επιλογή κειμένων για τον θάνατο
π. Γ. Θ.
https://www.youtube.com/user/KERMENI
(βλέπε στις πληροφορίες: τα αρχεια μου -για δωρεάν κατέβασμα-, μπλογκ, φέισμπουκ)
ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ. Μητοπολιτη Ναυπάκτου, Ιερόθεου από το βιβλίο "Η ζωή μετά τον θάνατο".
Ο θάνατος είναι το φοβερώτερο μυστήριο που απασχολούσε ανέκαθεν το πνεύμα του ανθρώπου. Είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά και αιτία της αμαρτίας. Η θνητότητα, την οποία φέρουμε μέσα μας από την γέννηση, καθορίζει την πορεία της ζωής μας. Αν προσέξη κανείς τις αντιδράσεις του, θα διαπιστώση ότι όλες ξεκινούν από το πρόβλημα του θανάτου. Οι ανασφάλειες, ο φόβος, η φιλαυτία, από την οποία γεννιούνται η φιλοδοξία, η φιλοκτημοσύνη και η φιληδονία, και πολλά άλλα πάθη, έχουν την προέλευσή τους στην βίωση του θανάτου.
Ο θάνατος χωρίζει αγαπημένα πρόσωπα, διασπά την κοινωνία και ενότητα των οικογενειών, των αγαπημένων και σκορπίζει απελπισία και απόγνωση. Η αγάπη συνδέεται στενά με τον θάνατο. Αγαπά κανείς για να υπερβή το άγχος και την οδύνη του θανάτου που βιώνει στην ύπαρξή του, αλλά και όταν αγαπά και τότε αισθάνεται το πλησίασμα του θανάτου, ο οποίος κάποτε θα γίνη αιτία να σταματήση αυτή η αγάπη. Όποιος βλέπει τον έρωτα, την αγάπη έξω από την βίωση του θανάτου, τον αντιμετωπίζει εσφαλμένα, συναισθηματικά, γιατί η αγάπη συνδέεται με τον πόνο. Πόνο για την εύρεση της αγάπης, και πόνο για τον φόβο της στέρησης.
Έτσι, ο άνθρωπος ο οποίος σκέπτεται τον θάνατο εκφράζει μια αληθινότητα. Κανένα γεγονός δεν είναι τόσο βέβαιο όσο ο θάνατος. Ένας μεγάλος φιλόσοφος του νοήματος του όντος ο Χάϊντεγκερ, θα πη ότι το υπάρχειν είναι "υπάρχειν - προς - θάνατον". Πραγματικά, "αυθεντικως υπάρχειν σημαίνει παραδοχή του υπάρχειν προς θάνατον".
Ο Χριστιανισμός, που είναι η αληθινή φιλοσοφία, είναι μελέτη θανάτου. Οι άγιοι αντιμετώπισαν σωστά το μεγάλο αυτό πρόβλημα, που, βασανίζει τον άνθρωπο. Οι ασκητές της ερήμου είναι οι αληθινοί μελετητές του θανάτου. Όμως, αυτή η μελέτη γινόταν με την βίωση της Χάριτος του Θεού, και δεν σκορπούσε απελπισία και απόγνωση, αλλά ελευθερία, άνεση, αγάπη, ελπίδα, έξοδο από τα περιοριστικά όρια των αισθήσεων και των αισθητών. Γι’αυτό και ήταν αληθινοί άνθρωποι και κατ’ εξοχήν κοινωνικοί.
Οι άγιοι Πατέρες έδωσαν βαρύτητα στην μνήμη του θανάτου. Την θεώρησαν σαν το πλέον αποτελεσματικό μέσον για την απόκτηση του φόβου του Θεού, από τον οποίο γεννάται η μετάνοια. Γι’ αυτό επαινούν αυτόν που θυμάται την έξοδο από τον βίο αυτόν. "Μακάριος ο μνημονεύων της εξόδου αυτού, της εκ τούδε του βίου". Η διαρκής μνήμη του θανάτου είναι "χρηστός παιδαγωγός και του σώματος και της ψυχής". Η έννοια του θανάτου, που μελετάται από τον Χριστιανό, είναι παρεκτική σωτηριώδους λύπης. Η εναργής μνήμη του θανάτου είναι περιεκτική πολλών αρετών. Αυτός που θυμάται τον θάνατο εξασκεί πολλές αρετές. Η μνήμη του θανάτου γίνεται "΄γεννήτρια πένθους, προτροπή εγκρατώς έχειν εκ πάντων, υπόμνησις γεένης, μήτηρ ευχής και δακρύων, φυλακή καρδίας, απροσπάθεια του πηλού, ως πηλίνης, ...κάθαρσις λογισμών εμπαθών εκ καρδίας, περιεκτική πολλών εντολών δεσποτικών".
Έτσι, οι άγιοι Πατέρες είναι βέβαιοι ότι μέσα από την μελέτη του θανάτου περνά κανείς στην σωτηρία. Όπως είναι αδύνατον γι’ αυτόν που πεινάει να μην έχη την μνήμη του άρτου, έτσι είναι αδύνατον γι’αυτόν που ενδιαφέρεται για την σωτηρία του το μη "μνημονεύειν εξόδου και κρίσεως".
Η σύσταση των Πατέρων είναι να έχουμε αδιάλειπτη μνήμη θανάτου, που θα μας συνοδεύη και στον ύπνο και στην εγρήγορση. "Μνήμη Θεού συγκοιμηθήτω σοι, και συναναστήτω σοι". Η προτροπή τους είναι να θυμόμαστε τον θάνατο. "Και μνημονεύωμεν του θανάτου αεί".
Βέβαια, αυτή η μνήμη έχει στενή σχέση με την ενθύμηση όλων όσων θα ακολουθήσουν μετά τον θάνατο. Δεν πρόκειται για την αίσθηση ότι θα έλθη καιρός που θα πεθάνουμε, αλλά για γνώση ότι αυτή η στιγμή της εξόδου είναι καθοριστική για το αιώνιο μέλλον. Δεν πρόκειται, δηλαδή, μόνον για το γεγονός ότι θα στερηθή κανείς την παρούσα ζωή και τα αγαπητά του πρόσωπα, όπως το αισθάνονται οι φιλόσαρκοι, αλλά για γνώση ότι ακολουθεί κρίση και δικαστήριο, από το οποίο εξαρτάται η μελλοντική ζωή. Αυτό είναι το φοβερό γεγονός.
Η μνήμη του θανάτου βιώνεται με δύο τρόπους, όπως βλέπουμε στα έργα των αγίων Πατέρων.
Ο πρώτος είναι η λογική μνήμη ότι έρχεται το τέλος της βιολογικής ζωής, και ακολουθεί η κρίση. Είναι σημαντική και αυτή η μνήμη, αφού λυτρώνει τον άνθρωπο από την προσκόλληση στα γήϊνα, τον ελευθερώνει από την προσπάθεια, δηλαδή την υποδούλωση στα υλικά και αισθητά.
Ο δεύτερος τρόπος είναι η χαρισματική μνήμη ή μάλλον η υπαρξιακή αίσθηση του θανάτου. Πρόκειται για μεγάλο πνευματικό χάρισμα, το οποίο είναι αφ’ενός μεν καρπός της εμπειρίας του Θεού, αφ’ετέρου δε δύναμη τρομερή, που παρακινεί τον άνθρωπο σε διάπυρη προσευχή, σε ακράτητο στεναγμό, σε διαρκή αγώνα τηρήσεως των εντολών του Χριστού για να μεταμορφωθή όλος ο εσωτερικός κόσμος.
Ο αείμνηστος Αρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ με καταπληκτική ευχέρεια περιγράφει αυτόν τον δεύτερο τρόπο μνήμης θανάτου, που είναι ένα μεγάλο και ιδιαίτερο πνευματικό χάρισμα, το οποίο δίνει ο Θεός. Κατά παράδοξο τρόπο, εμπνεόμενος κανείς από την θεία Χάρη, βλέπει την εσωτερική ερήμωσή του, την αιωνία λήθη, την έλλειψη νοήματος για την ζωή. Βλέπει τον θάνατο μέσα του και γύρω του. Όλους τους ανθρώπους τους αισθάνεται θνητούς, όλη η κτίση πεθαίνει μαζί του. Σε αυτήν την κατάσταση αναπτύσσεται φλογερή και πύρινη προσευχή στον άναρχο και αθάνατο Θεό. Παράλληλα βιώνεται μια οδυνηρή αναζήτηση του ζωντανού Θεού.
Δεν πρέπει να θεωρηθή ότι μια τέτοια βίωση του θανάτου είναι τρομακτική και σκοτώνει το πνεύμα του ανθρώπου ή ότι του στερεί τις απαραίτητες ζωτικές ενέργειες και δυνάμεις για να συνεχίζη την ζωή του. Μπορεί και αυτό να συμβή, αν ο άνθρωπος το αντιμετωπίζει χωρίς την Χάρη του Θεού. Αλλά, αν μελετά τον θάνατο με πνευματική έμπνευση, δηλαδή με την ελπίδα στον Θεό, τότε ζωογονείται ακόμη περισσότερο. Δυνατές ενέργειες εισέρχονται μέσα στον ψυχοσωματικό οργανισμό του, αναπτύσσεται η ελπίδα για την αιώνια ζωή, για την υπέρβαση του θανάτου. Καλλιεργείται στην ύπαρξή του η απάθεια καί, γενικά, γίνεται ο πλέον κοινωνικός και αυθεντικός άνθρωπος. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι σήμερα η κοινωνία μας πάσχει από αυθεντικούς ανθρώπους.
