Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟ
https://docs.google.com/document/d/1fFMyj7ZWk8uefX4VExWxKdDgAMgq5xDreAHAhJRfcnY/edit?usp=sharing
Ψαλ. 1,4            οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ἢ ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
Ψαλ. 1,4                    Δεν θα συμβαίνη όμως το ίδιον και μέ, τους ασεβείς, όχι· αλλά αυτοί θα ομοιάζουν σαν το χνούδι, το οποίον παρασύρει ο άνεμος και το εξαφανίζει από το πρόσωπον της γης, από τα μάτια των ανθρώπων. 
That’s not true for the wicked!    They are like dust that the wind blows away.
Ψαλ. 1,6            ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδὸν δικαίων, καὶ ὁδὸς ἀσεβῶν ἀπολεῖται.
Ψαλ. 1,6                    Διότι ο Κύριος γνωρίζει τον δρόμον, την συμπεριφοράν και τα έργα των δικαίων και τους προστατεύει, ενώ οι ασεβείς εγκαταλείπονται από τον Θεόν, καταλήγουν εις την απώλειαν τα έργα των και αυτοί οι ίδιοι. 
The Lord is intimately acquainted with the way of the righteous, but the way of the wicked is destroyed.
Ψαλ. 3,8            ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας.
Ψαλ. 3,8                   Σηκω επάνω, Κυριε, σώσε με από τους εχθρούς μου, συ ο Θεός μου. Διότι είμαι βέβαιος πλέον ότι έχεις συντρίψει όλους αυτούς, που με εχθρεύονται χωρίς λόγον και αιτίαν. Θεωρώ ως τετελεσμένον γεγονός, ότι συνέτριψες τα δόντια των αμαρτωλών, που ωσάν άγρια θηρία έρχονται να με κατασπαράξουν.
Stand up, Lord!    Save me, my God! In fact, hit all my enemies on the jaw;    shatter the teeth of the wicked!
Ψαλ. 4,3            υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος; (διάψαλμα).
Ψαλ. 4,3                   Ω σεις οι άνθρωποι, που με εχθρεύεσθε, έως πότε θα έχετε σκληράν την καρδίαν σας; Διατί αγαπάτε να διαδίδετε εις βάρος μου ματαίας και ανυποστάτους κατηγορίας και επιζητείτε πάντοτε νέα ψεύδη εναντίον μου;
How long, you people, will my reputation be insulted? How long will you continue  to love what is worthless and go after lies?
Ψαλ. 5,7            ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος. ἄνδρα αἱμάτων καὶ δόλιον βδελύσσεται Κύριος.
Ψαλ. 5,7                    Εν τη δικαιοσύνη σου θα εξολοθρεύσης, Κυριε, όλους εκείνους, οι οποίοι λέγουν ψεύδη. Τον αιμοχαρή άνθρωπον, ο οποίος χύνει αίμα άλλων ανθρώπων, όπως επίσης και τον δόλιον, τους αποστρέφεται μετά βδελυγμίας ο Κυριος. 
you hate all evildoers; 6     you destroy liars.    The Lord despises people who are violent and dishonest.
Ψαλ. 5,9            Κύριε, ὁδήγησόν με ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου, κατεύθυνον ἐνώπιόν σου τὴν ὁδόν μου.
Ψαλ. 5,9                   Κυριε, βλέπεις πόσον πολλοί είναι αυτοί που με εχθρεύονται! Δια τούτο συ γίνε εν τη απείρω σου δικαιοσύνη οδηγός μου. Βοήθησέ με, ώστε με σταθερότητα και αποφασιστικότητα να βαδίζω την ευθείαν οδόν ενώπιόν σου.
Ψαλ. 5,10          ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαία· τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν.
Ψαλ. 5,10                  Διότι στο στόμα των εχθρών μου δεν υπάρχει ποτέ η αλήθεια. Η καρδιά των σκέπτεται και επιθυμεί πάντοτε μάταια και επιβλαβή. Ο λάρυγξ των είναι τάφος ανοικτός, από τον οποίον εξέρχονται δυσωδίαι· με τας ψευδολόγους δε γλώσσας των εκχύνουν φαρμακεράς δολιότητας.
Ψαλ. 5,11          κρῖνον αὐτούς, ὁ Θεός. ἀποπεσάτωσαν ἀπὸ τῶν διαβουλιῶν αὐτῶν· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῶν ἔξωσον αὐτούς, ὅτι παρεπίκρανάν σε, Κύριε.
Ψαλ. 5,11                  Κρίνε και καταδίκασέ τους συ, ω Θεέ μου. Είθε να αστοχήσουν όλαι αι συκοφαντίαι των και όλα τα εναντίον μου διαβούλιά των. Συμφωνα με το πλήθος των ασεβειών των διασκόρπισέ τους και διώξε τους από κοντά σου, διότι εργαζόμενοι αυτοί το κακόν και πολεμούντες τους ιδικούς σου ανθρώπους σε έχουν πικράνει με το παραπάνω, Κυριε. 
Lord, because of many enemies, please lead me in your righteousness.    Make your way clear,        right in front of me.9 Because there’s no truth in my enemies’ mouths,    all they have inside them is destruction.    Their throats are open graves;    their tongues slick with talk.10 Condemn them, God!    Let them fail by their own plans.Throw them out for their many sins    because they’ve rebelled against you. 
Ψαλ. 6,8            ἐταράχθη ἀπὸ θυμοῦ ὁ ὀφθαλμός μου, ἐπαλαιώθην ἐν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς μου.
Ψαλ. 6,8                   Κλαίω συνεχώς εξ αιτίας της οργής σου και από τα δάκρυά μου επόνεσαν τα μάτια μου. Εγινα ασήμαντος, σαν το παληωμένο ένδυμα, και περιφρονημένος από τους εχθρούς μου.
Ψαλ. 6,9            ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅτι εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς τοῦ κλαυθμοῦ μου·
Ψαλ. 6,9                   Αλλά το έλεος του Κυρίου είναι άπειρον και δια τούτο εις αυτό ελπίζω και φωνάζω προς τους εχθρούς μου· φύγετε μακρυά από μένα κατεντροπιασμένοι, όσοι εργάζεσθε την ανομίαν. Δεν σας φοβούμαι, διότι είμαι βέβαιος ότι ο Κυριος εδέχθη με ευμένειαν την προσευχήν, που με δάκρυα και κλαυθμούς του απηύθυνα. 
My vision fails because of my grief;    it’s weak because of all my distress.8 Get away from me, all you evildoers,    because the Lord has heard me crying!
Ψαλ. 6,11          αἰσχυνθείησαν καὶ ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οἱ ἐχθροί μου, ἀποστραφείησαν καὶ καταισχυνθείησαν σφόδρα διὰ τάχους.
Ψαλ. 6,11                  Ας κατεντροπιασθούν και ας κυριευθούν από φόβον και τρόμον οι εχθροί μου. Ας γυρίσουν οπίσω και πανικόβλητοι ας τραπούν εις φυγήν, ας καταισχυνθούν γρήγορα.
All my enemies will be ashamed and completely terrified;
they will be defeatedand ashamed instantly.
Ψαλ. 7,2            Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ῥῦσαί με,
Ψαλ. 7,2                   Κυριε, ο Θεός μου, εις σε εστήριξα όλας μου τας ελπίδας. Σώσε με από όλους τους εχθρούς μου, οι οποίοι με καταδιώκουν και γλύτωσέ με από αυτούς, και μάλιστα από τον αρχηγόν των τον Αβεσσαλώμ,
Ψαλ. 7,3            μήποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τὴν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου μηδὲ σῴζοντος.
Ψαλ. 7,3                    δια να μη αρπάση αυτός και ως λέων άγριος κατασπαράξη την ζωήν μου, αφού δεν θα υπάρχη στο πλευρόν μου κανείς, δια να με γλυτώση και να με σώση.
I take refuge in you, Lord, my God.    Save me from all who chase me! Rescue me!2 Otherwise, they will rip me apart,    dragging me off with no chance of rescue.
Ψαλ. 7,7            ἀνάστηθι, Κύριε, ἐν ὀργῇ σου, ὑψώθητι ἐν τοῖς πέρασι τῶν ἐχθρῶν σου. ἐξεγέρθητι, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν προστάγματι, ᾧ ἐνετείλω,
Ψαλ. 7,7                    Αλλ' εγώ, Κυριε, δεν θέλω να εκδικηθώ ο ίδιος τους εχθρούς μου· δια τούτο σε παρακαλώ, σήκω, Κυριε, ωργισμένος εναντίον αυτών. Φανέρωσε το ύψος της ακατανίκητου δυνάμεώς σου έως εις τα πέρατα του στρατοπέδου των εχθρών σου, ώστε κανείς να μη διαφύγη την τιμωρίαν. Κυριε ο Θεός μου, σήκω εις προστασίαν μου, σύμφωνα άλλωστε και με τον Νομον, τον οποίον έχεις σχετικώς διατάξει, να τιμωρούνται δηλαδή οι κακοί, οι δε καλοί να προστατεύωνται και αμείβωνται. 
Get up, Lord; get angry!    Stand up against the fury of my foes!Wake up, my God;[b]    you command that justice be done! 
Ψαλ. 7,10          συντελεσθήτω δὴ πονηρία ἁμαρτωλῶν καὶ κατευθυνεῖς δίκαιον, ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός.
Ψαλ. 7,10                  Θέσε, Κυριε, ένα τέρμα εις την κακίαν των αμαρτωλών ανθρώπων. Ετσι θα οδηγήσης, συ Κυριε, ανενόχλητον και απρόσκοπτον τον δίκαιον στον δρόμον της αρετής, διότι γνωρίζεις τα βάθη των ανθρωπίνων καρδιών, τας σκέψεις και τας επιθυμίας αυτών. Stop the wickedness of evildoers and reward those who are good.
Ψαλ. 7,13          ἐὰν μὴ ἐπιστραφῆτε, τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τὸ τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καὶ ἡτοίμασεν αὐτό·
Ψαλ. 7,13                  Εάν όμως σεις οι αμαρτωλοί καταφρονήσετε την μακροθυμίαν του Θεού και δεν μετανοήσετε, ο Κυριος θα τροχίση την ρομφαίαν του, το τόξον του το έχει ήδη έτοιμον εναντίον σας.
Ψαλ. 7,14          καὶ ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου, τὰ βέλη αὐτοῦ τοῖς καιομένοις ἐξειργάσατο.
Ψαλ. 7,14                  Και στο τόξον αυτό ο Κυριος ετοποθέτησε τα θανατηφόρα του βέλη, τα οποία ητοίμασε εναντίον των φλογιζομένων και εξαπτομένων από την κακότητα και τα πάθη αμετανοήτων αμαρτωλών.
Ψαλ. 7,15          ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν.
Ψαλ. 7,15                  Ιδού, αυτός ο εχθρός μου εκυριεύθη από ωδίνας δια το κατ' εμού κακόν, συνέλαβεν ετσι εις την ψυχήν του σχέδιον πόνου εναντίον μου, εγέννησε δε την παρανομίαν, η οποία θα εκσπάση εις βάρος του.
Ψαλ. 7,16          λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτόν, καὶ ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὃν εἰργάσατο·
Ψαλ. 7,16                  Ηνοιξε ωσάν παγίδα λάκκον, δια να με συλλάβη εις αυτόν, όπως συλλαμβάνουν τα άγρια θηρία, τον ανεσκάλευσεν, ώστε να μη φαίνεται. Ομως όχι εγώ, αλλά αυτός θα πέση μέσα στον βόθρον, τον οποίον με τόσην τέχνην κατεσκεύασε.
Ψαλ. 7,17          ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ κορυφὴν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται.
Ψαλ. 7,17                  Σαν πέτρα θα γυρίση από ψηλά και θα πέση εις την κεφαλήν του το κακόν αυτό, που με πονηρίαν και κόπον πολύν ητοίμασεν εναντίον μου. Εις την κορυφήν του θα κατεβή βαρεία και συντριπτική η αδικία του.
If they do not change their ways,    God will sharpen his sword.He bends his bow and makes it ready;13     he takes up his deadly weapons    and aims his burning arrows.
14 See how wicked people think up evil;    they plan trouble and practice deception.
15 But in the traps they set for others,    they themselves get caught.
16 So they are punished by their own evil    and are hurt by their own violence.
Ψαλ. 8,3            ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν.
