλλήλους καὶ τοὺς δουλευτάδες του.
Θὰ ἐξεταστοῦν βασιλιάδες καὶ ἄρχοντες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, γιὰ ὅλα ὅσα ἔκαναν: «Γιατί ὅλοι μας πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ πάρει καθένας τὴν ἀμοιβή του ἀνάλογα μὲ τὰ ὅσα καλὰ ἢ κακὰ ἔπραξε σ’ αὐτὴ τὴ ζωή» (Β’ Κoρ. 5:10).
Ὅλων μας τὰ ἔργα θὰ ἐρευνηθοῦν καὶ θὰ φανερωθοῦν μπροστὰ σὲ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους. Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ θὰ κατασυντριβοῦν. Θὰ καταργηθεῖ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ δύναμη (Α’ Κορ. 15:24). Τότε, καθὼς εἶναι γραμμένο, ὁ Κύριος θὰ ξεχωρίσει «τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια» (Ματθ. 25:32). Ἔτσι, ὅσοι ἔχουν καλὰ ἔργα καὶ πνευματικοὺς καρπούς, θὰ χωριστοῦν ἀπὸ τοὺς ἄκαρπους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Οἱ πρῶτοι θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο, γιατί φύλαξαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἐλεήμονες, οἱ φιλόξενοι, οἱ βοηθοὶ τῶν δυστυχισμένων, οἱ συμπαραστάτες τῶν ἀσθενῶν, οἱ προστάτες τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν, ὅσοι ἕντυναν τοὺς γυμνούς, ὅσοι ἐπισκέπτονταν τοὺς φυλακισμένους, ὅσοι ἔγιναν φτωχοὶ γιὰ τὸν πλοῦτο ποὺ ὑπάρχει στοὺς οὐρανούς, ὅσοι συγχώρησαν τὰ παραπτώματα τῶν ἀδελφῶν τους, ὅσοι φύλαξαν τὴ σφραγίδα τῆς πίστεως ἀκέραιη καὶ ἀμόλυντη ἀπὸ κάθε αἵρεση. Αὐτοὺς θὰ τοὺς βάλει στὰ δεξιά Του, ἐνῶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς στ’ ἀριστερά Του.
Οἱ δεύτεροι εἰν’ ἐκεῖνοι ποὺ παρόργιζαν τὸν καλὸ Ποιμένα καὶ περιφρονοῦσαν τοὺς λόγους Του. Εἶναι οἱ περήφανοι, οἱ ἀδιόρθωτοι, οἱ φίλοι τῶν διασκεδάσεων καὶ τῶν ἀπολαύσεων, ὅσοι ξόδεψαν στὴν ἀκολασία καὶ τὴ μέθη καὶ τὴν ἀσπλαχνία ὁλόκληρο τὸ χρόνο τῆς ζωῆς τους, σὰν ἐκεῖνο τὸν πλούσιο ποὺ ποτὲ δὲν ἐλέησε τὸν φτωχὸ Λάζαρο (Λουκ. 16:19-31). Αὐτοὶ θὰ καταδικαστοῦν καὶ θὰ σταθοῦν στ’ ἀριστερά, γιατί δὲν ἔδειξαν συμπόνια. Ἦταν σκληροὶ καὶ δὲν εἶχαν καρποὺς μετάνοιας, δὲν εἶχαν λάδι στὰ λυχνάρια τους (βλ. Ματθ. 25:1-12). Ὅσοι ὅμως ἀγόρασαν τὸ λάδι τῆς ἐλεημοσύνης ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς καὶ γέμισαν τὰ λυχνάρια τους, θὰ σταθοῦν στὰ δεξιά, κρατώντας τὰ ἀναμμένα, ἔνδοξοι καὶ χαρωποί, καὶ θ’ ἀκούσουν τὴ γαλήνια ἐκείνη καὶ ποθητὴ φωνή: «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπ’ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία, ποὺ σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου» (Ματθ. 25:34).
Ὅσοι πάλι εἶναι στ’ ἀριστερά, θ’ ἀκούσουν τὴν ὀδυνηρὴ ἐκείνη καὶ φοβερὴ ἀπόφαση: «Φύγετε ἀπὸ μπροστά μου, καταραμένοι• πηγαίνετε στὴν αἰώνια φωτιά, ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς δικούς του» (Ματθ. 25:41). Ὅπως δὲν ἐλεήσατε, ἔτσι τώρα δὲν θὰ ἐλεηθεῖτε. Ὅπως δὲν ἀκούσατε τὴ φωνή Μου, οὐτ’ Ἐγὼ τώρα θ’ ἀκούσω τὸν ἀπαρηγόρητο θρῆνο σας.