Οι Χριστιανοί ζουν σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αλλά "άλλου αιώνος εισιν, υιοί Αδάμ του επουρανίου, γέννημα καινόν, τέκνα Πνεύματος αγίου, αδελφοί Χριστού φωτεινοί όμοιοι τω πατρί αυτών Αδάμ, τω πνευματικώ και φωτεινώ, εκείνης της πόλεως, εκείνου του γένους, εκείνης της δυνάμεως". Και γι’ αυτό, έχοντας τον Κύριο μαζί τους, κατά τον καιρό της εξόδου, "εν μεγάλη χαρά έρχονται προς τους άνω, και δέχονται αυτούς οι του Κυρίου εκεί ευτρεπήσαντες αυτοίς οίκους και παραδείσους και ενδύματα ολόλαμπρα και πολυτελή".
Η πραγματική πατρίδα είναι ο ουρανός. Και γι’ αυτό νικούν τον θάνατο με την δύναμη του Χριστού, ο οποίος τον νίκησε προηγουμένως, και διακατέχονται από ελπίδα, γιατί από τον πρόσκαιρο τόπο, από την εξορία, πηγαίνουν στην αληθινή πατρίδα.
Έτσι, εν Χριστώ γίνεται υπέρβαση του θανάτου. Όσοι ενώνονται με τον Χριστό δεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά τον θεωρούν μετάβαση στην ζωή. Αυτό το βλέπουμε σε δισεκατομμύρια αγίους, μάρτυρας, οσίους, εγγάμους, που έφυγαν με χαρά και ελπίδα προς τον Χριστό.
Είναι χαρακτηριστικό το τέλος της αγίας Γοργονίας, της αδελφής του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, όπως το περιέγραψε ο ίδιος στον επιτάφιο που εξεφώνησε. Ποθούσε την ανάλυσή της (τόν θάνατο) λόγω της μεγάλης παρρησίας που είχε προς τον καλούντα. Είχε αναπτυχθή μέσα στην καρδιά της έρωτας προς τον ερώμενο, "προσθήσω δ’ότι και τον εραστήν".
Είχε πληροφορηθή την ημέρα της κοιμήσεώς της και όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος, όταν ήλθε η καθορισμένη ημέρα, ετοιμάσθηκε για τον θάνατο και την εκδημία, "καί πληροί τον περί ταύτα νόμον δια της κατακλίσεως". Όταν κατάλαβε ότι έρχεται η ώρα της εξόδου της ψυχής από το σώμα, κατακλίθηκε στο κρεββάτι και περίμενε τον θάνατο. Κοιμήθηκε, αφού προηγουμένως συμβούλευσε τον άνδρα, τα παιδιά και τους φίλους της, και ομίλησε λαμπρώς για τα όσα συμβαίνουν στον ουρανό και έκανε την τελευταία ημέρα "πανηγύρεως ημέρα". Η ημέρα της εξόδου της ψυχής έγινε γι’ αυτήν ημέρα πανηγυριού. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας για τον θάνατό της, λέγει ότι η αδελφή του "λύεται" ή μάλλον καλύτερα "προσλαμβάνεται ή αφίπταται ή μετοικίζεται ή μικρόν προαποδημεί του σώματος".
Στο τέλος του επιταφίου αυτού ο άγιος Γρηγόριος μας παραθέτει και μια λεπτομέρεια, η οποία, όμως, είναι εκφραστική και δηλωτική της υπερβάσεως του θανάτου.
Στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν η αγία Γοργονία, την ώρα που πλησίαζε να φύγη από τον κόσμο αυτόν, επικρατούσε "σιγή βαθεία και τελετή τις θανάτου". Είναι ωραιότατος αυτός ο χαρακτηρισμός της ώρας του θανάτου. Πρόκειται για τελετή. Κάτι ψέλλιζε η αγία. Ο πατέρας της πλησίασε για να ακούση τί ακριβώς έλεγε. Και διασώζει την πληροφορία ότι έψελνε τα εξόδια ρήματα, την νεκρώσιμη ακολουθία. "Ψαλμωδία το υπολαλούμενον ήν, και ψαλμωδίας τα εξόδια ρήματα". Ο τρόπος κοιμήσεώς της ήταν, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, "μαρτυρία της παρρησίας", με την οποία γινόταν η έξοδός της.
Έτσι φεύγουν από τον κόσμο αυτόν οι άγιοι, όσοι έχουν παρρησία στον Θεό. Φεύγουν με την ελπίδα της αναστάσεως, με την βεβαιότητα ότι θα συναντήσουν τον εράσμιο Νυμφίο. Η ώρα της κοιμήσεως κρύβει ένα μυστήριο, γι’ αυτό και η ένταση τότε είναι μεγάλη. Επικρατούν ανάμεικτα αισθήματα. Μετάνοια, προσευχή, φόβος, ελπίδα, αναμονή συναντήσεως. Γι’ αυτό όχι μόνον αυτός που πεθαίνει πρέπει να προσεύχεται, αλλά και όσοι βρίσκονται γύρω του πρέπει να τον συνοδεύουν με τις προσευχές τους. Αυτήν την ιερή ώρα πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με ιερό δέος και έμπνευση πνευματική.
Αξιώθηκα από τον Θεό να βρεθώ σε όλη την διαδικασία της κοιμήσεως ενός αγίου ανθρώπου, του αειμνήστου Γέροντός μου Μητροπολίτου Εδέσσης Καλλινίκου. Όλη του η ζωή ήταν περίοδος προετοιμασίας για τον θάνατο. Συνεχώς τον θυμόταν και τον απασχολούσε. Είχε έντονη μνήμη θανάτου και αυτό επιβεβαιώνεται από πολλά περιστατικά.
Όμως, από την ημέρα που εκδηλώθηκε η ασθένειά του μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε, επτά ολόκληρους μήνες, έζησα την διαδικασία της τελετής του θανάτου ενός αγίου ανθρώπου. Επτά μήνες βρισκόταν, κατά κάποια αναλογία, στον κήπο της Γεθσημανή. Συνεχώς προσευχόταν για την συνάντηση με το ουράνιο κριτήριο. Ζούσε με ένταση πνευματική, διαρκή νήψη, αδιάλειπτη προσευχή. Έκανε τελεία υπακοή στο θέλημα του Θεού. Αξιώθηκε θείων εμπειριών. Όλα αυτά τα κατέγραψα σε βιβλίο που εξέδωσα για να τιμήσω την μνήμη του. Το γεγονός είναι ότι είδα πώς κοιμούνται τα "παλληκάρια" του Χριστού. Γνώρισα ένδοξη κοίμηση ενός αγνού και αγίου ανθρώπου. Βίωσα τί θα πη υπέρβαση του θανάτου.
"Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι" (Αποκ. Ιδ’, 13).
Μακάριοι, όσοι έζησαν με την βίωση της μνήμης του θανάτου. Μακάριοι, όσοι αισθάνθηκαν τον εγκάρδιο πόθο και έρωτα προς τον Νυμφίο Χριστό. Μακάριοι, όσοι πληροφορήθηκαν και γνώρισαν καλά ότι είναι άνθρωποι "άλλου αιώνος", άλλης πατρίδας, άλλου πολιτεύματος. Μακάριοι, όσοι ελκύσθηκαν από τον ερώμενον και τον εραστήν. Μακάριοι, όσοι υπερέβησαν τον θάνατο από την ζωή αυτή. Μακάριοι, όσοι κοιμήθηκαν με την ελπίδα της αναστάσεως. Μακάριοι, όσοι έφυγαν από τον κόσμο αυτόν, ομολογούντες "προσδοκώ ανάστασιν νεκρών". Μακάριοι, όσοι μπορούν να επαναλάβουν το ψαλμικό: "εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω". Μακάριοι, όσοι έζησαν ως νεκροί για την αμαρτία, και όσοι πέθαναν αναστημένοι από την αμαρτία. Μακάριοι, όσοι εξέρχονται από τον κόσμο αυτόν με την βεβαιότητα ότι πορεύονται στους πατέρας, στον λαό του Θεού.
"Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι".
Μακαρίζω τους ανθρώπους αυτούς που γνώρισαν την δύναμη της ζωής. Νοσταλγώ την μελέτη του θανάτου, που έζησαν, και συγκινούμαι μπροστά στον εγκάρδιο πόθο τους για τον ουρανό. Και ζητώ τις ευχές τους για να με αγγίξη αυτός ο πόθος, τον οποίο υποψιάζομαι, για να κοιμηθώ εν ειρήνη και μετανοία. Είναι η πιο μεγάλη μου επιθυμία.
Ο αείμνηστος Αρχιμ. Σωφρόνιος σε μια προσευχή που συνέταξε, μεταξύ των άλλων συμπεριλάμβανε και δύο αιτήματα: Το ένα να παρατείνη ο Θεός τις ημέρες της ζωής του, έως ότου προσφέρει σε Αυτόν μετάνοια αληθινή. Το δεύτερο, όταν θα αποφασίση ο Θεός να τον παραλάβη να του προγνωρίση το τέλος, ώστε να προετοιμασθή για την συνάντησή Του.