Ψαλ. 8,3                   Από τα στόματα και αυτών ακόμη των νηπίων και θηλαζόντων παιδίων ήκουσας και ακούεις τέλειον ύμνον πίστεως και δοξολογίας προς σέ, εις πείσμα των μεγάλων απίστων εχθρών σου και εις καταζευτελισμόν και εξουδένωσιν εκείνου, ο οποίος τολμά να παρουσιασθή εχθρός και αντίδικός σου. 
Ψαλ. 9,4            ἐν τῷ ἀποστραφῆναι τὸν ἐχθρόν μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἀσθενήσουσι καὶ ἀπολοῦνται ἀπὸ προσώπου σου,
Ψαλ. 9,4                   Οταν κατετροπώθησαν και πανικόβλητοι ετράπησαν εις φυγήν οι εχθροί μου, συνετρίβη η δύναμίς των. Αυτοί εξηφανίσθησαν, εχάθησαν εξ ολοκλήρου, μόλις εφάνη το προστατευτικόν δι' εμέ, το ωργισμένον δι' εκείνους, πρόσωπόν σου.
My enemies turn back when you appear;    they fall down and die. 
Ψαλ. 9,6            ἐπετίμησας ἔθνεσι, καὶ ἀπώλετο ὁ ἀσεβής· τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξήλειψας εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 9,6                   Εβγαλες καταδικαστικήν απόφασιν κατά των εθνών αυτών, τους ήλεγξες δια τας παρανομίας των και κατεστράφησαν οι ασεβείς αυτοί. Το όνομά των, που δι' άλλους μεν είχε καταντήσει φόβητρον, δι' άλλους δε αξιοζήλευτον, το έσβησες άπαξ δια παντός, ώστε να μη ακουσθή ποτε πλέον.
Ψαλ. 9,7            τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ῥομφαῖαι εἰς τέλος, καὶ πόλεις καθεῖλες· ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ μετ᾿ ἤχου,
Ψαλ. 9,7                   Αι πολεμικαί θανατηφόροι μεγάλαι σπάθαι του εχθρού αυτού και αι άλλαι πολεμικαί μηχαναί κατεστράφησαν εξ ολοκλήρου· τας ωχυρωμένας του πόλεις κατεκρήμνισες και η ανάμνησίς του εξηφανίσθη μετά βοής. 
You have condemned the heathen    and destroyed the wicked;    they will be remembered no more.6 Our enemies are finished forever;    you have destroyed their cities,    and they are completely forgotten. 
Ψαλ. 9,13          ὅτι ἐκζητῶν τὰ αἵματα αὐτῶν ἐμνήσθη, οὐκ ἐπελάθετο τῆς κραυγῆς τῶν πενήτων.
Ψαλ. 9,13                  Διότι ο Κυριος, ο εκδικητής των αθώων αιμάτων και τιμωρός των εγκληματιών, ενεθυμήθη τους αδικηθέντας, εμακροθύμησε δια τον εγκληματίαν, αλλά δεν ελησμόνησε την ικεσίαν των δεομένων προς αυτόν πτωχών και αδυνάτων και αδικουμένων.
Ψαλ. 9,14          ἐλέησόν με, Κύριε, ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ ὑψῶν με ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου,
Ψαλ. 9,14                 Ελέησε με, Κυριε, ίδε τον εξευτελισμόν, τον οποίον υπέστην εκ μέρους των εχθρών μου. Συ, ο οποίος συνεχώς από θανασίμους κινδύνους με σώζεις, συ που με αρπάζεις από αυτάς άκομα τας πύλας του θανάτου, και μου χαρίζεις δόξαν,
God remembers those who suffer;    he does not forget their cry,    and he punishes those who wrong them.13 Be merciful to me, O Lord!    See the sufferings my enemies cause me!Rescue me from death, O Lord,
Ψαλ. 9,16          ἐνεπάγησαν ἔθνη ἐν διαφθορᾷ, ᾗ ἐποίησαν, ἐν παγίδι ταύτῃ, ᾗ ἔκρυψαν, συνελήφθη ὁ ποὺς αὐτῶν.
Ψαλ. 9,16                 Τα εχθρικά όμως ειδωλολατρικά έθνη εβυθίσθησαν και εκόλλησαν στον βόρβορον, ώστε να είναι βεβαία πλέον η καταστροφή των, διότι εις την παγίδα, την οποίαν με πολλήν τέχνην εσκέπασαν, δια να συλλάβη τα ανύποπτα αθώα θύματά των, εις αυτήν, ως εις άλλο δόκανον, επιάστηκαν τα ιδικά των πόδια.
Ψαλ. 9,17          γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιῶν, ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτοῦ συνελήφθη ὁ ἁμαρτωλός. (ᾠδὴ διαψάλματος).
Ψαλ. 9,17                  Με τα θαυμαστά αυτά έργα της δικαιοσύνης σου γίνεται υλοφάνερον και γνωστόν εις όλον τον κόσμον, ότι ο Κυριος πάντοτε δικαίας κρίσεις και αποφάσεις λαμβάνει και εφαρμόζει. Εφερεν εν τη δικαιοσύνη του έτσι τα πράγματα ο Κυριος, ώστε ο αμαρτωλός συλλαμβάνεται ο ίδιος εις τα παγιδευτικά έργα, που έχει στήσει δια τους άλλους.
Ψαλ. 9,18          ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην, πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐπιλανθανόμενα τοῦ Θεοῦ,
Ψαλ. 9,18                 Ας καταδικασθούν και ας ριφθούν εις τας οδύνας του άδου οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, όλα τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία λησμονούν και καταφρονούν τον Θεόν. 
The heathen have dug a pit and fallen in;    they have been caught in their own trap.16 The Lord has revealed himself by his righteous judgments, and the wicked are trapped by their own deeds.17 Death is the destiny of all the wicked,    of all those who reject God.
Ψαλ. 9,23          ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχός, συλλαμβάνονται ἐν διαβουλίοις, οἷς διαλογίζονται.
Ψαλ. 9,23                 Καίεται μέσα στο καμίνι θλίψεως και αγωνίας ο ενάρετος πτωχός, εις καιρόν που υπερηφανεύεται αλαζονικά δια την επικράτησίν του ο αμαρτωλός. Συλλαμβάνονται οι ταλαίπωροι πτωχοί εις τας παγίδας, τας οποίας με πανουργίαν ετοιμάζουν εναντίον των οι αμαρτωλοί.
Ψαλ. 9,24          ὅτι ἐπαινεῖται ὁ ἁμαρτωλὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καὶ ὁ ἀδικῶν ἐνευλογεῖται·
Ψαλ. 9,24                 Στενοχωρείται ο δίκαιος, διότι βλέπει να καυχάται και να θαυμάζεται από τους ομοίους του ο αμαρτωλός. Βλέπει να εκπληρώνονται αι αμαρτωλαί επιθυμίαι της ψυχής εκείνου και να καλοτυχίζεται ο άδικος από τους ομοίους του.
Ψαλ. 9,25          παρώξυνε τὸν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός· κατὰ τὸ πλῆθος τῆς ὀργῆς αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει· οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς ἐνώπιον αὐτοῦ.
Ψαλ. 9,25                 Με αυτήν όμως την συμπεριφοράν του ο αμαρτωλός, όταν λέγη ότι δεν θα ζητήση ευθύνας δια τας αμαρτίας και τας αδικίας του ο Θεός, εξώργισεν εναντίον του τον Κυριον. Ο αμαρτωλός ζη, ως εάν δεν υπάρχη ενώπιόν του και ως εάν δεν τον βλέπη ο Θεός!
Ψαλ. 9,26          βεβηλοῦνται αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ, ἀνταναιρεῖται τὰ κρίματά σου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ κατακυριεύσει·
Ψαλ. 9,26                 Εις κάθε στιγμήν και ώραν είναι ρυπαροί και βρωμεροί οι δρόμοι της ζωής του. Καταφρονεί και καταπατεί ασυστόλως τα προστάγματα και τας εντολάς σου εμπρός εις τα μάτια σου και φαντάζεται εν τη αλαζονία του ότι θα επικρατήση εναντίον όλων των εχθρών του, οι οποίοι εχθροί του είναι οι ιδικοί σου φίλοι.
Ψαλ. 9,27          εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐ μὴ σαλευθῶ, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν ἄνευ κακοῦ.
Ψαλ. 9,27                 Διότι είπεν από μέσα του· “δεν θα μετακινηθώ ποτέ από κανένα, η ευτυχία μου είναι μόνιμος. Εγώ και οι απόγονοί μου θα ζήσωμεν χωρίς θλίψεις”.
Ψαλ. 9,28          οὗ ἀρᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ γέμει καὶ πικρίας καὶ δόλου, ὑπὸ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ κόπος καὶ πόνος.
Ψαλ. 9,28                 Ετσι σκέπτεται εκείνος, του οποίου το στόμα είναι γεμάτο από κατάραν εναντίον του Θεού, από πικρίαν και δολιότητα κατά του πλησίον του. Εκείνος, κάτω από την γλώσσαν του οποίου φωληάζει και ξεχύνεται η κακότης και η μοχθηρία.
Ψαλ. 9,29          ἐγκάθηται ἐνέδρᾳ μετὰ πλουσίων, ἐν ἀποκρύφοις τοῦ ἀποκτεῖναι ἀθῷον· οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἀποβλέπουσιν·
Ψαλ. 9,29                 Στήνει ενέδραν και παραμονεύει μαζή με άλλους πλουσίους, στήνει καρτέρι εις αποκρύφους τόπους, δια να φονεύση τον αθώον διαβάτην. Οι οφθαλμοί του κακοποιού αυτού στρέφονται άγριοι και απειλητικοί εναντίον του πτωχού και ανυπερασπίστου ανθρώπου.
Ψαλ. 9,30          ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ ὡς λέων ἐν τῇ μάνδρᾳ αὐτοῦ, ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν, ἁρπάσαι πτωχὸν ἐν τῷ ἑλκύσαι αὐτόν·
Ψαλ. 9,30                 Παραμονεύει εις αποκρύφους τόπους, όπως το ληοντάρι παραφυλάττει κρυμμένο μέσα εις την φωλεάν του, ενεδρεύει, δια να αρπάση τον πτωχόν, να αρπάση τον πτωχόν παρασύρων αυτόν με απατηλούς τρόπους.
Ψαλ. 9,31          ἐν τῇ παγίδι αὐτοῦ ταπεινώσει αὐτόν, κύψει καὶ πεσεῖται ἐν τῷ αὐτὸν κατακυριεῦσαι τῶν πενήτων.
Ψαλ. 9,31                  Εις την ενέδραν, που στήνει συμμαζεύεται, σκύβει, εξαπλώνεται κάτω στο έδαφος, δια να μπορέση με τον τρόπον αυτόν να ορμήση αιφνιδίως και κατακυριεύση τους ταλαιπωρημένους πτωχούς.
Ψαλ. 9,32          εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· ἐπιλέλησται ὁ Θεός, ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ μὴ βλέπειν εἰς τέλος.
Ψαλ. 9,32                 Είπε από μέσα του σύμφωνα με την επιθυμίαν της πονηράς καρδίας του· “ο Θεός μας ελησμόνησε, εγύρισε αλλού το πρόσωπόν του και δεν μας βλέπει καθόλου”.
Ψαλ. 9,33          ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων.
Ψαλ. 9,33                 Σηκω, Κυριε και Θεέ μου, εν τη δικαιοσύνη σου. Ας υψωθή η παντοδύναμος δεξιά σου και ας πέση τιμωρός εναντίον εκείνων. Μη λησμονής τους ταλαιπωρημένους, τους πτωχούς. 
The wicked are proud of their evil desires;    the greedy curse and reject the Lord.4 The wicked do not care about the Lord;in their pride they think that God doesn't matter.5 The wicked succeed in everything. They cannot understand God's judgments;  they sneer at their enemies.6 They say to themselves, “We will never fail;  we will never be in trouble.”7 Their speech is filled with curses, lies, and threats;    they are quick to speak hateful, evil words.8 They hide themselves in the villages,    waiting to murder innocent people.They spy on their helpless victims;9     they wait in their hiding place like lions.They lie in wait for the poor;    they catch them in their traps and drag them away.10 The helpless victims lie crushed;    brute strength has defeated them.11 The wicked say to themselves, “God doesn't care!    He has closed his eyes and will never see me!”12 O Lord, punish those wicked people!    Remember those who are suffering!13 How can the wicked despise God and say to themselves, “He will not punish me”?