Γιατί δὲν Μὲ θρέψατε ὅταν πεινοῦσα.
Δὲν Μὲ ποτίσατε ὅταν διψοῦσα.
Δὲν Μὲ φιλοξενήσατε ὅταν ἦρθα κοντά σας.
Δὲν Μὲ ντύσατε ὅταν ἤμουν γυμνός.
Δὲν Μ’ ἐπισκεφθήκατε ὅταν ἤμουν ἄρρωστος
οὔτε ὅταν ἤμουν στὴ φυλακή.
Δὲν ὑπηρετήσατε Ἐμένα.
Σὲ ἄλλο κύριο γίνατε ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι, στὸ διάβολο.
Φύγετε λοιπὸν μακριά Μου, ἐργάτες τῆς ἀδικίας.
Τότε θὰ ὁδηγηθοῦν αὐτοὶ στὴν αἰώνια κόλαση, ἐνῶ οἱ δίκαιοι στὴν αἰώνια ζωὴ (βλ. Ματθ. 25:41-46).
Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ ἀφήνουν ἀνεκμετάλλευτο τὸν καιρὸ τοῦτο τῆς μετάνοιας καὶ παραδίνονται σὲ πράγματα ἄσκοπα καὶ γελοία. Θὰ ζητήσουν τότε τὸ χρόνο ποὺ ξόδεψαν μάταια, καὶ δὲν θὰ τὸν βροῦν.
Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ δίνουν σημασία σὲ πνεύματα πλάνης καὶ διδασκαλίες δαιμονικές, γιατί αὐτὰ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσουν τὴν καταδίκη στὴν ἄλλη ζωή.
Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ μαντεῖες καὶ ἀνηθικότητες.
Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ στεροῦν ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τὸν δίκαιο μισθό τους, γιατί εἶναι ὅμοιοι μ’ αὐτοὺς ποὺ χύνουν αἷμα.
Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ κρίνουν ἄδικα, δικαιώνοντας τὸ φταίχτη καὶ καταδικάζοντας τὸν ἀθῷο.
Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ μολύνουν τὴν ἅγια πίστη μας μ’ αἱρετικὲς διδασκαλίες ἢ συναναστρέφονται μ’ αἱρετικούς. Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τ’ ἀνόητα πάθη τοῦ φθόνου καὶ τοῦ μίσους.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ λέω πολλά: Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ θὰ βρεθοῦν στ’ ἀριστερὰ τὴ φοβερὴ μέρα τῆς Κρίσεως. Θὰ κλάψουν πικρὰ ἀλλ’ ἀνώφελα, ὅταν θ’ ἀκούσουν τὴν ὀδυνηρὴ ἐκείνη ἀπόφαση: «Φύγετε ἀπὸ μπροστά μου, καταραμένοι• πηγαίνετε στὴν αἰώνια φωτιά» (Ματθ. 25:41).
Ὅσοι ἔχετε δάκρυα καὶ κατάνυξη, θρηνῆστε μαζί μου.
Ὅταν συλλογίζομαι τὸν αἰώνιο ἐκεῖνο χωρισμό, νιώθω ἀβάσταχτη θλίψη. Γιατί τότε ἀποχωρίζονται ὁ ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ φεύγουν σὲ ἀποδημία ποὺ δὲν ἔχει ἐπιστροφή. Ποιὸς εἶναι τόσο σκληρόκαρδος καὶ ἀναίσθητος, ὥστε νὰ μὴν κλάψει ἀπὸ δῶ γιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη;
Τότε, ὅσοι ἦταν κάποτε βασιλιάδες, θὰ ὀδύρονται σὰν αἰχμάλωτοι.
Τότε θὰ στενάζουν οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἄσπλαχνοι πλούσιοι καὶ θὰ ζητοῦν βοήθεια, ἀλλὰ κανεὶς δὲν θὰ τοὺς δίνει. Γιατί ἐκεῖ δὲν ἔχουν καμιὰν ἄξια οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε οἱ κόλακες. Καὶ δὲν θὰ βροῦν ἔλεος, ἐπειδὴ δὲν ἐλέησαν κανένα.
Τότε θ’ ἀποχωριστοῦν γονεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά τους καὶ φίλοι ἀπὸ τοὺς φίλους τους.