"Χάρισαί μοι, Κύριε, του γνώναι την αλήθειάν Σου προ του απελθείν με εκ της ζωής ταύτης. Παράτεινον τας ημέρας μου, έως αν προσφέρω Σοι μετάνοιαν αληθινήν. Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου, και όταν ευδοκήσης θείναι πέρας τη ζωή μου, προγνώρισόν μοι τον θάνατόν μου, ίνα η ψυχή μου ετοιμασθή προς συνάντησίν Σου. Εν εκείνη τη ημέρα τη μεγάλη και ιερά δι’ εμέ, γενού μετ’ εμού Κύριε, και απόδος μοι την αγαλλίασιν του Σωτηρίου Σου. Καθάρισόν με από παντός αμαρτήματος φανερού ή κρυφίου, από πάσης ανομίας κεκρυμμένης εν εμοί, και αξίωσόν με προσφέρειν Σοι καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού Βήματός Σου. Αμήν."
Αυτά τα δύο αιτήματα είναι οι πιο προσφιλείς δεήσεις μου. Παρακαλώ τον αναγνώστη να προσευχηθή για μένα στον Θεό για την εκπλήρωσή τους.Αδιάλειπτη ας είναι η προσευχή μας:"Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι παρά του Κυρίου αιτησώμεθα". "Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού Βήματος του Χριστού αιτησώμεθα". Διάπυρη ας είναι η κραυγή: "Π α ρ ά σ χ ο υ Κ ύ ρ ι ε".
Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ. Μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως την ορθόδοξης διδασκαλίας. Αναφορές για την μεταθανάτιο ζωή μέσα από τους βίους των άγιων, από τους πατέρες τις εκκλησίας, από θειες αποκαλύψεις σε απλούς ανθρώπους. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ. Πέτρος. Γιατί συμβαίνει, σε παρακαλώ και σε αυτά τα τελευταία χρόνια βλέπουν το φως τόσα πολλά σχετικά με τις ψυχές, τα οποια προηγουμένως έμεναν κρυμμένα; Με ξεκάθαρες αποκαλύψεις και φανερώσεις ο μέλλων αιώνας δείχνει να παρουσιάζεται και να διανοίγεται σε μας. Γρηγόριος. Έτσι είναι. Γιατί όσο ο παρών αιώνας πλησιάζει στο τέλος του, τόσο ο μέλλων αιώνας λόγο της εγγύτητας σαν να αγγίζεται ήδη κάπως και διανοίγεται με όλο και πιο έκδηλα σημεία. Και εφόσον σε αυτόν καθόλου δεν βλέπουμε αμοιβαία ο ένας τις σκέψεις του αλλου ενώ σε εκείνον διαβάζουμε ο ένας του αλλου την καρδιά, πώς να ονομάσω τον αιώνα αυτόν εκτός από νύχτα, και πως τον μέλλοντα εκτός από ημέρα; Αλλά κατά τον ίδιο τρόπο που τελειώνει η νύχτα και αρχίζει να ανατέλλει η μέρα πριν την ανατολή του ηλίου κατά κάποιο τρόπο ανακατεύονται μαζί το σκοτάδι και το φως, έως ότου τα υπολείμματα της νύχτας που φεύγει να μεταλλαγούν εντελώς σε φως της ημέρας που έρχεται, έτσι και το τέλος αυτού του κόσμου αναμιγνύεται με την αρχή του μέλλοντος αιώνα, και το ίδιο το σκοτάδι των υπολειμμάτων του φωταγωγείται ήδη από την κάποια σύμμειξη με τον κόσμο των πνευμάτων. Και από αυτά που είναι εκείνου του κόσμου ήδη πολλά διακρίνουμε, αλλά ακόμα δεν τα αναγνωρίζουμε τελείως, γιατι ειναι σαν να βλέπουμε το θολό είδωλο τους μπροστά στον ήλιο σε κάποια χαραυγή του νου μας. (ΆΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ- ΒΙΟΙ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΑΣΚΗΤΩΝ- ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΛΙ «ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ» ΑΓΙΑ ΆΝΝΑ- ΆΓΙΟ ΌΡΟΣ). ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ.
Μεταθανάτιες εμπειρίες αγιων και ορθοδόξων χριστιανών. Ο ΆΓΙΟΣ ΣΑΛΒΙΟΣ. Ο αγ. Σάλβιος από την πόλη Άλμπί της Ν. Γαλλίας, επίσκοπος Γαλατίας πού έζησε τον 6ο αιώνα, αφού υπήρξε νεκρός για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, επέστρεψε στη ζωή και διηγήθηκε στο φίλο του αγ. Γρηγόριο της Τουρώνης τά έξης: «Όταν σειόταν το κελί μου πριν τέσσερις ημέρες, και με είδατε νά κείτομαι νεκρός, δύο άγγελοι με ανύψωσαν και με μετέφεραν στο πιο ψηλό σημείο του Ουρανού, τόσο ψηλά πού έμοιαζε νά έχω κάτω από τά πόδια μου όχι μόνον αυτήν την άθλια γη, αλλά και τον ήλιο και το φεγγάρι, τά σύννεφα και τά άστρα. Κατόπιν πέρασα μαζί με τούς αγγέλους μέσα από μία πύλη ή οποία έλαμπε πιο πολύ κι απ' το φως του ήλιου και μπήκα σε ένα κτίριο πού το πάτωμά του ήταν καμωμένο από λαμπερό ασήμι και χρυσό. το φως πού υπήρχε ήταν αδύνατο νά περιγραφεί. Βρισκόταν εκεί ένα πλήθος ανθρώπων, πού δεν ήταν ούτε άνδρες ούτε γυναίκες, και κινούνταν πρός όλες τις κατευθύνσεις και σε τέτοια έκταση πού δέ μπορούσες νά δεις μέχρι πού έφτανε. Οι άγγελοί μου άνοιξαν δρόμο για νά περάσω μέσα από αυτό το πλήθος πού ήταν μπροστά μου, και φτάσαμε στό μέρος εκείνο το οποίο ατενίζαμε απ' όταν ακόμα βρισκόμαστε πολύ μακριά. Πάνω από εκείνο το μέρος έστεκε ένα σύννεφο λαμπρότερο από οποιοδήποτε φως, κι όμως δεν υπήρχε ούτε ήλιος ούτε φεγγάρι ούτε κανένα αστέρι και μάλιστα, το σύννεφο έλαμπε πιο πολύ απ' όσο θα μπορούσε νά λάμπει από μόνο του το καθένα από αυτά. μία φωνή ακούστηκε μέσα από το σύννεφο, πού θύμιζε τον ήχο από πολλά νερά πού έπεφταν. Εμένα τον αμαρτωλό με υποδέχθηκαν με μεγάλο σεβασμό κάποια όντα, μερικά από τά οποία φορούσαν άμφια και άλλα κανονικά ρούχα οι άγγελοι πού με οδηγούσαν μου εξήγησαν ότι αυτά τά όντα ήταν οι μάρτυρες και άλλοι άγιοι τούς οποίους τιμούμε εδώ στη γη και στους οποίους προσευχόμαστε με μεγάλη ευλάβεια. και ενώ στεκόμουν εκεί άρχισε νά με τυλίγει απαλά μία ευωδία τόσο γλυκιά πού, νιώθοντας νά "τρέφομαι" από αυτήν, δεν αισθανόμουν καμιά ανάγκη νά φάω η νά πιω τίποτα μέχρι αυτήν τη στιγμή πού σου μιλάω. Μετά άκουσα μία φωνή πού είπε: "Αφήστε αυτόν τον άνθρωπο να γυρίσει πίσω στον κόσμο, γιατί οι εκκλησίες μας τον έχουν ανάγκη". Παρότι άκουγα τη φωνή δέ μπορούσα νά δω ποιος μιλούσε. και τότε έπεσα μπρούμυτα στό έδαφος συντετριμμένος, κλαίγοντας. 'Αλίμονο, αλίμονο, Θεέ μου!" είπα. "Γιατί μου αποκάλυψες όλα αυτά πού είδα μόνο και μόνο για νά μου τά ξαναπάρεις πίσω;... "Ή φωνή πού μου είχε μιλήσει είπε: "Πορεύσου εν ειρήνη. Εγώ θα σε προστατεύω μέχρι νά σε ξαναφέρω και πάλι σ' αυτό το μέρος." Τότε οι οδηγοί μου άγγελοι με άφησαν και εγώ επέστρεψα περνώντας και πάλι μέσα από την πύλη από την οποία είχα εισέλθει, κλαίγοντας καθώς έφευγα.»*.
* ΆΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥΡΩΝΗΣ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ. ΒΙΒΛΙΟ VII, VITA PATRYM, ST, HERMAN MONASTERY PRESS 1988
Η μετά θάνατον ζωή, Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου
Οι υπόδικοι νεκροί
-Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλα «φαϊντά γιόκ[1]», δηλαδή δεν οφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συ- ναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
- Γέροντα, πως είναι οι κολασμένοι;
- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
- Και οι Άγιοι και ο ληστής[2];
- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών[3]», παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς[4] να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους[5]
- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχονται;
- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι' αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ' αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Η ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» η σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πη: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι' αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπεί- ρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία»[6], λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
- Εμ, όταν μπαίνη καποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι' αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός -θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν- και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη[7] σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ο,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι' αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ' όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάσθηκε στον ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».
- Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι' αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
- Άμα κάνης κομποσχοίνι γι' αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν άνάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι' αυτούς!
Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι' αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
- Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; Κάθε Σάββατο;
- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
- Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι' αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα ολόκληρο γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους
Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, έκτος από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο πάππους μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.
Η παρρησία των δικαίων προς τον Θεό
- Γέροντα, στην προς Αρχαρίους Επιστολή σας γράφετε: «Παρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί μοναχοί ότι αυτό που απολαμβάνουν σ' αυτήν την ζωή είναι μέρος της χαράς του Παραδείσου και ότι στον Παράδεισο θα είναι περισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να βοηθούν τους ανθρώπους με την προσευχή, να επεμβαίνη ο Θεός και να βοηθιέται ο κόσμος»[8].