Ψαλ. 9,36          σύντριψον τὸν βραχίονα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ πονηροῦ, ζητηθήσεται ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ.
Ψαλ. 9,36                 Συντριψε συ την καταπιεστικήν δύναμιν του αμαρτωλού και του πονηρού ανθρώπου. Εξάλειψε αυτόν και τας κακάς του πράξεις, ώστε, εάν αναζητηθή το κακόν που έκαμε, να μη ευρεθή ούτε αυτός ούτε εκείνο. 
Break the power of wicked and evil people; punish them for the wrong they have done until they do it no more.
Ψαλ. 10,1 (Μασ. 11)         Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ ψυχῇ μου· μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον;
Ψαλ. 10,1                  Εγώ έχω στηρίζει την πεττοίθησιν και την ελπίδα μου στον παντοδύναμον Κυριον και πως σεις μου λέγετε· “φύγε, μετανάστευσε από εδώ, πέταξε σαν στρουθίον τρομαγμένον εις τα βουνά, δια να εύρης εκεί την σωτηρίαν σου;”
Ψαλ. 10,2          ὅτι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
Ψαλ. 10,2                 Φυγε, μου λέγουν, διότι οι αμαρτωλοί άνθρωποι έχουν ετοιμάσει τα βέλη των, δια να τα εκτοξεύσουν με μανίαν από τον σκοτεινόν τόπον, που ενεδρεύουν, εναντίον των απονηρεύτων και εναρέτων ανθρώπων.
Ψαλ. 10,3          ὅτι ἃ σὺ κατηρτίσω, αὐτοὶ καθεῖλον· ὁ δὲ δίκαιος τί ἐποίησε;
Ψαλ. 10,3                  Ολα όσα, συ Κυριε, σοφώς και δικαίως έχεις νομοθετήσει, αυτοί τα κρημνίζουν και τα καταπατούν. Και επάνω εις την αλαζονείαν των ερωτούν· “ποίον είναι λοιπόν το κέρδος του δικαίου; Κανένα”. 
I trust in the Lord for safety.    How foolish of you to say to me,“Fly away like a bird to the mountains,[b]2     because the wicked have drawn their bows and aimed their arrows    to shoot from the shadows at good people.
3 There is nothing a good person can do  when everything falls apart.” Ψαλ. 10,6          ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ ποτηρίου αὐτῶν.
Ψαλ. 10,6                 Ο Κυριος θα εξαπολύση, ωσάν βροχήν, και θα γεμίση με ολεθρίας παγίδας τον δρόμον των αμαρτωλών ανθρώπων, θα ρίψη εναντίον των φωτιάν και θειάφι, θα εξαπολύση βίαιον και ορμητικόν άνεμον, δια να αναρριπίζη την φλόγα. Αυτό θα είναι το ποτήριον της οργής του Θεού κατάπικρον εναντίον των αμαρτωλών ανθρώπων. 
He sends down flaming coals[c] and burning sulfur on the wicked; he punishes them with scorching winds.
Ψαλ. 11,2          Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος, ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ψαλ. 11,2                  Σώσε μέ, Κυριε, από την κακίαν και τους κακούς, που με περιβάλλουν, διότι δεν έχει απομείνει πλέον άνθρωπος ενάρετος επάνω εις την γην. Σπάνιοι είναι οι ειλικρινείς και αληθινοί λόγοι μεταξύ των ανθρώπων.
Ψαλ. 11,3          μάταια ἐλάλησεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ, καὶ ἐν καρδίᾳ ἐλάλησε κακά.
Ψαλ. 11,3                  Λογια ψευδή και επιβλαβή ανταλλάσσει ο καθένας με τον πλησίον του. Από την αμαρτωλήν καρδίαν των βγαίνουν δια του στόματός των δολιότητες. Ογκος κακίας υπάρχει εις την καρδίαν των, την οποίαν εκφράζουν με πανουργίαν τα χείλη των.
Ψαλ. 11,4          ἐξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τὰ χείλη τὰ δόλια καὶ γλῶσσαν μεγαλοῤῥήμονα.
Ψαλ. 11,4                  Είθε να εξολοθρεύση ο Κυριος όλα τα δόλια και απατηλά χείλη, τας γλώσσας των διπροσώπων αυτών ανθρώπων, που καυχησιολογούν και κομπάζουν·
Ψαλ. 11,5          τοὺς εἰπόντας· τὴν γλῶσσαν ἡμῶν μεγαλυνοῦμεν, τὰ χείλη ἡμῶν παρ᾿ ἡμῖν ἐστι· τίς ἡμῶν Κύριός ἐστιν;
Ψαλ. 11,5                  όλους εκείνους, οι οποίοι είπαν· “θα δοξάσωμεν και θα αναδείξωμεν την γλώσσαν μας με την ευφράδειάν μας. Τα χείλη μας είναι εις την απόλυτον διάθεσίν μας. Ποιός είναι Κυριος επάνω από ημάς; Ημείς και κανείς άλλος”. Help us, Lord!
    There is not a good person left;    honest people can no longer be found.2 All of them lie to one another;    they deceive each other with flattery.3 Silence those flattering tongues, O Lord!    Close those boastful mouths that say,4 “With our words we get what we want.    We will say what we wish,  and no one can stop us.”
Ψαλ. 11,8          σύ, Κύριε, φυλάξαις ἡμᾶς καὶ διατηρήσαις ἡμᾶς ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ εἰς τὸν αἰῶνα.
Ψαλ. 11,8                  Συ, Κυριε, είθε να μας προφυλάξης από τους κακούς και το κακόν, να μας διατηρήσης καθαρούς και αβλαβείς μέσα εις την πονηράν αυτήν γενεάν τώρα και στους αιώνας των αιώνων.
Ψαλ. 11,9          κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσι· κατὰ τὸ ὕψος σου ἐπολυώρησας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
Ψαλ. 11,9                  Τριγύρω μας περιπατούν οι ασεβείς με δολιότητα. Συ όμως δεν αδιαφορείς δια τους υιούς των ανθρώπων. Οσον είναι το ύψος της δόξης σου, τόση είναι και η μεγάλη φροντίς και προσοχή σου δι' αυτούς. 
The wicked are everywhere,    and everyone praises what is evil.Keep us always safe, O Lord,    and preserve us from such people.
Ψαλ. 12,3          ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου ἡμέρας καὶ νυκτός; ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ;
Ψαλ. 12,3                  Εως πότε, Κυριε, θα καταρτίζω μέσα μου σχέδια λυτρώσεώς μου από τους εχθρούς μου, και όμως θα δοκιμάζη ημέραν και νύκτα η καρδία μου οδύνας, διότι θα βλέπη αυτά να ναυαγούν, ώστε να μένω έτσι εκτεθειμένος εις κινδύνους; Εως πότε θα υψώνεται απειλητικός και θα θριαμβεύη εναντίον μου ο εχθρός;
How long must I endure trouble? How long will sorrow fill my heart day and night?  How long will my enemies triumph over me? 
Ψαλ. 12,5          μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· ἴσχυσα πρὸς αὐτόν· οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ.
Ψαλ. 12,5                  δια να μη είπη με πολλήν χαιρεκακίαν ο εχθρός μου· “υπερίσχυσα εναντίον του και τον ενίκησα”. Οι εχθροί μου, που με θλίβουν, θα χαρούν πάρα πολύ, εάν κλονισθώ και πέσω. 
Don't let my enemies say, “We have defeated him.”    Don't let them gloat over my downfall.
Ψαλ. 16,9          ἀπὸ προσώπου ἀσεβῶν τῶν ταλαιπωρησάντων με. οἱ ἐχθροί μου τὴν ψυχήν μου περιέσχον·
Ψαλ. 16,9                 Διαφύλαξέ με από τους ασεβείς ανθρώπους, οι οποίοι έως τώρα με έχουν ταλαιπωρήσει. Αυτοί οι εχθροί μου, Κυριε, με περιεκύκλωσαν από όλα τα σημεία και απειλούν την ζωήν μου.
Ψαλ. 16,10         τὸ στέαρ αὐτῶν συνέκλεισαν, τὸ στόμα αὐτῶν ἐλάλησεν ὑπερηφανίαν.
Ψαλ. 16,10                Εκλεισαν τελείως τα σπλάγχνα των και έγινε σκληρά η καρδία των ανθρώπων αυτών απέναντί μου. Το στόμα αυτών ελάλησε λόγους αλαζονικούς και θρασείς εναντίον μου.
Ψαλ. 16,11         ἐκβαλόντες με νυνὶ περιεκύκλωσάν με, τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἔθεντο ἐκκλῖναι ἐν τῇ γῇ.
Ψαλ. 16,11                Αφού με έβγαλαν έξω και με εδίωξαν από την πατρίδα μου, με περιεκύκλωσαν με μοχθηρίαν και έστρεψαν ολόγυρά των τα βλέμματά των με φονικήν διάθεσιν εναντίον μου πως θα με ξαπλώσουν νεκρόν κάτω εις την γην.  
from the attacks of the wicked.Deadly enemies surround me;10     they have no pity and speak proudly.11 They are around me now, wherever I turn,    watching for a chance to pull me down.
Ψαλ. 16,13         ἀνάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αὐτοὺς καὶ ὑποσκέλισον αὐτούς, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἀσεβοῦς, ῥομφαίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν τῆς χειρός σου.
Ψαλ. 16,13                Σηκω επάνω, Κυριε, και πρόφθασέ τους, πριν με θανατώσουν. Βαλε τους τρικλοποδιά, ρίξε τους κάτω στο χώμα και γλύτωσε την ζωήν μου από τον ασεβή αρχηγόν των, τον Σαούλ. Παρε στο χέρι σου την ρομφαίαν εναντίον των εχθρών, που ανθίστανται εις σέ. 
Come, Lord! Oppose my enemies and defeat them!Save me from the wicked by your sword;14     save me from those who in this life have all they want.
Ψαλ. 17,38         καταδιώξω τοὺς ἐχθρούς μου καὶ καταλήψομαι αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀποστραφήσομαι, ἕως ἂν ἐκλίπωσιν·
Ψαλ. 17,38               Κατεδίωξα τους εχθρούς μου και τους κατέφθασα, ενώ έφευγαν πανικόβλητοι, και δεν εγύρισα οπίσω, μέχρις ότου εκείνοι εξωντώθησαν και εξέλιπον.
Ψαλ. 17,39         ἐκθλίψω αὐτούς, καὶ οὐ μὴ δύνωνται στῆναι, πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς πόδας μου.
Ψαλ. 17,39               Τους συνέθλιψα με την δύναμίν σου και δεν ημπόρεσαν να σταθούν, αλλ' έπεσαν κάτω από τα πόδιά μου.
Ψαλ. 17,40         καὶ περιέζωσάς με δύναμιν εἰς πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τοὺς ἐπανισταμένους ἐπ᾿ ἐμὲ ὑποκάτω μου.
Ψαλ. 17,40               Συ από όλα τα σημεία με ενέδυσες με δύναμιν, δια να πολεμώ πάντοτε νικηφόρως. Περιέπλεξες τα πόδια των και έπεσαν κάτω από τα πόδια μου όλοι εκείνοι, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου.
(Ψαλμ. 18:40-43): «Με ζώνεις για τον πόλεμο με δύναμη… σε φυγή τρέπεις τους εχθρούς μου… και τους σκορπίζω όπως το χώμα ο άνεμος».
Ψαλ. 17,41         καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκάς μοι νῶτον καὶ τοὺς μισοῦντάς με ἐξωλόθρευσας.
Ψαλ. 17,41                Ετρεψες εις φυγήν τους εχθρούς μου. Πανικόβλητοι εγύρισαν προς εμέ την πλάτην των. Παρέδωκες εις ολοκληρωτικήν καταστροφήν εκείνους, οι οποίοι με εμισούσαν.
Ψαλ. 17,42         ἐκέκραξαν, καὶ οὐκ ἦν ὁ σῴζων, πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν.
Ψαλ. 17,42               Και επάνω εις την απέλπιδα φυγήν και τον πανικόν των εκραύγασαν ζητούντες την βοήθειάν σου, αλλά δεν υπήρχε δι' αυτούς σωτήρ. Εκραξαν προς σε, αλλά δεν τους εισήκουσες.
Ψαλ. 17,43         καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡσεὶ χνοῦν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, ὡς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς.