Τότε θὰ διαλυθοῦν οἱ συζυγικοὶ δεσμοὶ ποὺ δὲν κρατήθηκαν ἀμόλυντοι καὶ ἁγνοί.
Τότε θ’ ἀποδιωχτοῦν οἱ παρθένοι στὸ σῶμα ἀλλ’ ἄκαρδοι καὶ ἄσπλαχνοι στὸν τρόπο, γιατί ἡ κρίση θὰ εἶναι ἀνελέητη σ’ ὅποιον δὲν εἶχε ἔλεος (Ἰακ. 2:13).
Θὰ παραλείψω ὅμως τὰ πολλά, γιατί κυριεύομαι ἀπὸ φόβο καὶ φρίκη. Ἄγγελοι φοβεροὶ θ’ ἀπομακρύνουν βίαια ὅλους τους ἀμετανόητους ἀσεβεῖς, ποὺ θὰ τρίζουν μὲ τρόμο τὰ δόντια τους καὶ θὰ γυρίζουν συχνά, γιὰ νὰ βλέπουν τοὺς δικαίους καὶ τὴν εὐδαιμονία ποὺ ἔχασαν. Θὰ βλέπουν τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ περίλαμπρο καὶ τὰ κάλλη τοῦ παραδείσου. Θὰ βλέπουν τοὺς γνωστούς τους στὴν τρισμακάρια ἐκείνη χώρα καὶ τὶς μεγάλες δωρεές, ποὺ θὰ παίρνουν ἀπὸ τὸ Βασιλιὰ τῆς δόξας ὅσοι ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴ σωτηρία τους σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ὓστερ’ ἀπὸ λίγο, ἀφοῦ θὰ ἔχουν ἀποχωριστεῖ ἀπ’ ὅλους τοὺς δικαίους καὶ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γνωστούς τους, θ’ ἀποχωριστοῦν κι ἀπ’ αὐτὸν τὸ Θεό. Δὲν θὰ μποροῦν πιὰ νὰ βλέπουν τὴ χαρὰ καὶ τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό.
Τέλος, θὰ ὁδηγηθοῦν στὶς διάφορες κολάσεις γιὰ νὰ παραδοθοῦν στὴν αἰώνια τιμωρία.
Τότε, βλέποντας τὴν τέλεια ἐγκατάλειψή τους, βλέποντας ὅτι κάθε ἐλπίδα τους χάθηκε, βλέποντας ὅτι κανένας πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήσει, θὰ λένε κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα μὲ πικρὰ δάκρυα:
«Ὤ! Πόσο καιρὸ χάσαμε στὴν ἀμέλεια! Πόσο χλευαστήκαμε ἀπὸ τὸν πονηρό! Ὅταν ἀκούγαμε στὶς Γραφὲς νὰ μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὄχι μόνο δὲν προσέχαμε, ἀλλὰ καὶ γελούσαμε. Τώρα κραυγάζουμε, κι Αὐτὸς ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό Του ἀπὸ μᾶς! Τί μᾶς ὠφέλησαν λοιπὸν τ’ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Ποῦ εἶναι ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα ποὺ μᾶς γέννησαν; Ποῦ εἶναι οἱ ἄδελφοι; Ποῦ τὰ παιδιά; Ποῦ οἱ φίλοι; Ποῦ ὁ πλοῦτος; Ποῦ τὰ ὑπάρχοντα; Ποῦ οἱ ἄρχοντες κι οἱ ἡγεμόνες; Κανένας ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δὲν μπορεῖ τώρα νὰ μᾶς σώσει. Οὔτε κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Ἀλλὰ ἐγκαταλειφθήκαμε ἐντελῶς κι ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Τί μποροῦμε λοιπὸν νὰ κάνουμε; Τώρα πιὰ δὲν εἶναι καιρὸς μετάνοιας. Δὲν ἰσχύουν πιὰ οἱ προσευχές. Δὲν ὠφελοῦν πιὰ τὰ δάκρυα. Δὲν ὑπάρχουν πιὰ οἱ πωλητὲς τοῦ λαδιοῦ, δηλαδὴ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ δυστυχισμένοι. Ὅταν μᾶς παρακαλοῦσαν ν’ ἀγοράσουμε, ἐμεῖς κλείναμε τ’ αὐτιά μας. Τώρα ζητᾶμε καὶ δὲν βρίσκουμε. Δὲν ὑπάρχει λύτρωση γιὰ μᾶς, τοὺς ἀξιοθρήνητους. Δὲν θὰ βροῦμε εὐσπλαχνία, γιατί δὲν εἴμαστε ἄξιοι».