- Γράψε: «Θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να συμπάσχουν με τους ανθρώπους και να τους βοηθούν με την προσευχή».
- Στην άλλη ζωή, Γέροντα, ένας σωστός μοναχός πάλι δεν θα βοηθάη με την προσευχή του τους ανθρώπους;
- Και στην άλλη ζωή θα βοηθάη με την προσευχή του, αλλά δεν θα υποφέρη, ενώ τώρα συμπάσχει δεν περνάει χαρούμενα εδώ, «με χαρούμενη την όψη και με βλέμμα λαμπερό»! Όσο όμως υποφέρει για τον πλησίον του, τόσο ανταμείβεται με θεία παρηγοριά, και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο και η πληροφορία ότι βοηθιέται ο άλλος. Αύτη η παραδεισένια χαρά είναι η θεία ανταμοιβή για τον πόνο που νιώθει για τον αδελφό του.
- Δηλαδή, Γέροντα, οι Άγιοι που επικαλούμαστε να μας βοηθήσουν δεν συμπάσχουν μαζί μας;
- Εκεί δεν έχει πόνο, βρε παιδάκι μου! Στον Παράδεισο υποφέρουν; «Ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός»[9] δεν λέει;
Ύστερα οι Άγιοι έχουν υπ όψιν τους την θεία ανταμοιβή που θα λάβουν όσοι άνθρωποι βασανίζονται σ' αυτήν την ζωή και αυτό τους κάνει να χαίρωνται. Μα και ο Ίδιος ο Θεός που έχει τόση αγάπη, τόση ευσπλαχνία, πως αντέχει αυτόν τον μεγάλο πόνο των ανθρώπων; Αντέχει, γιατί έχει υπ' όψιν Του την θεία ανταμοιβή που τους περιμένει. Όσο δηλαδή βασανίζονται εδώ οι άνθρωποι, τόσο τους αποταμιεύει εκεί ουράνιο μισθό. Ενώ εμείς αυτά δεν τα βλέπουμε και συμπάσχουμε με όσους υποφέρουν. Γι' αυτό, όταν κάποιος τα βλέπη λίγο αυτά και έχη υπ' όψιν του την ανταμοιβή που θα λάβουν, δεν υποφέρει τόσο πολύ.
- Όταν, Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να βοηθήση κάποιον κεκοιμημένο που δεν έχει ανάγκη, πάει χαμένη αυτή η προσευχή;
- Πως να πάη χαμένη; Όταν λέμε «ανάπαυσον τον τάδε» και αυτός είναι σε καλή θέση στην άλλη ζωή, δεν παρεξηγείται ίσα- ίσα συγκινείται. «Για δες, λέει, εγώ είμαι σε καλή θέση και εκείνοι αγωνιούν», οπότε φιλοτιμείται και μας βοηθάει πιο πολύ, πρεσβεύοντας στον Θεό για μας. Άλλα που να ξέρης σε τι κατάσταση βρίσκεται ο άλλος; Φυσιολογικά κάνεις ευχή πρώτα γι' αυτούς που γνωρίζεις ότι με την ζωή τους λύπησαν τον Θεό και εύχεσαι και για άλλες ανάλογες περιπτώσεις και ύστερα εύχεσαι και για όλους τους κεκοιμημένους.
http://www.impantokratoros.gr/Ppaisios-metathanaton.el.aspx#_ftnref2
ΘΑΝΑΤΟΣ - ΜΕΤΑΝΟΙΑ.
Η ψυχή του ανθρώπου, όταν δημιουργήται από τον Θεό βρίσκεται σε καθαρή κατάσταση, στον φωτισμό. Ό θάνατος, πού δεν είναι δημιούργημα τον Θεού αλλά ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου - επειδή απομακρύνθηκε από τον Θεό, πού είναι η αληθινή ζωή - είναι κάτι το συνταρακτικό στην ζωή του ανθρώπου, είναι ένα παράσιτο, πού δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ή ενανθρώπηση του Χριστου απέβλεπε στην νίκη εναντίον του θανάτου. Παρά την νίκη του πάνω στον θάνατο, ο άνθρωπος τον γεύεται, ώστε δια του τρόπου αυτού να νικηθούν τα πάθη και η αμαρτία. Μέσα στην Εκκλησία γευόμαστε την υπέρβαση του θανάτου. Οι δίκαιοι πού συνδέονται με τον Χριστό, τον νικητή του θανάτου, δεν φοβούνται τον θάνατο, όταν πλησιάζει στην ύπαρξη τους, δεν πτοούνται από τους δαίμονες πού θέλουν να αρπάξουν την ψυχή τους. Ή ώρα και η ήμερα του θανάτου στους αγίους είναι ονομαστήριος ήμερα, αφού τότε εορτάζουν και πανηγυρίζουν. Το φοβερό μυστήριο του θανάτου, πού είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, γίνεται μια τελετή, μια μετάβαση από τα λυπηρότερα στα θυμηδέστερα, διάδοση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Το σώμα του ανθρώπου μετά τον θάνατο απλώς κοιμάται, γιατί ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, έως την Δευτέρα Παρουσία του Χριστου, οπότε οι ψυχές θα εισέλθουν στα αναστημένα σώματα, για να παρουσιασθούν ενώπιον του φοβεροί βήματος του Χριστου και να κριθούν. Ό φόβος του θανάτου, πού καλλιεργήθηκε από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται για να φθάσουμε στην αφοβία του θανάτου. Ό φόβος του θανάτου, και όλων των δεινών πού συνδέονται με αυτόν, καλλιεργεί την μετάνοια. Δεν πρόκειται για έναν φόβο με ψυχολογικό περιεχόμενο, αλλά για πνευματικό φόβο, πού αναπτύσσει την μετάνοια και δημιουργεί έμπνευση για προσευχή και σωτηρία. Δεν μπορεί να νοηθεί μετάνοια χωρίς τον φόβο του θανάτου. Γι' αυτό, όσοι επιδιώκουν με τον στοχαστικό λόγο να αμβλύνουν το φοβερό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποτρέπουν τον άνθρωπο από την μετάνοια, πού συνιστά τον πραγματικό θάνατο της ψυχής. Πραγματικά, ο φόβος του θανάτου οδηγεί στην αφοβία και την υπέρβαση του θανάτου. ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΒΛΑΧΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ.http://img.pathfinder.gr/clubs/files/60331/64.html
Θάνατος και χαρά, του Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Γοντικάκη, Προηγουμένου της Ι. Μ. Ιβήρων, από το περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς «Πειραϊκή Εκκλησία», τεύχος 214, Απρίλιος 2010
***
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο, τὰ συναισθήματα ποὺ κυριαρχοῦν εἶναι ἡ θλίψη, ἡ ἀπογοήτευση καὶ ὁ φόβος. Ὁ π. Βασίλειος στὴν ἱστορική, πλέον, ὁμιλία του στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. τὸ 1986 ἔδειξε, μὲ ἀφορμὴ τὴν πορεία πρὸς Ἐμμαούς, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὸ θάνατο.
***
Σήμερα, λοιπόν, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν θάνατο καὶ μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ ἡ ἀγωνία, ἂν θέλετε καὶ ἡ ἀπογοήτευση τῶν μαθητῶν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ φόβος τους. Γιὰ αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω τὴν πρὸς Ἐμμαοὺς πορεία.
Θὰ τὸ πῶ μὲ δύο λόγια μιᾶς καὶ εἶναι γνωστὴ ἡ πορεία: Δύο μαθητές, τρεῖς μέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, προχωροῦν εἰς Ἐμμαούς, συζητοῦν μεταξύ τους γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀγωνιοῦν, μιλοῦν γιὰ τὰ γεγονότα. Ἔρχεται ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν, καὶ τοὺς ἑρμηνεύει τὶς γραφές. Ἐν τέλει Τὸν ἀγαποῦν αὐτὸν τὸν Συνοδοιπόρο. Τοῦ λένε ≪μεῖνε μαζί μας≫. Μένει. Φτάνουν στὸ τραπέζι καὶ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου Τὸν γνωρίζουν. Τότε Αὐτὸς γίνεται ἄφαντος, ἐκεῖνοι γεμίζουν χαρὰ καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Οἱ δύο μαθητές, λοιπόν, μιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ἐκεῖνος παρουσιάστηκε δίπλα τους νὰ συμπορεύεται. ≪Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν≫. Τὰ μάτια τους ἦταν ἀκόμα κλειστὰ καὶ δὲν Τὸν γνώρισαν. Νομίζω ἕνα μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ ἑξῆς: ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ εἶναι καὶ ὁ ἀληθινὸς Συνοδοιπόρος μας. Κι ἂν τυχὸν ἀγωνιοῦμε, ἂν συζητᾶμε, ἂν ψάχνουμε, ἂν βαδίζουμε, ἂν τυχὸν γιὰ κάπου πᾶμε, Αὐτὸς εἶναι μαζί μας. Μά, λέει κάποιος: ≪δὲν Τὸν ξέρουμε≫. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ἕνα πράγμα: μαζὶ μὲ τὴν ἀγωνία μας καὶ Αὐτὸς συμπορεύεται. Καὶ ἂς μὴν Τὸν διακρίνουμε.