Ψαλ. 17,43               Με την ιδικήν σου βοήθειαν τους συνέτριψα. Τους έκαμα σαν ανάλαφρο χνούδι, το οποίον διασκορπίζει ο άνεμος. Τους επολτοποίησα ωσάν την λάσπην, που πατούν οι άνθρωποι εις τας πλατείας. 
I pursue my enemies and catch them;    I do not stop until I destroy them.
38 I strike them down, and they cannot rise;    they lie defeated before me.
39 You give me strength for the battle    and victory over my enemies.
40 You make my enemies run from me;    I destroy those who hate me.
41 They cry for help, but no one saves them;    they call to the Lord, but he does not answer.42 I crush them, so that they become like dust
    which the wind blows away.I trample on them like mud in the streets.
Ψαλ. 17,49         ὁ ῥύστης μου ἐξ ἐχθρῶν μου ὀργίλων, ἀπὸ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ ὑψώσεις με, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ῥῦσαί με.
Ψαλ. 17,49               Αυτός με εγλύτωσεν από εχθρούς γεμάτους οργήν και μανίαν εναντίον μου. Συ, Κυριε, με ανέδειξες νικητήν, με ανύψωσες και με εδόξασες απέναντι εκείνων, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει εναντίον μου. Λυτρωσέ με και στο μέλλον από κάθε άνδρα δόλιον και άδικον.  
who delivers me from my enemies.Yes, you lifted me high above my adversaries;   you delivered me from violent people.
Ψαλ. 19,8          οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα.
Ψαλ. 19,8                 Εκείνοι μεν οι εχθροί επέρχονται εναντίον μας με πολεμικά άρματα και με το φοβερόν ιππικόν των. Ημείς όμως με το παντοδύναμον όνομα του Κυρίου και Θεού μας θα θριαμβεύσωμεν εναντίον των.
Ψαλ. 19,9          αὐτοὶ συνεποδίσθησαν καὶ ἔπεσαν, ἡμεῖς δὲ ἀνέστημεν καὶ ἀνωρθώθημεν.
Ψαλ. 19,9                 Και ιδού ότι αυτοί επεδικλώθησαν, εσκόνταψαν και έπεσαν, ημείς όμως εσηκώθημεν επάνω, εστάθημεν όρθιοι και έχομεν κάτω από τα πόδια μας νικημένους τους εχθρούς μας.
Some people trust in chariots, others in horses;    but we praise the Lord’s name.8 They will collapse and fall,    but we will stand up straight and strong. 
Ψαλ. 20,9          εὑρεθείη ἡ χείρ σου πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς σου, ἡ δεξιά σου εὕροι πάντας τοὺς μισοῦντάς σε.
Ψαλ. 20,9                 “Είθε, ω βασιλεύ, η χείρ σου στιβαρά να ευρεθή εμπρός και εναντίον όλων των εχθρών σου. Είθε η δεξιά σου να συλλάβη όλους εκείνους, οι οποίοι σε μισούν.
Ψαλ. 20,10         θήσεις αὐτοὺς εἰς κλίβανον πυρὸς εἰς καιρὸν τοῦ προσώπου σου· Κύριος ἐν ὀργῇ αὐτοῦ συνταράξει αὐτούς, καὶ καταφάγεται αὐτοὺς πῦρ.
Ψαλ. 20,10               Οταν το πρόσωπόν σου θα είναι αναμμένον από την δικαίαν οργήν σου εναντίον αυτών, θα τους ρίψη εις την πυράν ωσάν ξύλα μέσα εις αναμμένον κλίβανον. Ο Κυριος και Θεός δια σου θα συνταράξη όλους αυτούς και θα τους καταφάγη το πυρ.
Ψαλ. 20,11         τὸν καρπὸν αὐτῶν ἀπὸ τῆς γῆς ἀπολεῖς καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων,
Ψαλ. 20,11                Τον καρπόν της κοιλίας των, τα παιδιά των, θα τα εξαφανίσης από την χώραν των, όπως επίσης και όλους τους απογόνους των ανάμεσα από τους υιούς των ανθρώπων.
Ψαλ. 20,12         ὅτι ἔκλιναν εἰς σὲ κακά, διελογίσαντο βουλάς, αἷς οὐ μὴ δύνωνται στῆναι.
Ψαλ. 20,12               Διότι εξύφαναν και κατήρτισαν πονηρά σχέδια εναντίον σου. Συνέλαβαν δολίας σκέψεις και αποφάσεις, τας οποίας όμως δεν ημπόρεσαν να πραγματοποιήσουν.
Ψαλ. 20,13         ὅτι θήσεις αὐτοὺς νῶτον· ἐν τοῖς περιλοίποις σου ἑτοιμάσεις τὸ πρόσωπον αὐτῶν.
Ψαλ. 20,13               Διότι συ, πολεμών εναντίον αυτών νικηφόρως, θα τους αναγκάσης, να στρέψουν τις πλάτες των και να φύγουν πανικόβλητοι. Με ολίγους στρατιώτας σου θα τους αντιμετωπίσης κατά πρόσωπον και θα τους τρέψης εις φυγήν” 
Your hand will catch all your enemies;    your strong hand will catch all who hate you.9 When you appear, Lord,    you will light them up like an oven on fire.        God will eat them whole in his anger;        fire will devour them.10 You will destroy their offspring from the land;    destroy their descendants from the human race.11 Because they sought to do you harm,    they devised a wicked plan—but they will fail!12 Because you will make them turn and run when you aim your bow straight at their faces! Ψαλ. 25,4          οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω·
Ψαλ. 25,4                 Ουκ εκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος και μετά παρανομούντων ου μη εισέλθω·
Ψαλ. 25,5          ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω.
Ψαλ. 25,5                 εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων και μετά ασεβών ου μη καθίσω.
I don’t spend time with people up to no good;    I don’t keep company with liars.5 I detest the company of evildoers,    and I don’t sit with wicked people.
Ψαλ. 26,2          ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐπ᾿ ἐμὲ κακοῦντας τοῦ φαγεῖν τὰς σάρκας μου, οἱ θλίβοντές με καὶ οἱ ἐχθροί μου, αὐτοὶ ἠσθένησαν καὶ ἔπεσαν.
Ψαλ. 26,2                 Ενῷ με επλησίαζον ορμητικοί οι κακοποιοί άνθρωποι, δια να με κατασπαράξουν και σαν άγρια θηρία να καταφάγουν τας σάρκας μου, αυτοί, που με έθλιβαν και με τέτοιας εχθρικάς διαθέσεις επήρχοντο εναντίον μου, εκλονίσθησαν και έπεσαν συντετριμμένοι κάτω στο χώμα. Τους είχε κτυπήσει ο Κυριος μου και σωτήρ μου. 
When evildoers come at me trying to eat me up—    it’s they, my foes and my enemies, who stumble and fall!
Ψαλ. 26,6          καὶ νῦν ἰδοὺ ὕψωσε κεφαλήν μου ἐπ᾿ ἐχθρούς μου· ἐκύκλωσα καὶ ἔθυσα ἐν τῇ σκηνῇ αὐτοῦ θυσίαν ἀλαλαγμοῦ, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ τῷ Κυρίῳ.
Ψαλ. 26,6                 Και τώρα, πιστεύω εις την παντοδύναμον προστασίαν του και διακηρύττω ότι ανύψωσε την κεφαλήν, μου εναντίον των εχθρών μου με ανέδειξεν ανώτερόν των. Δι' αυτό και εις ευλαβή λιτανείαν θα κάμω κύκλον περί το θυσιαστήριόν του, θα προσφέρω εις την Σκηνήν του ευχαριστήριον θυσίαν με αλαλαγμούς χαράς, θα τραγουδώ τα μεγαλεία του και θα παίζω μουσικά όργανα προς δόξαν του Κυρίου μου. 
So I will triumph over my enemies around me.    With shouts of joy I will offer sacrifices in his Temple;    I will sing, I will praise the Lord. 
Ψαλ. 27,4          δὸς αὐτοῖς, Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ κατὰ τὴν πονηρίαν τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν· κατὰ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτῶν δὸς αὐτοῖς, ἀπόδος τὸ ἀνταπόδομα αὐτῶν αὐτοῖς.
Ψαλ. 27,4                 Δώσε, Κυριε, εις αυτούς σύμφωνα με τα έργα των, σύμφωνα με την πονηρίαν και την πανουργίαν των εγκληματικών των σχεδίων και ενεργειών. Δώσε εις αυτούς σύμφωνα με τα κακά έργα των, που διαπράττουν με τα ίδια των τα χέρια. Πλήρωσέ τους και ανταπόδωσέ τους ως μισθόν και ποινήν αυτό, που αρμόζει εις τας αμαρτωλάς των πράξεις.
Ψαλ. 27,5          ὅτι οὐ συνῆκαν εἰς τὰ ἔργα Κυρίου καὶ εἰς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ· καθελεῖς αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ οἰκοδομήσεις αὐτούς.
Ψαλ. 27,5                 Διότι αυτοί δεν ηθέλησαν να μελετήσουν και κατανοήσουν τα έργα της παντοδυναμίας και δικαιοσύνης του Κυρίου, τα έργα των χειρών του. Θα τους κατακρημνίσης, θα τους αφήσης στο χώμα συντετριμμένους και δεν θα τους ανεγείρης ποτέ πλέον.
Punish them for what they have done,    for the evil they have committed.
Punish them for all their deeds;    give them what they deserve!5 They take no notice of what the Lord has done    or of what he has made;so he will punish them   and destroy them forever.
Ψαλ. 30,18         Κύριε, μὴ καταισχυνθείην, ὅτι ἐπεκαλεσάμην σε· αἰσχυνθείησαν οἱ ἀσεβεῖς καὶ καταχθείησαν εἰς ᾅδου.
Ψαλ. 30,18               Κυριε, μη παραχωρήσης ποτέ, να εντροπιασθώ, διότι σε και μόνον εγώ δια της προσευχής έχω επικαλεσθή και εις σε εστήριξα τας ελπίδας μου. Ας εντροπιασθούν όμως οι ασεβείς και ας κρημνισθούν εις τα βάθη του άδου.
Ψαλ. 30,19         ἄλαλα γενηθήτω τὰ χείλη τὰ δόλια τὰ λαλοῦντα κατὰ τοῦ δικαίου ἀνομίαν ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἐξουδενώσει.
Ψαλ. 30,19               Βουβά και αμίλητα ας γίνουν τα χείλη των, από τα οποία βγαίνει δόλος και πονηρία και τα οποία λαλούν εναντίον του δικαίου παρανομίας με αλαζονείαν και θράσος, που εζουδενώνει τα πάντα. 
I call to you, Lord;    don't let me be disgraced.May the wicked be disgraced;    may they go silently down to the world of the dead.18 Silence those liars—    all the proud and arrogant    who speak with contempt about the righteous.
Ψαλ. 30,21         κατακρύψεις αὐτοὺς ἐν ἀποκρύφῳ τοῦ προσώπου σου ἀπὸ ταραχῆς ἀνθρώπων, σκεπάσεις αὐτοὺς ἐν σκηνῇ ἀπὸ ἀντιλογίας γλωσσῶν.
Ψαλ. 30,21               Θα κρύψης αυτούς ασφαλώς εις απόκρυφον καταφύγιον της θείας σου προστασίας, όπου και θα προφυλαχθούν από την άδικον οργήν και επίθεσιν των πονηρών ανθρώπων. Θα τους σκεπάσης μέσα εις την Σκηνήν σου, ώστε να μη θίγωνται καθόλου από ελεεινάς συκοφαντίας φαρμακερών γλωσσών.
You hide them in the safety of your presence    from the plots of others;
in a safe shelter you hide them    from the insults of their enemies.
Ψαλ. 32,10         Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων·
Ψαλ. 32,10               Ο Κυριος διαλύει και εκμηδενίζει τας σκέψεις και τας αποφάσεις των αμαρτωλών εθνών και ματαιώνει τα κακόβουλα σχέδια των πονηρών αρχόντων. 
The Lord frustrates the purposes of the nations;    he keeps them from carrying out their plans.
Ψαλ. 33,8          παρεμβαλεῖ ἄγγελος Κυρίου κύκλῳ τῶν φοβουμένων αὐτὸν καὶ ῥύσεται αὐτούς.
Ψαλ. 33,8                 Αγγελος Κυρίου θα στρατοπεδεύη γύρω και θα περιφρουρή όσους σέβονται τον Κυριον και θα τους γλυτώση από τους κινδύνους, στους οποίους έχουν εκτεθή.