Τότε λοιπὸν θὰ πάει ὁ καθένας στὸν τόπο τῶν βασάνων, στὸν τόπο ποὺ ὁ ἴδιος ἑτοίμασε γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς πονηρὲς πράξεις του, ἐκεῖ «ὅπου τὸ σκουλήκι δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει» (Μάρκ. 9:44).
Νά, ἀκούσατε τί κερδίζουν ὅσοι ἀμελοῦν καὶ ραθυμοῦν καὶ δὲν μετανοοῦν. Ἀκούσατε πὼς χλευάζονται ὅσοι χλεύαζαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, μᾶς προειδοποιεῖ γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη λέγοντας: «Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου θὰ ἔρθει ὅπως ὁ κλέφτης τὴ νύχτα, καὶ τότε οἱ οὐρανοὶ θὰ ἐξαφανιστοῦν μὲ τρομερὸ πάταγο, τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ διαλυθοῦν στὴ φωτιά, καὶ ἡ γῆ, ὅπως καὶ ὅλα ὅσα ἔγιναν πάνω σ’ αὐτήν, θὰ κατακαοῦν» (Β’ Πέτρ. 3:10). Ἀλλὰ καὶ πρωτύτερα, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης καὶ Κύριός μας μᾶς ἀποκάλυψε τὰ ἑξῆς: «Προσέξτε καλὰ τοὺς ἑαυτούς σας. Μὴν παραδοθεῖτε στὴν κραιπάλη καὶ στὴ μέθη καὶ στὶς βιοτικὲς ἀνάγκες, καὶ σᾶς αἰφνιδιάσει ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Γιατί θὰ ἔρθει σὰν τὴν παγίδα σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν στὴ γῆ» (Λουκ. 21:34-35). Καὶ ἀλλοῦ: «Μπεῖτε ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη… Στενὴ εἶναι ἡ πύλη καὶ γεμάτη δυσκολίες ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή» (Ματθ. 7:13-14).
Ἀδελφοί μου, ἂς βαδίσουμε τὸν δύσκολο αὐτὸ δρόμο γιὰ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή.
Αὐτὸς ὁ δρόμος ἀπαιτεῖ μετάνοια, νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία, ταπεινοφροσύνη, περιφρόνηση τῆς σάρκας, ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, ἐλεημοσύνη, δάκρυα, πένθος. Νὰ μισεῖται κανεὶς καὶ νὰ μὴ μισεῖ• νὰ συγχωρεῖ αὐτοὺς ποὺ τοῦ κάνουν κακόν» ἀδικεῖται καὶ νὰ εὐεργετεῖ• τέλος, νὰ χύσει καὶ τὸ αἷμα του γιὰ τὸ Χριστό, ὅταν οἱ περιστάσεις τὸ ἀπαιτήσουν.
Ἀντίθετα, εἶναι «πλατειὰ ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή» (Ματθ. 7:13). Ἡ πορεία αὐτοῦ τοῦ δρόμου ἐδῶ εἶναι εὐχάριστη, ἀλλὰ ἐκεῖ εἶναι θλιβερή. Ἐδῶ εἶναι γλυκιά, ἐκεῖ ὅμως πικρότερη κι ἀπὸ τὴ χολή. Ἐδῶ εἶναι εὔκολη, ἐκεῖ ὅμως δύσκολη καὶ ὀδυνηρή. Γνωρίσματα αὐτῆς τῆς πορείας εἶναι ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀσέλγεια, ἡ εἰδωλολατρία, ἡ φιλονικία, ὁ θυμός, ἡ διχόνοια, οἱ φθόνοι, οἱ φόνοι, τὰ γλέντια, τὰ πολυτελῆ γεύματα, ἡ λαιμαργία καὶ τὰ ὅμοια μ’ αὐτά. Μὰ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα, ἡ ἀμετανοησία καὶ ἡ τέλεια λησμοσύνη τῆς ὥρας τοῦ θανάτου.
Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ συλλογίστηκαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ δὲν λυπήθηκαν τὰ σώματά τους, ἀλλὰ ὑπέμειναν κάθε εἶδος βασάνων μὲ χαρὰ καὶ μὲ τὴν προσδοκία τῶν οὐράνιων στεφανιῶν. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἀγωνίστηκαν στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ βουνά, μὲ νηστεία καὶ ἁγνεία, ὄχι μόνο ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες, βαδίζοντας καρτερικὰ τὸ στενὸ καὶ θλιμμένο μονοπάτι, κι ἔτσι κέρδισαν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Αὐτὸ τὸ φοβερὸ δικαστήριο συλλογίστηκε καὶ ὁ μακάριος Δαβίδ, γι’ αὐτὸ ἔβρεχε κάθε νύχτα μὲ δάκρυα τὸ στρῶμα του καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεό, λέγοντας: «Κύριε, …μὴ μὲ δικάσεις, τὸ δοῦλο σου, γιατί κανένας ζωντανὸς δὲν εἶναι δίκαιος μπροστά σου» (Ψαλμ. 142:2).
Ἐμπρὸς λοιπὸν κι ἐμεῖς, πρὶν φτάσει ἡ μέρα ἐκείνη, πρὶν τελειώσει τὸ πανηγύρι τῆς σύντομης τούτης ζωῆς, πρὶν ἔρθει ὁ Θεὸς καὶ μᾶς βρεῖ ἀπροετοίμαστους, ἂς ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὴν ὑποδοχή Του μὲ ἐξομολόγηση, μὲ μετάνοια, μὲ νηστεία, μὲ δάκρυα, μὲ ἀγαθοεργίες.
Προσέξτε, μὴν τολμήσει κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι δὲν ἁμάρτησε. Ὅποιος τὸ λέει αὐτό, εἶναι τυφλὸς καὶ ἀπατᾶ τὸν ἑαυτό του, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ὁ σατανᾶς μπορεῖ νὰ τὸν κυριεύει καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα καὶ μὲ τὴν ἀκοὴ καὶ μὲ τὴν ὅραση καὶ μὲ τὴν ἁφὴ καὶ μὲ τοὺς λογισμούς. Ποιὸς μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνὴ καρδιὰ καὶ καθαρὲς ὅλες τὶς αἰσθήσεις του; Κανένας δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, κανένας δὲν εἶναι καθαρός, παρὰ μόνο Ἐκεῖνος, πού, ἂν καὶ πλούσιος, «ἐπτώχευσε» γιὰ μᾶς. Αὐτὸς μόνο εἶναι ἀναμάρτητος. Αὐτὸς βαστάζει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου καὶ δὲν θέλει τὸ θάνατο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ τὴ σωτηρία τους. Σ’ Αὐτὸν ἂς καταφύγουμε κι ἐμεῖς, γιατί ὅσοι ἁμαρτωλοὶ πῆγαν κοντά Του, σώθηκαν.
Ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε, ἀδελφοί μου, γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ἁμαρτήσαμε; Ἂς μετανοήσουμε.
Μύριες φορὲς ἁμαρτήσαμε; Μύριες φορὲς ἂς μετανοήσουμε.
Γιὰ κάθε ἔργο ἀγαθὸ χαίρεται ὁ Θεός, ἐξαιρετικὰ ὅμως χαίρεται γιὰ μία ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ.
Ἐλᾶτε λοιπόν, ἂς πέσουμε στὰ πόδια Του κι ἃς ἐξομολογηθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας.
Δόξα στὴ φιλανθρωπία Του.
Δόξα στὴ μακροθυμία Του.
Δόξα στὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ συγκατάβασή Του.
Δόξα στὴν εὐσπλαχνία Του.
Δόξα στὴ βασιλεία Του.
Δόξα καὶ τιμὴ καὶ προσκύνηση στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς
By Saint Efraim of Siros
Dear Brethren,
Listen to what I have to say about the Second and fearsome Coming of our Lord and God Jesus Christ.
I was meditating about that hour of the Second Coming and I got frightened regarding all that will happen then. Who can tell it all? Which tongue can describe it all? And what ears can hear it all? About then when the King of the universe will get up from the throne of glory and will come to judge all the residents of the earth, rewarding those who lived in virtue and punishing the sinners to eternal hell.
When all these things come into my mind, my entire being starts shaking and fear possesses me; tears come out of my eyes, I can hardly speak a word, my lips get frozen, my tongue shivers and my mind stops functioning. Even though fear and awe press hard upon me to keep quiet, I am compelled to speak out for the sake of the benefit of you all.
There will happen such great and fearsome events that have not ever happened before since the creation of the world. If often times we get frightened by strong lightning, which makes our legs shake, can you imagine how we are going to endure the sound of the trumpet (Matthew 24:31), that trumpet whose sound will be stronger than any other thunder, and which will wake up all the dead, righteous and unrighteous?