O Χριστός, στὴ συνέχεια, δὲν θέλει νὰ τοὺς κάνει διδασκαλία, ἀλλὰ θέλει νὰ τοὺς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ποῦν αὐτὰ ποὺ ἔχουν μέσα τους. Γι’ αὐτὸ προσποιεῖται ἄγνοια καὶ μάλιστα ἐπιμένει. Τότε ≪τοῦ ἐξηγοῦν≫ γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο τὸν ὁποῖο παρέδωσαν ≪οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρίμα θανάτου≫ καὶ Τὸν σταύρωσαν. Στὴ συνέχεια λένε κι οἱ δύο τους τὸν πόνο τους: ≪Ἐμεῖς ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς θὰ λύτρωνε τὸ Ἰσραήλ. Ἀλλὰ ἤδη πέρασαν τρεῖς μέρες ἀφοῦ ἔγιναν αὐτά, ἀφοῦ Τὸν σταύρωσαν καὶ δὲν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε ποὺ νὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες μας. Μᾶς παραξένεψαν μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὴ δική μας συντροφιά, γιατὶ πῆγαν πρωὶ στὸ μνημεῖο καὶ λένε ὅτι δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα Του. Ἦλθαν καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων κι ὅτι οἱ ἄγγελοι λένε ὅτι ζεῖ. Καὶ πῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ μᾶς στὸ μνημεῖο καὶ τὸ βρῆκαν ἔτσι ὅπως εἶπαν οἱ γυναῖκες, ≪Αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον≫≫.
Τοὺς δίνει, λοιπόν, τὴ δυνατότητα ὁ Χριστὸς νὰ ποῦν τὸ λογισμό τους. Αὐτοί, μὲ τετράγωνη λογική, λένε ὅτι ≪Ἐμεῖς ἐλπίζαμε. Τώρα δὲν ἐλπίζουμε. Τί νὰ ἐλπίζουμε; Ἐφ’ ὅσον Αὐτὸς σταυρώθηκε, πέθανε καὶ εἶναι τρεῖς μέρες ποὺ πέρασαν, τελείωσε ἡ ἱστορία≫. Ἀποδεικνύουν τετραγωνικὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐλπίζει κανείς. Νομίζω ὅτι ὁ μεγάλος δάσκαλος, ὁ Χριστός, αὐτὸ ἤθελε νὰ ποῦν κι αὐτοί. Αὐτὸ ἤθελε νὰ βγάλει ἀπὸ μέσα τους: ὅτι, κοίταξε, μὲ τὴν τετράγωνη λογική, ἡ ὑπόθεση τελείωσε - καὶ νομίζω ὅτι εἶναι καλὸ νὰ τελειώνουν οἱ ὑποθέσεις.
Ὅμως ἀρχίζει Ἐκεῖνος καὶ μιλᾶ: ≪Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται≫. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος ἔνιωθε ὅτι ἦταν φίλοι Του, τοὺς μιλάει αὐστηρά. Καὶ λέει τὴ φράση τὴ μεγάλη παρακάτω: ≪Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξα αὐτοῦ;≫ Δὲν ἔπρεπε νὰ πάθει αὐτὰ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ περάσει στὴ δόξα Του; Στὸ σημεῖο αὐτὸ μπαίνουμε στὸ μεγάλο μυστήριο καὶ λέμε: Ἂν τυχὸν ἔπρεπε νὰ πάθει Αὐτός, ποὺ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐμεῖς τί πρέπει νὰ πάθουμε;
Ἄρχισε ἀπὸ τὸν Μωυσῆ καὶ ὅλους τοὺς προφῆτες καὶ ἐξήγησε σὲ ὅλες τὶς γραφὲς αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ πρόσωπό Του. Μαζὶ μὲ τὴν πορεία προχωροῦσε καὶ ἡ ἑρμηνεία, κι ἔβλεπαν οἱ μαθητὲς ὅτι κάπου ἀλλοῦ τοὺς πηγαίνει. Μόλις ἔφτασαν στὴν πόλη ὅπου πήγαιναν, Αὐτὸς προσποιήθηκε ὅτι πάει κάπου ἀλλοῦ. Ἀλλὰ αὐτοί: ≪παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες μεῖνον μεθ’ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστι καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα≫. Νομίζω ὅτι οἱ μαθητὲς εἶπαν: Τώρα ποῦ πᾶς; Τελείωσε ἡ μέρα, τελειώνει ἡ πορεία. Ἔτσι ποὺ μᾶς ἔκανες δὲν μποροῦμε νὰ φύγουμε ἀπὸ κοντά Σου, οὔτε Ἐσὺ ἀπὸ μᾶς, ἔλα νὰ μείνεις μαζί μας. Καὶ ὁ Χριστὸς πέρασε μαζί τους.
Καὶ ≪ἐν τῷ κατακλινθῆναι αὐτὸν μετ’ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἀπέδιδον αὐτοῖς, αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν≫. Μετὰ ἀπὸ τὸν λόγο, τὴν ἱερολογία, φτάσαμε στὴν ἱερουργία. Ἔγιναν οἱ ἐξηγήσεις καὶ δὲν ἔμενε πιὰ τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ πράξη τῆς ἱερουργίας. O Χριστὸς δὲν εἶπε τίποτα, ἀλλὰ τεμάχισε τὸν ἄρτο. Ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου Τὸν γνώρισαν καὶ μόλις Τὸν γνώρισαν ἔγινε ἄφαντος, χάθηκε. Φυσικά, ἐγὼ νομίζω ὅτι ὅταν λέμε χάθηκε ἐννοοῦμε βρέθηκε. Γιατὶ ἂν τυχὸν ἔμενε θὰ τὸν ἔχαναν⋅ θὰ ἔλεγαν ὅτι ≪Αὐτὸς εἶναι ἐδῶ, ἐκεῖ≫, θὰ Τὸν ἐντόπιζαν, ἐνῷ Αὐτὸς εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁπότε ἀφοῦ Τὸν κατάλαβαν, παίρνουν δύναμη, ἀνοίγονται οἱ ὀφθαλμοί τους. Ἑπομένως ≪διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί τους≫ σημαίνει ὅτι ἄρχισαν νὰ βλέπουν τὰ ἀόρατα, νὰ καταλαβαίνουν τὰ περασμένα καὶ νὰ ἔχουν δύναμη γιὰ νὰ προχωρήσουν στὰ μέλλοντα, δηλαδὴ νὰ συνεχιστεῖ ἡ πορεία.
Ὁπότε γνωρίζουν τώρα μέσα στὴν Θεία Εὐχαριστία, ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου, τὶς γραφὲς ἀληθινά. Γνωρίζουν αὐτὰ ποὺ πέρασαν καὶ παίρνουν δύναμη γιὰ νὰ προχωρήσουν. Ὁ Κύριος γνωρίζεται ὡς ἄρτος κλώμενος καὶ αἷμα ἐκχυνόμενον. Στὴν κλάση τοῦ ἄρτου γνωρίζεται ὁ Κύριος καὶ ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο ≪ἐν τῇ κλάσει τῇ ἡμετέρᾳ≫. Ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πονέσουμε, ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πεθάνουμε, δὲν σταυρωθοῦμε, δὲν πρόκειται νὰ γνωρίσουμε τὸν Κύριο. Ὅπως καὶ Κεῖνος ἔπρεπε νὰ πάθει γιὰ νὰ μπεῖ στὴ δόξα Του, καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ πάθουμε, πρέπει νὰ ὑποφέρουμε. Ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία γιὰ νὰ ἀνοιχτοῦν τὰ μάτια μας καὶ ἔτσι νὰ Τὸν βλέπουμε διαφορετικά.
Εἴμαστε ἄνθρωποι, πονᾶμε καὶ ἔχουμε τὴ δική μας λογική. Κι ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει τὸν λογισμό μας. Δίδει τὶς ἀφορμές, στοὺς μαθητές, νὰ ἀκοῦν τὸ λογισμό τους καὶ νὰ δικαιολογήσουν τετραγωνικὰ τὴν ἀπελπισία τους. Ἀλλὰ ὅμως ὅταν ἀπελπίζεσαι, ὅταν ψάχνεις, ὅταν πορεύεσαι, Αὐτὸς εἶναι μαζί σου. Στὴ συνέχεια θὰ ἔρθει καιρός, ὅταν φτάσεις πιὰ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου, ὅταν φτάσεις στὸν πολὺ πόνο καὶ εἶσαι μαζί Του, νὰ διανοιχτοῦν οἱ ὀφθαλμοί σου. Τότε Τὸν βλέπεις, Ἐκεῖνος χάνεται, δηλαδή, μένει διαρκῶς μαζί σου...
Ἐντάξει ἡ λογική μας, ἐντάξει ἡ ἀναζήτησή μας ἀλλὰ εἴμαστε πλασμένοι γιὰ κάτι μεγαλύτερο. Ὅ,τι κι ἂν πετύχουμε μὲ τὴ δική μας ἀναζήτηση, μὲ τὴ δική μας γνώση δὲν μᾶς ἱκανοποιεῖ. Ὁ Χριστὸς ἔχει νὰ δώσει σὲ μᾶς κάτι πολὺ μεγαλύτερο καὶ δὲν μᾶς τὸ ἔδωσε πρὶν Αὐτὸς πάθει καὶ μπεῖ στὴ δόξα Του. Δηλαδή, μποροῦμε νὰ πεθάνουμε καὶ νὰ ζήσουμε. Μποροῦμε νὰ χαθοῦμε καὶ νὰ βροῦμε τὴν ψυχή μας, κι ἂν κανεὶς θέλει νὰ τὴν σώσει, θὰ τὴν χάσει. Κι ἂν τὴν χάσει ἐνσυνείδητα, ὅπως λέει, ≪ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου≫ αὐτὸς θὰ τὴν σώσει. Ὁπότε νομίζω ὅτι τὸ μεγάλο πράγμα ποὺ ἔχουμε καὶ κουβαλᾶμε δὲν εἶναι τὸ τί ἔχουμε ἀλλὰ τὸ τί εἴμαστε. Αὐτὸ ποὺ λέει καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: τὸ μεγάλο πράγμα εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι κοινωνοὶ τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ μποροῦμε σιγά-σιγὰ νὰ ἀναχθοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν ἄλλη λογική. Ὁπότε τὰ πάντα εἶναι εὐλογία.