His angel guards those who honor the Lord    and rescues them from danger.
Ψαλ. 33,22         θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός, καὶ οἱ μισοῦντες τὸν δίκαιον πλημμελήσουσι.
Ψαλ. 33,22               Εξ αντιθέτου όμως ο θάνατος των αμαρτωλών είναι κακός και οδυνηρός. Οσοι δε μισούν τον δίκαιον θα περιπέσουν εις ολέθρια σφάλματα, δια τα οποία θα κατακριθούν και θα τιμωρηθούν από τον Θεόν.
Ψαλ. 33,23         λυτρώσεται Κύριος ψυχὰς δούλων αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσι πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπ᾿ αὐτόν.
Ψαλ. 33,23               Ο Θεός θα απαλλάξη την ζωήν των δούλων του από τους κινδύνους και δεν θα αποτύχουν εις την ζωήν των όλοι, όσοι ελπίζουν εις αυτόν.
Evil will kill the wicked;    those who hate the righteous will be punished.22 The Lord will save his people;    those who go to him for protection will be spared.
Ψαλ. 34,1          Δίκασον, Κύριε, τοὺς ἀδικοῦντάς με, πολέμησον τοὺς πολεμοῦντάς με.
Ψαλ. 34,1                  Δικασε και τιμώρησε, Κυριε, αυτούς, οι οποίοι με αδικούν. Πολέμησε αυτούς, οι οποίοι με πολεμούν και ζητούν να με εξοντώσουν.
(Ψαλμ. 35:1 επ. )«Κύριε, κρίνε εκείνους που με κατακρίνουν. πολέμησε όσους με πολεμούν… Ας νικηθούν… αυτοί που θέλουν να πάρουν την ζωή μου!… Ας γίνουν σαν το άχυρο που το σκορπίζει ο αγέρας. και του Κυρίου ο άγγελος ας τους κυνηγά… Ας είναι σκοτεινή κι ολισθηρή η πορεία τους…»
Ψαλ. 34,2          ἐπιλαβοῦ ὅπλου καὶ θυρεοῦ καὶ ἀνάστηθι εἰς τὴν βοήθειάν μου,
Ψαλ. 34,2                 Αρπαξε στο παντοδύναμον χέρι σου όπλον και ασπίδα, σήκω επάνω και έλα εις βοήθειάν μου.
Ψαλ. 34,3          ἔκχεον ῥομφαίαν καὶ σύγκλεισον ἐξ ἐναντίας τῶν καταδιωκόντων με· εἶπον τῇ ψυχῇ μου· Σωτηρία σού εἰμι ἐγώ.
Ψαλ. 34,3                 Βγάλε από την θήκην της γυμνήν την ρομφαίαν και κλείσε από όλα τα σημεία τον δρόμον αυτών, οι οποίοι με καταδιώκουν. Πες εις την ψυχήν μου· Μη δειλιάζης, διότι εγώ είμαι η σωτηρία σου.
Ψαλ. 34,4          αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθήτωσαν οἱ λογιζόμενοί μοι κακά.
Ψαλ. 34,4                 Ας καταισχυνθούν και ας κατεντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Ας στραφούν προς τα οπίσω τρεπόμενοι εις άτακτον φυγήν και ας κατεντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι μελετούν και αποφασίζουν κακά εναντίον μου.
Ψαλ. 34,5          γενηθήτωσαν ὡσεὶ χνοῦς κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐκθλίβων αὐτούς·
Ψαλ. 34,5                 Ας γίνουν σαν κονιορτός στο ισχυρόν φύσημα του ανέμου. Αγγελος Κυρίου ας επέλθη εναντίον αυτών ποδοπατών και συνθλίβων τον ένα επάνω στον άλλον.
Ψαλ. 34,6          γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκότος καὶ ὀλίσθημα, καὶ ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς·
Ψαλ. 34,6                 Ας γίνη ο δρόμος κατά την πανικόβλητον άτακτον φυγήν των σκοτάδι και ολίσθημα, ώστε ούτε να βλέπουν ούτε και να ημπορούν να βαδίσουν ασφαλώς, άγγελος δε Κυρίου ας τους καταδιώκη συνεχώς·
Ψαλ. 34,7          ὅτι δωρεὰν ἔκρυψάν μοι διαφθορὰν παγίδος αὐτῶν, μάτην ὠνείδισαν τὴν ψυχήν μου.
Ψαλ. 34,7                 διότι, χωρίς εγώ να πταίσω τίποτε εις αυτούς, έστησαν κρυφίως δολίαν παγίδα με τον σκοπόν να πέσω εις λάκκον θανάτου, στον τάφον. Χωρίς καμμίαν αιτίαν και αφορμήν με ύβρισαν και με εχλεύασαν.
Ψαλ. 34,8          ἐλθέτω αὐτῷ παγίς, ἣν οὐ γινώσκει, καὶ ἡ θήρα, ἣν ἔκρυψε, συλλαβέτω αὐτόν, καὶ ἐν τῇ παγίδι πεσεῖται ἐν αὐτῇ.
Ψαλ. 34,8                 Ο αρχηγός των ας πέση και ας συλληφθή εις αφανή παγίδα, την οποίαν δεν γνωρίζει. Και η παγίς, την οποίαν έκρυψε δι' εμέ, ας συλλάβη αυτόν τον ίδιον. Ας πέση εις την παγίδα αυτήν, που έστησε δι' εμέ.
Oppose those who oppose me, Lord,    and fight those who fight against me!2 Take your shield and armor    and come to my rescue.3 Lift up your spear and war ax    against those who pursue me.Promise that you will save me.4 May those who try to kill me    be defeated and disgraced!May those who plot against me    be turned back and confused!5 May they be like straw blown by the wind    as the angel of the Lord pursues them!6 May their path be dark and slippery    while the angel of the Lord strikes them down!7 Without any reason they laid a trap for me    and dug a deep hole to catch me.8 But destruction will catch them before they know it;    they will be caught in their own trap    and fall to their destruction!
Ψαλ. 34,19         μὴ ἐπιχαρείησάν μοι οἱ ἐχθραίνοντές μοι ἀδίκως, οἱ μισοῦντες με δωρεὰν καὶ διανεύοντες ὀφθαλμοῖς.
Ψαλ. 34,19               Ας μη χαιρεκακήσουν εις βάρος μου εκείνοι, οι οποίοι με εχθρεύονται αδίκως. Αυτοί, οι οποίοι τρέφουν αδικαιολόγητον μίσος εναντίον μου όσοι με νεύματα των πονηρών οφθαλμών συνεννοούνται, δια να με εξοντώσουν. 
Don't let my enemies, those liars,    gloat over my defeat.Don't let those who hate me for no reason    smirk with delight over my sorrow.
Ψαλ. 35,12         μὴ ἐλθέτω μοι ποὺς ὑπερηφανίας, καὶ χεὶρ ἁμαρτωλοῦ μὴ σαλεύσαι με.
Ψαλ. 35,12               Εις εμέ δε ας μη πέση επάνω μου το πόδι του υπερηφάνου, δια να μη με καταπατήση, και το χέρι του αμαρτωλού ας μη με συγκλονίση και με διώξη.
Ψαλ. 35,13         ἐκεῖ ἔπεσον πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ἐξώσθησαν καὶ οὐ μὴ δύνωνται στῆναι.
Ψαλ. 35,13                Ιδού, εκεί κατεκρημνίσθησαν όλοι όσοι εργάζονται την ανομίαν. Απωθήθησαν και εξεδιώχθησαν, ώστε να μη μπορούν πλέον να σταθούν όρθιοι εις τα πόδια των. 
Do not let proud people attack me    or the wicked make me run away.12 See where evil people have fallen.    There they lie, unable to rise.
Ψαλ. 36,1          Μὴ παραζήλου ἐν πονηρευομένοις μηδὲ ζήλου τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν·
Ψαλ. 36,1                  Μη ζηλεύης και μη ποθής την φαινομενικήν ευτυχίαν εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται το πονηρόν. Μη ζηλεύης εκείνους, οι οποίοι πράττουν την ανομίαν,
Ψαλ. 36,2          ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται.
Ψαλ. 36,2                 διότι αυτοί γρήγορα σαν το χορτάρι θα ξηρανθούν. Και σαν την πρασίνην χλόην θα μαρανθούν και θα πέσουν στο έδαφος. Don't be worried on account of the wicked;    don't be jealous of those who do wrong.2 They will soon disappear like grass that dries up;    they will die like plants that wither.
Ψαλ. 36,7   …μὴ παραζήλου ἐν τῷ κατευοδουμένῳ ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώπῳ ποιοῦντι παρανομίαν.
Μη αφήσης να καταλάβη ποτέ την καρδίαν σου η ζήλεια και ο φθόνος δια τον άνθρωπον, που ευδοκιμεί εις την ζωήν του, ο οποίος όμως πράττει παρανομίας.
Ψαλ. 36,9 ὅτι οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται,…
Διότι όλοι αυτοί, οι οποίοι σκέπτονται το πονηρόν και πράττουν το κακόν, θα εξολοθρευθούν.
Ψαλ. 36,10 καὶ ἔτι ὀλίγον καὶ οὐ μὴ ὑπάρξῃ ὁ ἁμαρτωλός, καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ εὕρῃς·Καμε υπομονήν· ολίγος καιρός ακόμη θα περάση και ο αμαρτωλός, του οποίου συ σήμερον την ευτυχίαν ημπορεί να ζηλεύης, δεν θα υπάρχη πλέον. Θα αναζητήσης τον τόπον, στον οποίον αυτός είχε ζήσει ευτυχής, και δεν θα τον εύρης.
Ψαλ. 36,12 παρατηρήσεται ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον καὶ βρύξει ἐπ᾿ αὐτὸν τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ·
Με μίσος εις την καρδίαν θα παρατηρήση ο αμαρτωλός τον δίκαιον και θα τρίξη με μανίαν τους οδόντας του εναντίον αυτού.
Ψαλ. 36,13 ὁ δὲ Κύριος ἐκγελάσεται αὐτόν, ὅτι προβλέπει ὅτι ἥξει ἡ ἡμέρα αὐτοῦ.
Ο Κυριος όμως θα γελάση εις βάρος του αμαρτωλού, διότι προβλέπει, ότι θα έλθη η ημέρα της τιμωρίας του και του αφανισμού του.
Ψαλ. 36,14 ῥομφαίαν ἐσπάσαντο οἱ ἁμαρτωλοί, ἐνέτειναν τόξον αὐτῶν τοῦ καταβαλεῖν πτωχὸν καὶ πένητα, τοῦ σφάξαι τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ·
Εγύμνωσαν την σπάθην των οι αμαρτωλοί. Ετέντωσαν το τόξον των, δια να κτυπήσουν με αυτό και ρίψουν κατά γης νεκρόν τον ταλαιπωρημένον και τον πτωχόν, και με την μάχαιράν των να σφάξουν όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν ευθείαν και ειλικρινή την καρδίαν.
Ψαλ. 36,15 ἡ ῥομφαία αὐτῶν εἰσέλθοι εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ τόξα αὐτῶν συντριβείη.
Η ρομφαία των θα εισέλθη και θα διαπεράση την ιδικήν των καρδίαν, τα δε τόξα των θα συντριβούν.
Ψαλ. 36,17    ὅτι βραχίονες ἁμαρτωλῶν συντριβήσονται,
Διότι οι βραχίονες των αμαρτωλών, που φαίνονται σήμερον τόσον ισχυροί, θα συντριβούν μετ' ολίγον.
36,20 ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπολοῦνται, οἱ δὲ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου ἅμα τῷ δοξασθῆναι αὐτοὺς καὶ ὑψωθῆναι ἐκλείποντες ὡσεὶ καπνὸς ἐξέλιπον. 
Ενῷ εξ αντιθέτου οι αμαρτωλοί θα εξολοθρευθούν. Οι εχθροί αυτοί του Κυρίου αμέσως μόλις δοξασθούν ανερχόμενοι εις μεγάλα αξιώματα και πλούτη, θα εξαφανισθούν, όπως διαλύεται και εξαφανίζεται ο καπνός.
For the sinners shall perish; and the enemies of the Lord at the moment of their being honoured and exalted have utterly vanished like smoke. 