Then the bones of all the dead will quickly piece together. Then the Great King, who has absolute power over his creation, will order and immediately with fear the sea and the land will reveal their dead. Even those who were torn apart by beasts, or those who were eaten by fish, all will be presented in front of the unbiased Creator.
Then the rivers and all other water-sources will disappear, the stars will fall, the sun will grow dark and the moon will not shine (Matthew 24:29). The Angles sent by God will cross travel the earth to bring together the chosen ones from all the points of the earth. Then we shall see new heavens and a new earth (2nd Peter 3:13), in accordance with the promise of the Lord.
How are we going to hold firm, when we see the frightful throne being prepared, how are we going to hold firm when suddenly the Holy Cross will appear in view, the Cross over which Christ Himself was sacrificed with his own will? When we face up above in the sky the awesome and holy scepter of the Great King, then we shall remember and comprehend the word of God about the sign of the Son of Man (Matthew 24:30). This is the way in which we will be informed that the awesome King is about to present Himself. In that hour each and everyone will be thinking how to justify himself/herself in front of Him, and will be meditating about all their deeds.
When we hear that thundering voice, which declares from the heights of heaven “The Bridegroom is coming”, “The Almighty has arrived to judge the living and the dead”, then from the force of that outcry the foundations of the earth from one extreme point all the way to the other will shake. Then, brethren, fear and dread will possess each and everyone because of all that will happen in the universe. The heavenly powers will stir. The skies will open presenting like a frightful lightning the King of the Kings, the Holy and Glorious God in indescribable glory and absolute power.
[divider top="1"]
We will lose it all, fear and dread will possess us during that time, when the impartial Judge will sit down and those frightful books will open, in which are written our deeds and words, whatever we did and said in this life, thinking that we would be able to fool God (Gall. 6:7) who investigates the thoughts and desires of all people (Hebrews 2:1-3).
How many tears we must shed just thinking about that time, and yet we neglect to do so? How much we will moan and cry when, from one side we shall see those great bequests, the inconceivable brilliance and magnificence of the Heavenly Kingdom, which will be enjoyed by those who worked hard to keep the commandments of God, and on the other side the fearsome punishments for those who subdued themselves to sin? And in the middle, in fear and awe all people of every gender, from the first creature Adam to the last one, will worship the Lord, in accordance with the word of God, which says that every knee will kneel down in front of Him. (Rom. 14:11)
Then the entire mankind, caught in the middle between life and death, between blessed rest and eternal punishment, in agony will await the hour of the frightful Judgment, and no one will be able to help the other.
The Bishops will be asked to give account regarding their way of life, as well as about their flock. They will be asked to give account about their logical sheep, which were delivered to them by the head-shepherd Christ so that they could lead those sheep to salvation. If due to negligence any sheep was lost, the blood of the lost sheep will have to be paid by them. In similar way the priests will be judged too; they will give account about their parish. And in the same way every faithful will be asked to give account for his household, for the wife and the children and all the other members of his family, if he nourished them “with the words and counsels of the Lord”, as the Apostles commands. (Ephesians 6:4)
All will be investigated about their works and deeds, the kings and the archons, the wealthy and the poor, the great and the small. “We will all appear in front of the judgment seat of Christ, so that each and every one can give account for their bad or good deeds, which were committed in this bodily life (2nd Corinth. 5:10)”.
The deeds of all of us will be investigated and revealed in front of the angles and the people. All the enemies of Christ will be encroached upon and every power and authority will be abolished (1st Corinth. 15:24). Then, as it is written, the sheep will be separated from the goats (Matthew 25:32). In this way, those who have committed good deeds and thus bear spiritual fruits will be separated from those unfruitful and sinful ones.
On one side will be the ones who lived in virtue, which will shine like the sun (Matthew 13:43), because they kept the commandments of God. These are the ones who were merciful, who clothed those who were naked, the protectors of the poor and of the orphans, the ones who helped the unfortunate people, those who were hospitable, those who visited the prisoners, those who stood by the bedside of the sick ones, those who became poor so that they could gain the wealth of heavens, those who forgave the mistakes and faults of their brethren, those who kept the seal of their faith whole and pure from every heresy. Those are the ones who God will place on his right side.
Whereas the sinners are the ones who did not obey the good Shepherd, but despised His words. These are the boastful ones, the uncorrected ones, the friends of the enjoyments and shameful entertainments in times of repentance, the ones who wasted their lives in pitilessness, drunkenness and debauchery, just like the rich man who was not merciful towards the poor Lazaros (Luke 16:20). All of these He will place on His left side, because they did not show understanding in good faith. They were heartless, they did not have any fruits of repentance, nor did they have “oil” of good deeds in their oil lamps. (Matthew 25:1-12)
But those who purchased oil of mercy from the poor and filled their oil lamps, keeping them lit will stand on the right side of the Creator, cheerful and glorious, and they will hear that lovable and quiet voice: “Come you that are blessed from my Father, come and possess the Kingdom, which has been prepared for you ever since the creation of the world (Matthew 25:34)”.