Ὅπως οἱ νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, καὶ ζοῦσαν σὲ αὐτὸν τὸν παράδεισο. Ὁπότε λένε: ≪ἂν τυχὸν μᾶς ἀφήσετε νὰ ζήσουμε σᾶς εἴμαστε εὐγνώμονες γιατὶ ζοῦμε στὸν παράδεισο, μέσα σὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ἄλλη λογική, ἐὰν μᾶς σκοτώσετε, σᾶς εἴμαστε χίλιες φορὲς πιὸ εὐγνώμονες γιατὶ τὸ συντομότερο θὰ δοκιμάσουμε αὐτὸ τὸ πράγμα τὸ ὁποῖο δὲν παρέρχεται καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Κι ὁ καθένας τότε γεννιέται, ὅταν πεθαίνει καὶ τότε ἀγκαλιάζει ὅλους καὶ βρίσκει μὲς τὴν καρδιά του ὅλους≫.
Καὶ ταυτόχρονα ἐνῷ μιλᾶμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ὑποτιμοῦμε τὸ σῶμα ἀλλὰ ἀντίθετα βλέπουμε ὅτι θεώνεται. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντίθετη κίνηση ποὺ γίνεται μέσαἐδῶ. Δηλαδή, δὲν ἑνώνεται μόνο ἡ πορεία μὲ τὴ στάση, ἡ θεότης μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ γίνεται καὶ μία ἀντίστροφη κίνηση, ὅπως λέει τὸ Συναξάρι τῶν Ἁγίων Πάντων, ≪τὸ Πνεῦμα κάτεισιν καὶ ὁ Νοῦς ἄνεισιν≫. Τὸ πνεῦμα κατέρχεται, ὁ λόγος σαρκοῦται καὶ τὸ χῶμα, ἡ φύση μας, ἀναλαμβάνεται, θεώνεται. Καὶ τὸ πιστεύουμε αὐτὸ καὶ τὸ περιμένουμε νὰ γίνει κάποτε, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τώρα. Ἤδη προγεύεται κανείς, νομίζω, προπαντὸς ὁ πονεμένος καὶ σφαγμένος, ὁ τιμημένος μὲ τὸ νὰ δεχτεῖ πολλὲς δοκιμασίες, νιώθει σὰν ἄλλο σκαμμένο χωράφι ποὺ μπαίνει μέσα μιὰ νωτίδα οὐράνια, ἔτσι μπαίνει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μέσα στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μία ἄλλη παράκληση θεϊκὴ καὶ προχωρεῖ εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν.
Ὁπότε τὸ θέμα, νομίζω, δὲν εἶναι ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε μία ψεύτικη ἐρώτηση ἢ νὰ δώσουμε μία ψεύτικη ἀπάντηση σχετικὰ μὲ τὸν θάνατο. Τὸ θέμα εἶναι ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κύριος, ὅτι τὸ χωράφι τὸ ἀγαθό, ἡ γῆ ἡ καλὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δέχονται τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ καρποφοροῦν ἐν ὑπομονῇ. Μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή; Κάποιος γεωργὸς ὑπάρχει ποὺ φροντίζει γιὰ μᾶς. Μποροῦμε νὰ περιμένουμε;
Μὰ λέει κανείς: ≪βρὲ παιδάκι μου, πεθαίνουμε≫. Βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι τὸ ἄρρωστο παιδὶ ποὺ ἔφερε ὁ πατέρας, ἔπεσε κάτω ξερὸ σὰν νεκρὸ καὶ πολλοὶ ἄρχισαν νὰ λένε πὼς πέθανε. Νομίζω ὅτι δὲν ἔχει σημασία ἂν νομίζουμε ἐμεῖς ὅτι πεθάναμε, ἂν νομίζουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅτι καὶ ἐμεῖς πεθάναμε. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ μένουμε κοντὰ στὰ πόδια κάποιου ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε ≪προτοῦ τὸν κόσμον εἶναι≫, προτοῦ ὑπάρξει ὁ κόσμος κι ὁ ὁποῖος ≪τὰ πάντα διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους του ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παρήγαγε≫.
Ὁπότε ἐὰν τυχὸν εἶσαι δίπλα σὲ Αὐτόν, ἄσχετα ἂν εἶσαι πεθαμένος ἢ ζωντανὸς ἐλπίζεις καὶ περιμένεις νὰ ἔρθει ἡ ζωή. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἡ ζωὴ ἔρχεται διὰ τοῦ θανάτου. Ὅπως ὁ σπόρος, ἐὰν δὲν πέσει στὴ γῆ νὰ πεθάνει, μένει μόνος, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἂν δὲν πονέσουμε θὰ μείνουμε μόνοι.
Τὸ θέμα εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὅτι πολὺ πονοῦμε καὶ λίγο ζωογονούμαστε, πολὺ ὑποφέρουμε καὶ λίγο μπαίνουμε στὴ χαρά. Νομίζω ὅτι τὸ μήνυμα τὸ χαρούμενο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ περάσουμε τὴ ζωηφόρο νέκρωση. [...]
Θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ μᾶς πεῖ ψεύτικα πράγματα, δὲν θέλει. Θέλει νὰ μᾶς φέρει στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ γιὰ νὰ μπεῖς στὴν αἰώνια ζωὴ πρέπει νὰ περάσεις ἀπὸ τὸν θάνατο. Θὰ μποροῦσε ὁ Χριστός, ἂν ἦταν ταχυδακτυλουργός, νὰ ἔκανε αὐτὸ ποὺ ζήτησαν οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ἔλεγαν ≪κατέβα ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ θὰ πιστέψουμε≫. Θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει. Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει. Κατέβηκε ἀπὸ τὸν Σταυρὸ νεκρός. Νεκρὸς γιὰ νὰ νικήσει τὸν θάνατο γιὰ πάντα, γιὰ ὅλους μας.
Ὑπάρχει μέσα μας ἕνας συγκεκριμένος δυναμισμὸς καὶ διὰ τοῦ θανάτου, μέσα στὴ γῆ τὴν καλὴ καὶ ἀγαθὴ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ὁ δυναμισμὸς ἐκρήγνυται καὶ προχωροῦμε σὲ ἄλλο τόπο, σὲ ἄλλο χῶρο, ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται καὶ τὰ πάντα λειτουργοῦν διαφορετικά. Αὐτὸς ὁ ἄλλος χῶρος καὶ ὁ ἄλλος χρόνος εἶναι αὐτὸς ἐδῶ ποὺ ζοῦμε. Ἂν θὰ πᾶμε μὲ πύραυλους στὰ ἀστέρια δὲν αὐξάνει ὁ χῶρος τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ ἐλευθερία μας. Ἂν τυχὸν παρατείνουμε τὴ ζωή μας μὲ μεταμόσχευση καρδιᾶς δὲν γευόμαστε τῆς χάριτος τῆς αἰωνιότητος.
Σὲ μία στιγμὴ μπορεῖ νὰ χωρέσει ἡ αἰωνιότης καὶ μέσα σὲ ἕνα μικρὸ ἅγιο μαργαρίτη νὰ χωρέσει ὅλος ὁ Χριστός. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἐνῷ ἔρχεται νὰ μᾶς φέρει τὴ χαρὰ , ἐνῷ ἔρχεται νὰ μᾶς φέρει τὴ ζωή, λέει: ≪μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες καὶ οὐαὶ οἱ γελῶντες≫. Ἀκριβῶς γιατὶ θέλει νὰ μᾶς φέρει τὸν πραγματικὸ γέλωτα, τὴν πραγματικὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ ἀπὸ σήμερα...
Ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα τῆς Χριστιανικῆς Φοιτητικῆς Ἕνωσης.
http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3550&Itemid=29
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης (+258 μ.Χ.),«De Mortalitate», (P.L. 4, 58 3-602)
Δέν πρέπει νά θλιβώμεθα, ἀγαπητοί χριστιανοί ἀπό τήν ἐκδημία τῶν ἀδελφῶν μας πρός τόν Θεό, ἀφοῦ γνωρίζομε καλά ὅτι δέν ἔχουν χαθῆ, ἀλλ᾿ ὅτι ἁπλῶς προηγοῦνται ἀπό ἐμᾶς. Ξέρομε πράγματι ὅτι δέν μᾶς ἐγκαταλείπουν παρά γιά νά προπορευθοῦν, ὅπως κάνουν συχνά οἱ ταξιδιῶτες καί οἱ ναυτικοί. Μποροῦμε νά λυπούμεθα, χωρίς ὅμως νά θρηνοῦμε τήν ἀπώλειά τους.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέμφεται κάθε ἄνθρωπο πού δοκιμάζει θλίψι μέ τόν θάνατο τῶν δικῶν του, τόν ἐπιπλήττει καί μάλιστα τόν κατηγορεῖ: «Οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα. εἴ γάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὔτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει (θά φέρη) σύν αὐτῷ» (Α' Θεσσ., δ' 13-14). Πράγμα πού σημαίνει ὅτι αὐτοί πού θλίβονται γιά τόν θάνατο τῶν δικῶν τους, εἶναι πράγματι αὐτοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα.