36,28 ὅτι Κύριος ἀγαπᾷ κρίσιν καὶ οὐκ ἐγκαταλείψει τοὺς ὁσίους αὐτοῦ, εἰςτὸν αἰῶνα φυλαχθήσονται· ἄνομοι δὲ ἐκδιωχθήσονται, καὶ σπέρμα ἀσεβῶνἐξολοθρευθήσεται.
διότι ο Κυριος αγαπά την δικαίαν κρίσιν. Και δια τούτο δεν θα εγκαταλείψη ποτέ τους αφωσιωμένους εις αυτόν, αλλά θα τους προστατεύη. Και έτσι αυτοί κάτω από την θείαν προστασίαν θα διαφυλάσσωνται πάντοτε ασφαλείς. Εξ αντιθέτου οι παράνομοι θα εξολοθρευθούν και θα εκδιωχθούν από τον τόπον των. Και οι απόγονοιακόμη των ασεβών ανθρώπων θα εξολοθρευθούν.
For the Lord loves judgment, and will not forsake his saints; they shall be preserved for ever: the blameless shall be avenged, but the seed of the ungodly shall be utterly destroyed.
36,32 κατανοεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον καὶ ζητεῖ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν, 33ὁ δὲ Κύριος οὐ μὴ ἐγκαταλίπῃ αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, οὐδὲ μὴκαταδικάσηται αὐτόν, ὅταν κρίνηται αὐτῷ.
Ο αμαρτωλός παραμονεύει τον δίκαιον και ζητεί ευκαιρίαν να τον θανατώση. Ο Κυριος όμως δεν θα εγκαταλείψη και δεν θα αφήση αβοήθητον τον δίκαιον εις τα χέρια του αμαρτωλού. Ούτε θα τον αφήση να καταδικασθή, όταν θα κρίνεται εν αντιδικία με τον επιβουλευθέντα αυτόν αμαρτωλόν.
The sinner watches the righteous, and seeks to slay him. 33 But the Lord will not leave him in his hands, nor by any means condemn him when he is judged.
36, 35 εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρουςτοῦ Λιβάνου· 36 καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐζήτησα αὐτόν, καὶ οὐχεὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ. 
Είδα τον ασεβή να ακμάζη, να υπερυψώνεται πανίσχυρος, να ψηλώνη ωσάν τα αιωνόβια κέδρα του Λιβάνου. Μολις όμως επέρασα πάλιν από εκεί και ιδού, αυτός δεν υπήρχε πλέον. Εγύρισα πίσω, ανεζήτησα να τον εύρω, αλλά δεν ημπόρεσα να εύρω ούτε τον τόπον, στον οποίον προηγουμένως κατοικούσε.
I saw the ungodly very highly exalting himself, and lifting himself up like the cedars of Libanus. 36 Yet I passed by, and lo! he was not: and I sought him, but his place was not found. 
36,38 οἱ δὲ παράνομοι ἐξολοθρευθήσονται ἐπὶ τὸ αὐτό, τὰ ἐγκαταλείμματατῶν ἀσεβῶν ἐξολοθρευθήσονται. 39 σωτηρία δὲ τῶν δικαίων παρὰ Κυρίου,καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν ἐν καιρῷ θλίψεως, 40 καὶ βοηθήσει αὐτοῖςΚύριος καὶ ῥύσεται αὐτοὺς καὶ ἐξελεῖται αὐτοὺς ἐξ ἁμαρτωλῶν καὶ σώσειαὐτούς, ὅτι ἤλπισαν ἐπ᾿ αὐτόν.          
  Οι παράνομοι όμως θα εξολοθρευθούν όλοι μαζή. Θα διαλυθούν και θα εξαφανισθούν τα υπολείμματα από τα πλούτη των, το όνομά των και οι απόγονοί των.Ψαλ. 36,39               Βεβαία όμως και ασφαλής θα έλθη από τον Κυριον η σωτηρία των δικαίων διότι αυτός είναι ο υπερασπιστής των στον καιρόν των θλίψεων και των δοκιμασιών των. Ψαλ. 36,40              Ο Κυριος θα βοηθήση τους δικαίους. Θα τους απαλλάξη από τας θλίψεις και τας συμφοράς και θα τους γλυτώση από τα χέρια των αμαρτωλών. Θα τους σώση, διότι αυτοί εις εκείνον εστήριξαν τας ελπίδας των.


But the transgressors shall be utterly destroyed together: the remnants of the ungodly shall be utterly destroyed. 39 But the salvation of the righteous is of the Lord; and he is their defender in the time of affliction. 40 And the Lord shall help them, and deliver them: and he shall rescue them from sinners, and save them, because they have hoped in him.
Ψαλ. 37,13         καὶ ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, καὶ οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι ἐλάλησαν ματαιότητας, καὶ δολιότητας ὅλην τὴν ἡμέραν ἐμελέτησαν.
Ψαλ. 37,13                Μέσα στον πόνον μου και την εγκατάλειψίν μου αυτήν οι εχθροί μου φέρονται απέναντί μου με βιαιότητα και σκληρότητα. Εκείνοι οι οποίοι επιζητούν τον θάνατόν μου, εκείνοι που θέλουν και ευφραίνονται εις την δυστυχίαν μου, ελάλησαν λόγους συκοφαντικούς και ολεθρίους εναντίον μου. Χαιρεκακούν δια την κατάστασίν μου. Συγχρόνως δε καταστρώνουν δόλια σχέδια και στήνουν παγίδας ολέθρου όλην την ημέραν, δια να με εξοντώσουν.
Ψαλ. 37,14         ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ·
Ψαλ. 37,14               Αλλά εγώ, ως εάν ήμην κωφός, δεν ήκουα όσα εκείνοι έλεγαν εναντίον μου. Ως εάν ήμουν βωβός και άλαλος, ωσάν να μη ημπορούσα να ανοίξω το στόμα μου, δεν απαντούσα καθόλου εις αυτούς.
Ψαλ. 37,15         καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς.
Ψαλ. 37,15                Και έγινα έτσι σαν άνθρωπος, που δεν ακούει καθόλου και που δεν έχει στο στόμα του δικαίας αντιρρήσεις και λόγους αποστομωτικούς εναντίον εκείνων, που τον κατηγορούν.
Ψαλ. 37,16         ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα· σὺ εἰκακούσῃ, Κύριε ὁ Θεός μου.
Ψαλ. 37,16               Δεν απαντώ στους εχθρούς μου, διότι εγώ εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου, Κυριε. Εχω πεποίθησιν ότι θα ακούσης ευμενώς την προσευχήν μου και θα σπεύσης εις την βοήθειάν μου.
Ψαλ. 37,17         ὅτι εἶπα· μήποτε ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐχθροί μου· καὶ ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημόνησαν.
Ψαλ. 37,17                Δια τούτο και είπα από μέσα μου· Βοήθησέ μέ, Κυριε, και μη επιτρέψης να δοκιμάσουν μοχθηράν χαράν εις βάρος μου οι εχθροί μου, ούτε να κομπορρημονούν, εάν με βλέπουν να τρικλίζω κάτω από το βάρος της θλίψεως.
Ψαλ. 38,2          Εἶπα· φυλάξω τὰς ὁδούς μου τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου· ἐθέμην τῷ στόματί μου φυλακὴν ἐν τῷ συστῆναι τὸν ἁμαρτωλὸν ἐναντίον μου.
Ψαλ. 38,2                 Είπα και απεφάσισα· να προσέχω όλην την συμπεριφοράν και διαγωγήν μου, ώστε να μη αμαρτάνω με την γλώσσαν μου, παραπονούμενος δια το πλήθος των δοκιμασιών μου και επικρίνων τας μυστηριώδεις, αλλά τόσον αγαθάς, βουλάς του Κυρίου. Απεφάσισα να θέσω φραγμόν εις τα χείλη μου και να μη εκφράσω κανένα παράπονον, καμμίαν κατάκρισιν, όταν ο αμαρτωλός σταθή απειλητικός ενώπιόν μου.
Ψαλ. 38,3          ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα ἐξ ἀγαθῶν, καὶ τὸ ἄλγημά μου ἀνεκαινίσθη.
Ψαλ. 38,3                 Θεληματικώς έγινα κωφός και άλαλος ενώπιον του πονηρού ανθρώπου. Ετήρησα ταπεινωμένος απόλυτον σιωπήν, ακόμη και περί διαθέσεων και λόγων και πράξεών μου αγαθών. Η κατάθλιψις και ο πόνος όμως της ψυχής μου έτσι ανεζωογονήθη και ηυξήθη.
Ψαλ. 38,9          ἀπὸ πασῶν τῶν ἀνομιῶν μου ῥῦσαί με, ὄνειδος ἄφρονι ἔδωκάς με.
Ψαλ. 38,9                 Συγχώρησε όλας τας αμαρτίας μου, διότι εξ αιτίας αυτών επέτρεψες, να γίνω περίγελως των ασεβών ανθρώπων.
Ψαλ. 38,10         ἐκωφώθην καὶ οὐκ ἤνοιξα τὸ στόμα μου, ὅτι σὺ ἐποίησας.
Ψαλ. 38,10               Εγινα κωφός και αμίλητος, δεν ήνοιξα το στόμα μου, δια να παραπονεθώ, διότι συ επέτρεψες να έλθουν εις βάρος μου αι δοκιμασίαι και αι θλίψεις αυταί.
Ψαλ. 39,15         καταισχυνθείησαν καὶ ἐντραπείησαν ἅμα οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξᾶραι αὐτήν· ἀποστραφείησαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθείησαν οἱ θέλοντές μοι κακά·
Ψαλ. 39,15               Ας καταισχυνθούν και ας εντροπιασθούν όλοι μαζή αυτοί, που ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Ας στρέψουν πανικόβλητοι τα νώτα των και ας τραπούν κατεντροπιασμένοι εις φυγήν, όσοι θέλουν την συμφοράν μου και την καταστροφήν μου.
Ψαλ. 39,16         κομισάσθωσαν παραχρῆμα αἰσχύνην αὐτῶν οἱ λέγοντές μοι· εὖγε, εὖγε.
Ψαλ. 39,16               Ας πάρουν αμέσως ως μισθόν της κακότητός των την εντροπήν, αυτοί οι οποίοι επιχαίρουν δια τας συμφοράς μου και λέγουν εύγε, εύγε.
Ψαλ. 40,6          οἱ ἐχθροί μου εἶπαν κακά μοι· πότε ἀποθανεῖται, καὶ ἀπολεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ;
Ψαλ. 40,6                 Οι εχθροί μου είπαν λόγια κακεντρεχή και πονηρά εναντίον μου· Ποτε θα αποθάνη και θα σβήση αυτός και το όνομά του από την γην;
Ψαλ. 40,7          καὶ εἰσεπορεύετο τοῦ ἰδεῖν, μάτην ἐλάλει· ἡ καρδία αὐτοῦ συνήγαγεν ἀνομίαν ἑαυτῷ, ἐξεπορεύετο ἔξω καὶ ἐλάλει ἐπὶ τὸ αὐτό.
Ψαλ. 40,7                 Και εάν κανείς από τους κακεντρεχείς αυτούς ανθρώπους εισήρχετο στον οίκόν μου, τάχα προς επίσκεψίν μου, έλεγε προς εμέ λόγια δόλια και υποκριτικά. Συγχρόνως δε η καρδία του συνήθροιζε και εσχεδίαζε συκοφαντίας και διαβολάς, αι οποίαι τελικώς θα εξεσπούσαν εις βάρος του. Εβγαινεν έξω από το δωμάτιόν μου και συζητούσε κακά εναντίον μου.
Ψαλ. 40,8          κατ᾿ ἐμοῦ ἐψιθύριζον πάντες οἱ ἐχθροί μου, κατ᾿ ἐμοῦ ἐλογίζοντο κακά μοι·
Ψαλ. 40,8                 Εψιθύριζαν όλοι αυτοί οι εχθροί μου εναντίον μου. Διελογίζοντο πάντοτε κακά εις βάρος μου.
Ψαλ. 40,9          λόγον παράνομον κατέθεντο κατ᾿ ἐμοῦ· μὴ ὁ κοιμώμενος οὐχὶ προσθήσει τοῦ ἀναστῆναι;
Ψαλ. 40,9                 Λογους ψευδείς και αντιθέτους προς τον νόμον του Θεού έθεταν εις κυκλοφορίαν εναντίον μου και έλεγαν· Μηπως και δεν πρόκειται ποτέ να σηκωθή πλέον υγιής, αυτός ο ασθενής, που κατάκειται και κοιμάται εις την κλίνην του;
Ψαλ. 40,10         καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν.