On the contrary, the doomed ones will stand on the left side, and they will hear that painful and frightful sentence: “Away from me you damned and cursed ones, away to the eternal fire which has been prepared for the devil and his angles. Since you were not merciful there will be no mercy for you now. Just like you did not listen to my voice so I will not listen to your inconsolable lamentation, because you did not feed me when I was hungry, nor did you give me water when I was thirsty; you did not give me hospitality when I needed it, nor did you clothe me when I was naked, nor did you visit me when I was sick or in prison. You did not serve me but you became servants of the other god, the devil. Therefore, go away from me, you laborers of injustice”. And then they will be sent off to eternal hell, whereas the righteous ones will go to eternal life (Matthew 25:41-46).
[divider top="1"]
Woe to those who do not take advantage of the time in order to repent, but instead give themselves up to ludicrous things. They will want back the time that they lost in vain, but to no avail. Woe to those who attend to demoniac teachings and spirits of delusions, because in the coming life they will be punished along with those spirits. Woe to those who engage in immorality and fortune telling. Woe to those who do not fully pay their workers, because whoever does not pay the workers will bleed. Woe to those who judge unjustly; who punish the innocent and side with the one at fault. Woe to those who contaminate our holy faith with heretic teachings or by consorting with the heretics. Woe to those who bear the absurd passions of malice and hate. And in general woe to those who will find themselves on the left side on the day of the fearsome Judgment. Their minds will be possessed by confusion and they will shed tears bitterly, when they hear the frightening decision: “Away from me you cursed and damned ones, away from me, to the eternal fire (Matthew 25:41)”.
Those of you, who have tears and compunction, come and cry along with me. When I meditate about that deplorable separation, I feel an unbearable grief, because then one will be separated from the other and will be taken to a place from where they will never return. How can one be so insensitive and heartless as to not start crying here and now about that hour of the Judgment? When that hour comes, the former Kings will be crying like captives. The archons and the cruel ones will be moaning; as they will be grieving they will beg for help but help will not be given to them, because up there wealth and compliments have no value whatsoever. And there will be no mercy for them because they did not show any mercy towards anyone.
Then the parents will be separated from their children, and so will everybody from their friends. Then the marital bonds of those who did not keep their marriages clean and pure will split. Then the ones who kept their bodies pure but were cruel and heartless will be expelled, because the Judgment will be ruthless for the ones who did not show mercy (James 2:13).
I know that I will forget to say a lot of things because I am possessed by fear and dread. Awesome angels will violently take away the impious ones who did not repent, which will turn their heads in fear and crackling their teeth will want to see the righteous ones and the joy from which they were taken away. They will see that all-bright light and the beauty of Paradise. They will see their acquaintances in that joyous place and the great bequests that will be rewarded by the King to all those who fought the “good fight” (1st Timothy 6:12) in this earthly life. After being separated from the righteous ones, their friends and acquaintances, they will also be separated from their God, and they will no longer be able to see the true joy and Light. At last, they will be taken to different levels of hell in which they will be handed in. Then, when they see that they were totally abandoned, and all their hope was lost, and that now nobody can help them or pray for them, they will cry inconsolably and with bitter tears:
“How much time did we waste in negligence! How we were fooled by the Devil! When we heard the voice of the Lord in the Holy Writ we did not pay attention to Him, but instead we mocked Him. And now while we cry out for help He turns His face away from us. What did we benefit from the earthly goods? Where are the father and the mother who gave birth to us? Where are our brothers and sisters, our friends, our children? Where is our wealth and where are our possessions? Where are our governors and our kings?
Now nobody can save us from all this. We cannot even help ourselves. What can we do? The time for repentance has been long gone (Psalm 6:5) and the prayers no longer have power, the tears cannot aid us, the sellers of “mercy”, the unfortunate ones and the poor ones no longer exist. When we had the time and the opportunity, and they were selling (mercy) by begging us to “buy”, we shut off our ears; we did not want to hear them and therefore we did not buy. And now we are seeking but we cannot find anything. There is no salvation for us the deplorable ones. We will not find affection because we are not worthy”.