Ἑπομένως, ἐμεῖς πού ζοῦμε μέ τήν ἐλπίδα καί πιστεύομε στόν Θεό, ἐμεῖς πού ἔχομε τήν πεποίθησι ὅτι ὁ Χριστός ὑπέφερε γιά ἐμᾶς καί ἀνέστη, πού ἔχομε ἀναγεννηθῇ δι' Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ, γιατί θλιβόμεθα τόσο μέ τήν ἐκδημία τῶν δικῶν μας, σάν νά ἦσαν χαμένοι διά παντός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας, μᾶς ἐνισχύει μέ αὐτούς τούς λόγους: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. ια΄, 25-26). Ἐάν, λοιπόν, πιστεύομε στόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐάν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στούς λόγους καί στίς ὑποσχέσεις Του, δέν θά πεθάνομε ποτέ.
Ἄς μήν λησμονοῦμε ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι μία τελική ἔξοδος, ἀλλά ἕνα πέρασμα, μιά πρόσκαιρη πορεία πρός τήν αἰωνιότητα. Ποιός δέν θά βιαζόταν νά φθάση σέ μία ζωή καλύτερη; Ποιός δέν θά ἦταν ἀνυπόμονος νά ἀλλάξη μορφή, νά μεταμορφωθῆ κατ᾿ εἰκόνα Χριστοῦ καί νά πλησιάση τό ταχύτερον στήν οὐράνια εὐγένεια καί δόξα, ὅπως τό κηρύσσει ὁ ἀπ. Παῦλος: «Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καί σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὅς μετασχηματίσει τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τό γενέσθαι αὐτό σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ» (Φιλ. γ΄, 20).
Ὅπως μαρτυρεῖ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὁ Ἐνώχ ἁρπάχθηκε ἀπό τήν ζωή, αὐτός πού εἶχε τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ: «Εὐηρέστησεν Ἐνώχ τῷ Θεῷ, καί οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γεν. ε΄, 24). Διά μέσου τοῦ Σολομῶντος, τό ἅγιον Πνεῦμα μᾶς διδάσκει ὁμοίως ὅτι, αὐτοί πού εὐαρεστοῦν στόν Θεό, καλοῦνται πρόωρα ἀπό τήν ζωή καί ἐλευθερώνονται γρηγορώτερα ἀπό τόν κόσμο· ἀπό φόβο μήπως, ἡ πολύ μεγάλη παραμονή στήν γῆ, συμβῆ νά τούς φθείρη: «Ἡρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ. Ἀρεστή γάρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχή αὐτοῦ· διά τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας» (Σοφ. Σολ. ιδ΄, 11-14)
Εὑρίσκομε ἀκόμη μέσα στούς Ψαλμούς τό παράδειγμα τοῦ Δαυίδ, μιᾶς ψυχῆς ἀφοσιωμένης στόν Θεό μέ τήν πίστι τήν πνευματική, πού σπεύδει μέ βιασύνη πρός τόν Κύριο: «Ὡς ἀγαπητά τά σκηνώματά Σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. Ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. πγ΄, 2).
Εἶναι ἴδιον ἐκείνου πού ὁ κόσμος γοητεύει, πού ἀφήνεται νά πλανηθῆ ἀπό τά ἀπατηλά θέλγητρα τοῦ κόσμου, νά ἐπιθυμῆ νά παραμείνη ἐπί μακρόν στήν ζωή. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅμως, μᾶς ὑποχρεώνει ζωηρά νά μή προσηλωνόμεθα στόν κόσμο, ὑπακούοντες στίς σαρκικές ἐπιθυμίες μας, καί μᾶς παροτρύνει μέ αὐτούς τούς λόγους: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ· ἐάν τις ἀγαπᾷ τόν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός ἐν αὐτῷ· ὅτι πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί. Καί ὁ κόσμος παράγεται (παρέρχεται) καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄ Ἰω. β΄, 15-17).
Ἄς εἴμεθα μᾶλλον ἕτοιμοι νά ὑπακούσωμε στίς βουλές τοῦ Θεοῦ, ἱσχυροί μέ μιά ψυχή εὐθεῖα καί εἰλικρινῆ, μέ μιά πίστι ἀκλόνητη καί ἕνα θάρρος σταθερό, καί ἄς μή θλιβώμεθα ἀπό τόν θάνατο αὐτῶν πού μᾶς εἶναι ἀγαπητοί. ὅταν σημάνη ἡ ὥρα, νά καλέση καί ἐμᾶς ὁ Θεός, ἄς βαδίσωμε πρός Αὐτόν χωρίς δισταγμό, χωρίς βαρυθυμία.
Ἄν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ὤφειλαν, σέ κάθε ἐποχή, νά συμμορφώνονται μέ αὐτόν τόν κανόνα, ἡ τήρησίς του τώρα ἔχει γίνει μία ἀναγκαιότητα. Ὁ κόσμος, πράγματι, ἐπιταχύνει τόν ὄλεθρό του καί βρίσκεται πολιορκημένος ἀπό πλῆθος συμφορῶν πού τόν φθείρουν, εἰς τρόπον ὥστε ἐμεῖς πού ἔχομε συνείδησι τῶν κακῶν, πού τόν ἔχουν ἤδη προσβάλλει σφοδρῶς καί πού γνωρίζομε ὅτι γεγονότα ἀκόμη βαρύτερα τόν ἀπειλοῦν, συμπεραίνομε χωρίς κόπο ὅτι, τό μεγαλύτερο συμφέρον γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι νά ἀποσυρθοῦμε, τό γρηγορώτερον, ἀπό τήν γῆ ἐδῶ.
Καί δέν πρέπει, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, νά λησμονοῦμε ὅτι, ἔχομε ἤδη ἀποχωρισθῆ ἀπό τόν κόσμο καί ζοῦμε ἐδῶ κάτω «ὡς πάροικοι καί παρεπίδημοι» – σάν ξένοι καί περαστικοί – (Α΄ Πέτρ. β΄, 11), σάν ταξιδιῶτες. Εὐλογημένη ἡ ἡμέρα, πού ἔχει ὁρίσει στόν καθένα τήν πραγματική του κατοικία καί πού, ἀφοῦ μᾶς ἀποσπάσει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά δεσμά του, μᾶς μεταφέρει στόν Παράδεισο καί στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τί γλυκύτητα νά πεθαίνης χωρίς φόβο! Τί μακαριότητα βαθειά καί ἀτελείωτη, νά ζῆς μέσα στήν αἰωνιότητα!
Ποιός εἶναι αὐτός πού δέν θά ἔσπευδε νά ξαναφθάση στήν πατρίδα του, μετά ἀπό ἕνα διάστημα παραμονῆς στήν ξενιτειά; Πατρίδα μας εἶναι ὁ παράδεισος και ἐξ ἀρχῆς εἴχαμε τούς Πατριάρχες γιά πατέρες. Γιατί, λοιπόν, δέν σπεύδομε ν᾿ ἀντικρύσωμε τήν πατρίδα μας;
Ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ ἔνδοξος χορός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ζωογόνος πληθύς τῶν Προφητῶν, ἡ ἀναρίθμητη στρατιά τῶν Μαρτύρων, στεφανωμένων γιά τά κατορθώματά τους ἐνάντια στόν ἐχθρό καί τόν πόνο, ἀπολαμβάνοντες ἐκεῖ τόν θρίαμβό των. Ἐκεῖ ἀκτινοβολοῦν οἱ παρθένοι, πού ὑπεδούλωσαν μέ ἀξιέπαινες προσπάθειες τήν φιληδονία τῆς σαρκός. Ἐκεῖ, τέλος, ἀνταμοίβονται οἱ ἄνθρωποι πού ἐπέδειξαν εὐσπλαχνία καί οἶκτο, πού πολλαπλασίασαν τίς ἐλεήμονες πράξεις τους συντρέχοντες, σάν βοηθοί, στίς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν καί, πιστοί στά παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, κατάφεραν νά ἀνυψωθοῦν ἀπό τά γήινα ἀγαθά στούς θησαυρούς τούς οὐράνιους.
Ἄς βιαστοῦμε λοιπόν, νά τούς συναντήσωμε καί νά παρουσιασθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὁ Χριστός μας ἄς διαγνώση τόν πόθο τῆς πίστεως καί τῆς ψυχῆς μας· Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀπονέμει τήν ὕψιστη ἀνταμοιβή τῆς δόξης Του σέ αὐτούς, πού τόν ἔχουν ποθήσει μέ τήν πιό μεγάλη θέρμη τῆς καρδιᾶς τους.
Ἡ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν γιὰ τὸ θάνατο
τοῦ (+) μητροπολίτη Σουρὸζ Anthony Bloom
Ὁ τρόπος ἀντιμετώπισης τοῦ δικοῦ μας θανάτου διαφοροποιεῖται στὸν καθένα μᾶς ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία καὶ τὶς περιστάσεις. Σκεφτεῖτε τὰ παιδιὰ ποὺ ἀκοῦν τὴ λέξη «θάνατος» καὶ εἴτε ἔχουν μία ἀσαφῆ ἰδέα γι' αὐτόν, εἴτε ἴσως ἔχουν χάσει ἕναν ἢ καὶ τοὺς δύο γονεῖς τους, καὶ πενθοῦν μέσα στὴν μοναξιά: ἡ ἀπώλεια εἶναι ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἀντίληψή τους γιὰ τὸ θάνατο, ὄχι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. Τὰ περισσότερα παιδιὰ -τὰ περισσότερα ἀγόρια σίγουρα- ἔχουν παίξει, σὲ κάποιες φάσεις τῆς ζωῆς τους, παιχνίδια πολέμου: «Σὲ πυροβόλησα. Εἶσαι πεθαμένος. Πέσε κάτω.»