Ψαλ. 40,10               Οχι δε μόνον οι εχθροί μου, αλλά και ο επιστήθιος φίλος μου, στον οποίον είχα στηρίξει τας ελπίδας μου, αυτός ο οποίος έτρωγε εις την τράπεζάν μου το φάγητόν μου, κατέφερε εναντίον μου μεγάλον λάκτισμα.
Ψαλ. 40,11         σὺ δέ, Κύριε, ἐλέησόν με καὶ ἀνάστησόν με, καὶ ἀνταποδώσω αὐτοῖς.
Ψαλ. 40,11                Συ λοιπόν, Κυριε, ελέησέ με, σπλαγχνίσου με, σήκωσέ με από την κλίνην της ασθενείας μου, και εγώ θα ανταποδώσω τα πρέποντα εις εκείνους, που με αδικούν.
Ψαλ. 40,12         ἐν τούτῳ ἔγνων ὅτι τεθέληκάς με, ὅτι οὐ μὴ ἐπιχαρῇ ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ.
Ψαλ. 40,12               Με αυτό το θαυμαστόν έργον του ελέους σου θα έχω πεισθή, ότι απολαμβάνω την εύνοιάν σου. Χαρις εις αυτό δεν θα καταστραφώ και δεν θα χαρή εις βάρος μου ο εχθρός μου.
Ψαλ. 42,1          Κρῖνόν με, ὁ Θεός, καὶ δίκασον τὴν δίκην μου ἐξ ἔθνους οὐχ ὁσίου· ἀπὸ ἀνθρώπου ἀδίκου καὶ δολίου ῥῦσαί με.
Ψαλ. 42,1                 Κυριε και Θεέ μου, συ ο δίκαιος κριτής, κάμε την δικαίαν υπέρ εμού κρίσιν σου, δίκασε την υπόθεσίν μου εναντίον ενός έθνους ανοσίου και ξένου προς σέ. Γλύτωσέ με και σώσε με από κάθε άδικον και δόλιον άνθρωπον.
Ψαλ. 43,6          ἐν σοὶ τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν κερατιοῦμεν καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐξουδενώσομεν τοὺς ἐπανισταμένους ἡμῖν.
Ψαλ. 43,6                 Δια σου και τώρα θα συντρίψωμεν και θα καταβάλωμεν τους εχθρούς μας και εν τω ονόματί σου θα εκμηδενίσωμεν εκείνους, οι οποίοι επέρχονται εναντίον μας.


Ψαλ. 44,4          περίζωσαι τὴν ῥομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου, δυνατέ, τῇ ὡραιότητί σου καὶ τῷ κάλλει σου
Ψαλ. 44,4                 Ζώσε γύρω από τη μέσην σου και κρέμασε παρά τον μηρόν σου την ρομφαίαν σου, ω δυνατέ, ώστε αυτή να είναι ο επί πλέον οπλισμός εις την ωραιότητά σου και το κάλλος σου.
Ψαλ. 44,5          καὶ ἔντεινον καὶ κατευοδοῦ καὶ βασίλευε ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πρᾳότητος καὶ δικαιοσύνης, καὶ ὁδηγήσει σε θαυμαστῶς ἡ δεξιά σου.
Ψαλ. 44,5                 Τέντωσε το τόξον σου και προχώρει με επιτυχίαν. Στήσε το βασίλειον της αληθείας σου, της πραότητος και της δικαιοσύνης. Και ασφαλώς η παντοδύναμος δεξιά σου θα σε οδηγήση εις θαυμαστά κατορθώματα.
Ψαλ. 44,6          τὰ βέλη σου ἠκονημένα, δυνατέ -λαοὶ ὑποκάτω σου πεσοῦνται- ἐν καρδίᾳ τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέως.
Ψαλ. 44,6                 Τα βέλη σου, ω δυνατέ, είναι ακονισμένα και αιχμηρά. Πλήθος από τους εχθρούς σου θα πέσουν νεκροί κάτω εις την γην, διότι αυτά θα εμπηγνύωνται εις τας καρδίας των εχθρών του βασιλέως.
Ψαλ. 51,3          Τί ἐγκαυχᾷ ἐν κακίᾳ, ὁ δυνατός, ἀνομίαν ὅλην τὴν ἡμέραν;
Ψαλ. 51,3                  Διατί αλαζονεύεσαι δια την κακίαν σου συ, ω δυνατέ, ώστε να διαπράττης ανομίας με θρασύτητα και να παραβαίνης όλην την ημέραν τον νόμον του Θεού;
Ψαλ. 51,4          ἀδικίαν ἐλογίσατο ἡ γλῶσσά σου· ὡσεὶ ξυρὸν ἠκονημένον ἐποίησας δόλον.
Ψαλ. 51,4                  Αδίκους λογισμούς της καρδίας σου ελάλησε το απύλωτον στόμα σου· ώσαν με ξυράφι ακονισμένον δια της γλώσσης σου ειργάσθης δολίως προς καταστροφήν του πλησίον.
Ψαλ. 51,5          ἠγάπησας κακίαν ὑπὲρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν ὑπὲρ τοῦ λαλῆσαι δικαιοσύνην. (διάψαλμα).
Ψαλ. 51,5                  Ηγάπησες την κακίαν και όχι την αγαθότητα. Επροτίμησες την δολιότητα και συκοφαντίαν από του να λαλής την αλήθειαν και την δικαιοσύνην.
Ψαλ. 51,6          ἠγάπησας πάντα τὰ ῥήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν.
Ψαλ. 51,6                  Επροτίμησες να λέγης λόγους, οι οποίοι φέρουν καταποντισμόν και όλεθρον, και να έχης γλώσσαν δολίαν και συκοφαντικήν εναντίον των άλλων.
Ψαλ. 51,7          διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς καθέλοι σε εἰς τέλος· ἐκτίλαι σε καὶ μεταναστεύσαι σε ἀπὸ σκηνώματός σου καὶ τὸ ῥίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντων. (διάψαλμα).
Ψαλ. 51,7                  Δια τούτο ο Θεός θα σε κατακρημνίση, θα σε ξερριζώση εντελώς, θα σε μαδήση και θα σε γυμνώση από όλα όσα έχεις. Θα σε εκδιώξη και θα σε εξορίση από την πατρίδα σου, και αυτάς ακόμη τας ρίζας των απογόνων σου θα εξαφανίση εκ μέσου των ζώντων.
Ψαλ. 51,8          ὄψονται δίκαιοι καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν γελάσονται καὶ ἐροῦσιν·
Ψαλ. 51,8                  Θα ίδουν οι δίκαιοι την δικαίαν εκ μέρους του Θεού τιμωρίαν σου και θα φοβηθούν. Κατόπιν όμως θα γελάσουν με ικανοποίησιν και χαράν, διότι απεδόθη η πρέπουσα δικαιοσύνη και θα είπουν·
Ψαλ. 52,6          ἐκεῖ ἐφοβήθησαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς διεσπόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων· κατῃσχύνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξουδένωσεν αὐτούς.
Ψαλ. 52,6                 Αυτοί εφοβήθησαν και επανικοβλήθησαν εκεί, όπου δεν υπήρχε φόβος. Συνετρίβησαν, διότι, ο Θεός συνέτριψε και διεσκόρπισε τα οστά των ανθρώπων εκείνων, που θέλουν να αρέσουν στους άλλους και όχι στον Θεόν. Αυτοί κατεξηυτελίσθησαν, διότι ο Θεός τους εξουθένωσε.
Ψαλ. 53,7          ἀποστρέψει τὰ κακὰ τοῖς ἐχθροῖς μου· ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου ἐξολόθρευσον αὐτούς.
Ψαλ. 53,7                 Αυτός και τα κακά της παρούσης περιόδου θα τα επιστρέψη και θα τα ρίψη επάνω εις τας κεφαλάς των εχθρών μου. Συ, Κυριε, ως αξιόπιστος, που είσαι εις τας υποσχέσεις σου, εξολόθρευσε τους εχθρούς μου.
Ψαλ. 54,4          ἀπὸ φωνῆς ἐχθροῦ καὶ ἀπὸ θλίψεως ἁμαρτωλοῦ, ὅτι ἐξέκλιναν ἐπ᾿ ἐμὲ ἀνομίαν καὶ ἐν ὀργῇ ἐνεκότουν μοι.
Ψαλ. 54,4                 Συνεκλονίσθην και εταράχθην από τας απειλητικάς κραυγάς των εχθρών μου, από την κατάθλιψιν και καταπίεσιν, που οι αμαρτωλοί ασκούν εναντίον μου. Διότι αυτοί έρριψαν και επεσώρευσαν εναντίον μου κάθε παρανομίαν των και κυριευμένοι από μοχθηράν οργήν έτρεφαν και τρέφουν φοβερόν μίσος εναντίον μου.
Ψαλ. 54,5          ἡ καρδία μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ᾿ ἐμέ·
Ψαλ. 54,5                 Η καρδία μου συνεταράχθη εντός μου. Ανίκητος φόβος θανάτου έπεσεν επάνω μου.
Ψαλ. 54,6          φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος.
Ψαλ. 54,6                 Φοβος και τρόμος επλημμύρισε το εσωτερικόν μου και σκοτάδι αθυμίας και απογοητεύσεως με εσκέπασεν ολόκληρον.
Ψαλ. 54,7          καὶ εἶπα· τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω;
Ψαλ. 54,7                 Και είπα από μέσα μου· ποιός ημπορεί να μου δώση πτέρυγας ώσαν αυτάς της αγρίας περιστεράς, δια να πετάξω ταχέως και να φύγω αμέσως εις τόπον ήσυχον και ασφαλή;
Ψαλ. 54,8          ἰδοὺ ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ. (διάψαλμα).
Ψαλ. 54,8                 Ιδού, εάν είχα τέτοιες πτέρυγες, θα απεμακρυνόμην από τον τόπον αυτόν, θα έφευγα· θα κατοικούσα εις ένα έρημον και ήσυχον τόπον.
Ψαλ. 54,9          προσεδεχόμην τὸν Θεόν, τὸν σῴζοντά με, ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος.
Ψαλ. 54,9                 Εκεί θα επερίμενα τον σωτήρα και Θεόν μου, δια να με απαλλάξη από την λιποψυχίαν μου αυτήν και από την μαινομένην εναντίον μου καταιγίδα των εχθρών μου.
Ψαλ. 54,10         καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει.
Ψαλ. 54,10               Καταπόντισέ τους και εξαφάνισέ τους, Κυριε, εις τα βάθη της θαλάσσης. Φέρε σύγχυσιν και αντιλογίαν εις τας γλώσσας των, διότι εγώ είδα ότι εξ αιτίας των εις την Ιερουσαλήμ υπάρχουν παρανομίαι, φιλονεικίαι και διαπληκτισμοί.
Ψαλ. 54,16         ἐλθέτω δὴ θάνατος ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ καταβήτωσαν εἰς ᾅδου ζῶντες· ὅτι πονηρία ἐν ταῖς παροικίαις αὐτῶν ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Ψαλ. 54,16               Ας πέση, λοιπόν, εναντίον αυτών ο θάνατος. Ας ανοίξη ο άδης το στόμα του και ας καταβούν, και αυτοί και ο προδότης, ζωντανοί στον τάφον. Διότι μόνον πονηρία και κακία υπάρχει ανάμεσά των και εις τας κατοικίας των.
Ψαλ. 54,19         λυτρώσεται ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῶν ἐγγιζόντων μοι, ὅτι ἐν πολλοῖς ἦσαν σὺν ἐμοί.
Ψαλ. 54,19               Πιστεύω δε απολύτως, ότι ο Θεός θα απαλλάξη την ζωήν μου από τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι με πλησιάζουν με εχθρικάς διαθέσεις, όσον πολλοί και αν είναι εναντίον μου και θα μου χαρίση ειρήνην και ασφάλειαν.
Ψαλ. 54,22         διεμερίσθησαν ἀπὸ ὀργῆς τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἤγγισαν αἱ καρδίαι αὐτῶν· ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτοῦ ὑπὲρ ἔλαιον, καὶ αὐτοί εἰσι βολίδες.