And then everyone will go to their places of torment, places which they themselves prepared by committing wicked deeds, such places where the worm, which will eat them up, will never die, and where the fire will never be put out. (Mark 9:44)
There, brethren, you heard what will be gained by those who neglect their souls and are lazy, and do not repent. You heard how those who mocked the commandments of God, will be mocked upon.
[divider top="1"]
Saint Peter, the head-chief of the Apostles, warns us about that day, by saying: “The Day of the Lord will come just like the thief of the night. Then the skies will disappear with a shrill noise, the elements of nature will burn up and be destroyed, and the earth with everything in it will vanish (2 Peter 3:10)”.
Previous to that, our God and Lord Himself revealed to us the events of that day by saying: “Be careful not to let yourselves become occupied with too much feasting and drinking and with the worries of this life, or that Day may suddenly catch you like a trap. For it will come upon all people everywhere on earth (Luke 21:34-35)”. And elsewhere He says: “Go in through the narrow gate, because the gate to hell is wide and the road that leads to it is easy, and there are many who travel it. But the gate to life is narrow and the way that leads you there is hard, and there are few people who find it (Matthew 7:13-14)”.
My dear brethren, let us walk on that difficult road, so that we may inherit the eternal Life. That road demands repentance, fasting, vigil prayers, fervent prayers, humility (humble soul), alms giving, tears, lamentation, contempt of the flesh, and being watchful about your soul. If you are hated do not hate, forgive the person who did wrong to you, if you are treated unjustly do good and if the time demands it, do shed your blood for Christ.
On the contrary, “wide is the gate to hell and easy is the road that leads to destruction” (Matthew 7:13). That road may be enjoyable here, but there the end is sorrowful. Life is sweet here, but there life is intolerable and painful. Examples of the wide road are such as prostitution, adultery, debauchery, idolatry, wrangle, dissension, anger and rage, malice, murder, shameful entertainment and dances, luxurious meals and gluttony, as well as other things similar in nature. And the worst of all is lack of repentance and total obliviousness of the hour of death.
The holy Martyrs being mindful about that Day of the Second Coming did not pity their bodies, but suffered every kind of torment with great joy, in the hope of enjoying the eternal crown. For the same reason they fought in the mountains and in the deserts by fasting and in virginity, not only men but women as well, walking with perseverance in the narrow and afflicted road, and by so doing they earned the Heavenly Kingdom.
King David was meditating that dreadful judgment and the relentless Judge when he shed downpours of tears imploring God and saying: “Don’t put me, your servant, on trial; no one is innocent in your sight and if you want to judge us then no one will be saved” (Psalm 143:2).
[divider top="1"]
Therefore, before that Day comes, before the feast of this current life is over, before God comes and finds us unprepared, let us prepare to receive Him by confessing our sins, by fasting and repenting, with tears and good deeds.
Be mindful and do not say that you did not sin: “But if we live in the light – then we have the fellowship with one another, and the blood of Jesus, his Son, purifies us from every sin. If we say that we have no sin, we deceive ourselves, and there is no truth in us. But if we confess our sins to God, he will keep his promise and do what is right: he will forgive us our sins and purify us from all our wrongdoing” (1 John 1:7-10). So, whoever says that he/she did not sin is blind and deceives him/herself, not knowing that the devil can possess him/her not only by words but by deeds as well, by hearing, by vision and by thoughts.
Who can boast of their clean and pure heart, of clean and pure feelings? No one is sinless, no one is clean and pure, but Him Who even though was so rich and wealthy became poor for us. He is the only sinless One. He takes away the sin of the whole world, and does not wish the death of the sinners, but wishes their salvation. (John 1:29, 1st Tim 2:4)
Therefore, us too, let us take refuge in Him, because whoever took refuge in Him was saved. Let us despair not, my dear brethren, for our salvation. Did we sin? Let us repent! Thousands of times did we sin? Thousands of times let us repent! The Lord rejoices for every good deed; but especially does He rejoice for every single soul that repents. (Luke 15:10)
So come, let us fall upon His feet and let us worship Him, by confessing our sins.
https://www.youtube.com/user/KERMENI
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
https://docs.google.com/document/d/1iuauxpzIXEIdHU9SyrE5px254zfoGs5XDm2_vddyLME/edit?usp=sharing
ΑπάντησηΔιαγραφήσε Α3 https://docs.google.com/document/d/1NOD-Q46-OPCBeXDpDRq2ijRhQex134fAKnmM6Qtd1EY/edit?usp=sharing
ΑπάντησηΔιαγραφή