Καὶ τὸ παιδὶ ξαπλώνει κάτω κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ γνωρίζει συναισθηματικά, ἀλλὰ μέσα στὴν ἀσφάλεια τοῦ παιχνιδιοῦ, ὅτι εἶναι νεκρό, πράγμα ποὺ σημαίνει πὼς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ παίξει, νὰ τρέξει ἢ νὰ κινηθεῖ. Πρέπει νὰ μείνει ξαπλωμένο μ' ἕνα συγκεκριμένο τρόπο. Ἡ ζωὴ συνεχίζεται τριγύρω του, ἀλλὰ ἐκεῖνο δὲν ἀποτελεῖ πιὰ μέρος της, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὸ τοῦ φαίνεται πιὰ πολύ, καὶ πετάγεται πάνω λέγοντας: «Βαρέθηκα νὰ εἶμαι πεθαμένος. Σειρά σου τώρα».
Αὐτὴ εἶναι πολὺ σημαντικὴ ἐμπειρία, διότι τὸ παιδὶ μέσα ἀπ' αὐτὴ ἀνακαλύπτει ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι ξένο πρὸς τὴ ζωὴ κι ὡστόσο, ὅλο αὐτὸ εἶναι ἕνα παιχνίδι καὶ διαθέτει τὴν ἀσφάλεια ποὺ τὰ παιχνίδια διαθέτουν. Μπορεῖ νὰ τελειώσει ἀνὰ πάσα ὥρα καὶ στιγμὴ μὲ ἀμοιβαία συμφωνία, ἀλλὰ τὸ παιδὶ ὅλο καὶ κάτι θὰ ἔχει διδαχθεῖ. Θυμᾶμαι πρὶν πολλὰ χρόνια, ἕνα ὑπερβολικὰ εὐαίσθητο παιδὶ σὲ κάποια ἀπὸ τὶς κατασκηνώσεις μας, τὸ ὁποῖο βίωνε τὸ παιχνίδι αὐτὸ μὲ τέτοια ἔνταση ποὺ δὲν τὸ ἄντεχε. Ἔτσι ἔπαιξα ἕνα ὁλόκληρο παιχνίδι μαζί του, ὥστε μέσα ἀπὸ τὸ κρυφτὸ καὶ τὸ κυνηγητὸ τοῦ πολεμικοῦ παιχνιδιοῦ, νὰ μπορέσει νὰ εἰσέλθει μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἐμπειρία. Γι' αὐτόν, δὲν ἦταν παιχνίδι· ἦταν πολὺ ἀληθινό.
Ἡ εἰσαγωγὴ ἑνὸς παιδιοῦ στὸ ζήτημα τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τρόπο τερατώδη καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴ νοσηρότητα, ἢ ἀντιθέτως μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τρόπο σωστὸ καὶ ὑγιῆ. Τὸ παράδειγμα ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀληθινό, ὄχι φανταστικό. Μία ἡλικιωμένη κυρία, πολυαγαπημένη γιαγιά, πέθανε μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια καὶ ὀδυνηρὴ ἀσθένεια. Μὲ κάλεσαν νὰ ἔρθω στὸ σπίτι καὶ ὅταν κατέφθασα, διαπίστωσα πὼς τὰ παιδιὰ εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ.
Οἱ γονεῖς μου ἐξήγησαν: «Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπιτρέψουμε στὰ παιδιὰ νὰ μείνουν σ' ἕνα σπίτι ὅπου ὑπάρχει νεκρός». «Γιατί ὄχι;» τοὺς ρώτησα. «Διότι γνωρίζουν τί σημαίνει θάνατος», ἀποκρίθηκαν. «Καὶ τί σημαίνει θάνατος;», ξαναρώτησα. «Εἶδαν στὸν κῆπο τὶς προάλλες ἕνα κουνέλι κομματιασμένο ἀπὸ τὶς γάτες· ἑπομένως γνωρίζουν τί εἶναι ὁ θάνατος». Ἀντεῖπα λοιπὸν πὼς ἂν αὐτὴ ἦταν ἡ εἰκόνα τοῦ θανάτου ποὺ εἶχαν τὰ παιδιά, τότε ἦταν καταδικασμένα γιὰ πάντα νὰ κατακλύζονται ἀπὸ μία αἴσθηση τρόμου, κάθε φορᾶ ποὺ θὰ ἀκοῦν τὴν λέξη «θάνατος», κάθε φορᾶ ποὺ θὰ παρακολουθοῦν ἕνα μνημόσυνο, κάθε φορᾶ ποὺ θὰ βλέπουν ἕνα φέρετρο - ἀνείπωτος τρόμος κρυμμένος σ' ἕνα ξύλινο κουτί.
Μετὰ ἀπὸ μακρὰ συζήτηση, κατὰ τὴν ὁποία οἱ γονεῖς μου εἶπαν πὼς τὰ παιδιὰ θὰ ἦταν καταδικασμένα σὲ νευρικὴ καταρράκωση ἂν τοὺς ἐπιτρεπόταν νὰ δοῦν τὴν γιαγιά τους, καὶ πὼς ἡ πνευματική τους κατάσταση θὰ ἦταν δική μου εὐθύνη, ἔφερα τὰ παιδιὰ πίσω. Ἡ πρώτη τους ἐρώτηση ἦταν: «Τί συνέβη, πραγματικά, στὴ γιαγιά;» Τοὺς ἀπάντησα τὸ ἑξῆς: «Θυμάστε ποῦ ἡ γιαγιά σας, ἐπανειλημμένα στὸ παρελθόν, εἶχε πεῖ πῶς λαχταράει νὰ ξανασμίξει μὲ τὸν ἄντρα της στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἐκεῖνος εἶχε ἤδη πάει; Αὐτὸ τῆς συνέβη τώρα». «Ὅποτε εἶναι εὐτυχισμένη;», μὲ ξαναρώτησε τὸ ἕνα ἀπ' τὰ παιδιά. «Ναί», ἀποκρίθηκα.
Στὴ συνέχεια, πήγαμε στὸ δωμάτιο ὅπου κείτονταν ἡ γιαγιά. Ἡ γαλήνη ἐκεῖ ἦταν ὑπέροχη. Ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα, ποὺ τὸ πρόσωπο τῆς ἦταν ρημαγμένο ἀπὸ τὰ τελευταία χρόνια της ὀδύνης, κείτονταν ἀπόλυτα γαλήνια καὶ ἤρεμη. Ἕνα ἀπ' τὰ παιδιὰ εἶπε: «Ὥστε αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος». Καὶ τὸ ἄλλο εἶπε: «Τί ὄμορφα!» Αὐτὲς εἶναι δύο ὄψεις τῆς ἴδιας ἐμπειρίας. Θὰ ἐπιτρέψουμε στὰ παιδιὰ νὰ δοῦν τὸ θάνατο μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ κατακρεουργημένου στὸν κῆπο ἀπὸ τὶς γάτες μικροῦ κουνελιοῦ, ἢ θὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ δοῦν τὴ γαλήνη καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ θανάτου;
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, φέρνουμε τὸν πεθαμένο στὸ ναὸ ὅσο γρηγορότερα μποροῦμε. Προσευχόμαστε ὑπὸ τὴν παρουσία ἑνὸς ξεσκέπαστου φερέτρου. Ἐνήλικες καὶ παιδιὰ τὸ πλησιάζουν. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ ἀποκρυφτεῖ· εἶναι κάτι ἁπλό, εἶναι μέρος τῆς ζωῆς. Καὶ τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ δοῦν τὸ πρόσωπο τοῦ συχωρεμένου καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ τὸ ἔχει ἐπισκιάσει. Ἀσπαζόμαστε τὴ σορό. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε, σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, νὰ προειδοποιοῦμε τὰ παιδιὰ πὼς ὅταν θὰ ἀσπαστοῦν τὸ μέτωπο τοῦ συχωρεμένου ἀνθρώπου -τὸ μέτωπο ποὺ ἦταν πάντοτε ζεστὸ- αὐτὸ θὰ εἶναι τώρα κρύο. «Αὐτὸ εἶναι τὸ σημάδι τοῦ θανάτου», μποροῦμε νὰ τοὺς ποῦμε. Ἡ ζωὴ συνεπάγεται θερμότητα. Ὁ θάνατος εἶναι ψυχρός. Κι ἔτσι, τὸ παιδὶ δὲν τρομοκρατεῖται γιατί ἔχει ἐμπειρία θερμῶν καὶ ψυχρῶν πραγμάτων, καὶ καθετὶ ἀπ' αὐτὰ ἔχει τὴ δική του φύση, τὸ δικό του νόημα.
Αὐτὲς οἱ πρῶτες ἐντυπώσεις, καθορίζουν τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζουμε ἀργότερα τὸ θάνατο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «O Θάνατος ὡς κέρδος» ἐκδόσεις Ἐν πλῶ, 2006
http://orthodoxia-ellhnismos.blogspot.com/2010/10/blog-post_313.html
π. Γ. Θ.
https://www.youtube.com/user/KERMENI
(βλέπε στις πληροφορίες: τα αρχεια μου -για δωρεάν κατέβασμα-, μπλογκ, φέισμπουκ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ευπρεπως...