Ψαλ. 54,22              Εξέσπασεν όμως η οργή του προσώπου του Κυρίου εναντίον των. Διεμελίσθησαν και εξεσχίσθησαν εις κομμάτια εκείνοι, των οποίων η καρδία είχεν ενωθή εις συνωμοσίαν εναντίον μου. Οι λόγοι του αρχηγού των και προδότου ήσαν γλυκείς, απαλοί περισσότερον από το έλαιον. Εις την πραγματικότητα όμως ήσαν φαρμακερά βέλη.
Ψαλ. 54,24         σὺ δέ, ὁ Θεός, κατάξεις αὐτοὺς εἰς φρέαρ διαφθορᾶς· ἄνδρες αἱμάτων καὶ δολιότητος οὐ μὴ ἡμισεύσωσι τὰς ἡμέρας αὐτῶν, ἐγὼ δέ, Κύριε, ἐλπιῶ ἐπὶ σέ.
Ψαλ. 54,24              Συ δέ, ω Θεέ μου, θα κατακρημνίσης και θα καταθάψης τους δολίους εχθρούς μου εις φρέαρ καταστροφής και αφανισμού. Ανθρωποι, που χύνουν αίματα αθώων και σκέπτονται
συνεχώς δολιότητας εις βάρος των άλλων, δεν θα φθάσουν ούτε στο ήμισυ των ημερών της ζωής των. Εγώ όμως, Κυριε, έχω και θα έχω στηριγμένας εις σε τας ελπίδας μου πάντοτε.
Ψαλ. 55,6          ὅλην τὴν ἡμέραν τοὺς λόγους μου ἐβδελύσσοντο, κατ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν εἰς κακόν.
Ψαλ. 55,6                 Ολην την ημέραν εκείνοι αηδίαζαν και απεστρέφοντο τους λόγους μου. Αι δε σκέψεις και αι αποφάσεις των εστρέφοντο εναντίον μου, δια να μου κάμουν κακόν.
Ψαλ. 55,7          παροικήσουσι καὶ κατακρύψουσιν· αὐτοὶ τὴν πτέρναν μου φυλάξουσι, καθάπερ ὑπέμειναν τῇ ψυχῇ μου.
Ψαλ. 55,7                 Συναθροίζονται εις συνωμοσίαν, παραμονεύουν, προσπαθούν να κρύψουν τα πονηρά των σχέδια. Αυτοί παρακολουθούν τα ίχνη μου, όπως οι κυνηγοί τα ίχνη των θηραμάτων, δια να με εξοντώσουν, με την ιδίαν επιμονήν, με όσην εγώ επιμένω και επιζητώ την σωτηρίαν μου από σέ.
Ψαλ. 55,8          ὑπὲρ τοῦ μηθενὸς σώσεις αὐτούς, ἐν ὀργῇ λαοὺς κατάξεις. ὁ Θεός,
Ψαλ. 55,8                 Μηδενικά και αρνητικά στοιχεία είναι εις την ζωήν των. Συ, λοιπόν, θα τους σώσης; Οχι βέβαια. Αλλά και λαούς ακόμη ολοκλήρους θα οδηγήσης στον άδην, ω Θεέ μου, εν τη δικαία σου οργή.
Ψαλ. 55,10         ἐπιστρέψουσιν οἱ ἐχθροί μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε· ἰδοὺ ἔγνων ὅτι Θεός μου εἶ σύ.
Ψαλ. 55,10               Οι εχθροί μου πανικόβλητοι θα τραπούν εις φυγήν εις ημέραν, κατά την οποίαν εγώ θα επικαλεσθώ την βοήθειάν σου. Ιδού, εγνώρισα και επείσθην μέχρι σήμερον, ότι συ είσαι ο Θεός μου.
Ψαλ. 55,12         ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος.
Ψαλ. 55,12               Εις τον Θεόν μου ήλπισα και δεν έχω να φοβηθώ, τι σκέπτεται να μου κάμη ο οιοσδήποτε άνθρωπος.
Ψαλ. 56,5          καὶ ἐῤῥύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ μέσου σκύμνων. ἐκοιμήθην τεταραγμένος· υἱοὶ ἀνθρώπων, οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν μάχαιρα ὀξεῖα.
Ψαλ. 56,5                 Εγλύτωσε και θα γλυτώση την ζωήν μου από εχθρούς, οι οποίοι ομοιάζουν με αγρίους νεαρούς λέοντας. Εκοιμήθην με φόβον και ταραχήν, διότι οι άνθρωποι αυτοί, οι εχθροί μου, έχουν, ωσάν δόντια λεόντων, όπλα και βέλη και η γλώσσα των είναι ακονισμένη, κοπτερή μάχαιρα εναντίον μου.
Ψαλ. 56,7          παγίδα ἡτοίμασαν τοῖς ποσί μου καὶ κατέκαμψαν τὴν ψυχήν μου· ὤρυξαν πρὸ προσώπου μου βόθρον καὶ ἐνέπεσαν εἰς αὐτόν. (διάψαλμα).
Ψαλ. 56,7                 Οι εχθροί μου έστησαν παγίδα στον δρόμον μου και με τας επιβουλάς των κατέκαμψαν και απεθάρρυναν την ψυχήν μου. Ηνοιξαν ενώπιόν μου βορβορώδη λάκκον, δια να πέσω εις αυτόν. Αλλά έπεσαν οι ίδιοι εντός αυτού.
Ψαλ. 57,7          ὁ Θεὸς συντρίψει τοὺς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, τὰς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν ὁ Κύριος·
Ψαλ. 57,7                 Ο Θεός θα συντρίψη τα δόντια των ασεβών αυτών δικαστών μέσα στο στόμα των. Θα καταθρυμματίση τους οδόντας αυτών, οι οποίοι ώσαν άγριοι λέοντες επιζητούν να κατασπαράξουν και να αλέσουν τα θύματά των.
Ψαλ. 57,8          ἐξουδενωθήσονται ὡσεὶ ὕδωρ διαπορευόμενον· ἐντενεῖ τὸ τόξον αὐτοῦ ἕως οὗ ἀσθενήσουσιν.
Ψαλ. 57,8                 Θα σβήσουν, θα περάσουν, θα εξαφανισθούν σαν το νερό, το οποίον τρέχει ταχέως και δεν επιστρέφει. Ο Κυριος θα τεντώση το τόξον του, και θα ρίψη εναντίον αυτών τα βέλη του, μέχρις ότου εξασθενήσουν τελείως.
Ψαλ. 57,9          ὡσεὶ κηρὸς τακεὶς ἀνταναιρεθήσονται· ἔπεσε πῦρ ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ οὐκ εἶδον τὸν ἥλιον.
Ψαλ. 57,9                 Οπως λυώνει το κερί, έτσι και αυτοί θα λυώσουν, θα διαλυθούν και θα εξαφανισθούν. Φωτιά της οργής του Κυρίου θα πέση επάνω τους, θα κατακαούν και έτσι δεν θα ιδούν ποτέ το φως του ηλίου, θα παύσουν να υπάρχουν μεταξύ των ζώντων ανθρώπων.
Ψαλ. 57,10         πρὸ τοῦ συνιέναι τὰς ἀκάνθας αὐτῶν τὴν ῥάμνον, ὡσεὶ ζῶντας, ὡσεὶ ἐν ὀργῇ καταπίεται αὐτούς.
Ψαλ. 57,10               Προτού αυξηθούν αι άκανθαι, ώστε να γίνουν ακανθώδεις θάμνοι, πριν εξανθίση και καρποφορήση εις κακά έργα η πονηρία αυτών, σαν με ασυγκράτητον κύμα οργής θα τους καταπίη η θεία δικαιοσύνη.
Ψαλ. 57,11         εὐφρανθήσεται δίκαιος, ὅταν ἴδῃ ἐκδίκησιν· τὰς χεῖρας αὐτοῦ νίψεται ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Ψαλ. 57,11                Θα ευφρανθή ο δίκαιος όταν ίδη την θείαν αυτήν εκδίκησιν. Τοσον άφθονον θα χυθή το αίμα των αδίκων κριτών, ώστε εις αυτό θα νίψη τα χέρια του ο δίκαιος, ικανοποιημένος από την θείαν δικαιοσύνην.

(Ψαλμ. 58:7-11): «Σύντριψέ τους, Θεέ, τα δόντια μες στο στόμα τους. σπάσε Κύριε, τα σαγόνια των λιονταριών. Ας σκορπιστούν σαν τα νερά που τρέχουν… θα χαίρεται ο δίκαιος που είδε την ανταπόδοση. τα πόδια του θα πλένει στο αίμα των ασεβών…»
Ψαλ. 58,2          Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ Θεός, καὶ ἐκ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ λύτρωσαί με·
Ψαλ. 58,2                 Ω Θεέ μου, βγάλε με από τα χέρια των εχθρών μου. Γλύτωσέ με από την επιβουλήν εκείνων, οι οποίοι έχουν εξεγερθή εναντίον μου.
Ψαλ. 58,3          ῥῦσαί με ἐκ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν καὶ ἐξ ἀνδρῶν αἱμάτων σῶσόν με.
Ψαλ. 58,3                 Γλύτωσέ με από τους ανθρώπους, που εργάζονται την ανομίαν. Σώσε με από ανθρώπους αιμοβόρους, που σκέπτονται και διαπράττουν εγκλήματα.
Ψαλ. 58,4          ὅτι ἰδοὺ ἐθήρευσαν τὴν ψυχήν μου, ἐπέθεντο ἐπ᾿ ἐμὲ κραταιοί. οὔτε ἡ ἀνομία μου οὔτε ἡ ἁμαρτία μου, Κύριε·
Ψαλ. 58,4                 Διότι ιδού, έστησαν ενέδρας, δια να μου πάρουν την ζωήν. Επετέθησαν εναντίον μου οι ισχυροί της εποχής αυτής. Ούτε η παρανομία μου, ούτε η αμαρτία μου υπήρξαν, Κυριε, αιτία της καταφοράς των αυτής.

(Ψαλμ. 59:12-14): «Μην τους σκοτώσεις… κάνε τους πλάνητες και καταδιωγμένους… Στην ίδια τους την έπαρση ας πιαστούνε, για την κατάρα και για το ψέμα που αραδιάζουν. Με την οργή σου αποτελείωσέ τους, ώστε να μην υπάρχουν πια…»
Ψαλ. 58,12         μὴ ἀποκτείνῃς αὐτούς, μήποτε ἐπιλάθωνται τοῦ νόμου σου· διασκόρπισον αὐτοὺς ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ κατάγαγε αὐτούς, ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε.
Ψαλ. 58,12               Μη τους θανατώσης όμως, Κυριε, αλλά τιμώρησέ τους κατ' άλλον τρόπον, δια να βλέπη το έθνος μου την τιμωρίαν αυτήν και μη λησμονή τον Νομον σου. Διασκόρπισέ τους εν τη παντοδυναμία σου μακράν από την πατρίδα των. Ριψε τους ταπεινωμένους και εξευτελισμένους κάτω στο χώμα, συ Κυριε, που είσαι ο υπερασπιστής και προστάτης μου.
Ψαλ. 58,13         ἁμαρτία στόματος αὐτῶν, λόγος χειλέων αὐτῶν, καὶ συλληφθήτωσαν ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ αὐτῶν· καὶ ἐξ ἀρᾶς καὶ ψεύδους διαγγελήσονται ἐν συντελείᾳ,
Ψαλ. 58,13               Ποσον αηδιαστική ήτο η αμαρτία, που εξεμούσε το στόμα αυτών! Ποσον πονηρός και δόλιος ο λόγος των χειλέων των! Ας συλληφθούν αυτοί μέσα εις τα δίκτυα των εγωπαθών και φθονερών σχεδίων των. Τα αμαρτωλά λόγια, με τα οποία αυτοί με κατηρώντο και εψεύδοντο εις βάρος μου, θα διαλαληθούν εις όλους έπειτα από την συντριβήν των.
Ψαλ. 58,14         ἐν ὀργῇ συντελείας, καὶ οὐ μὴ ὑπάρξουσι· καὶ γνώσονται, ὅτι Θεὸς δεσπόζει τοῦ Ἰακὼβ τῶν περάτων τῆς γῆς. (διάψαλμα).
Ψαλ. 58,14               Η τιμωρία των, εν τη δικαία σου οργή, θα είναι πλήρης και δεν θα υπάρχουν πλέον. Τοτε θα μάθουν όλοι, ότι ο Θεός είναι ο Κυριος και προστάτης των Ισραηλιτών, μέχρι και των περάτων της γης.
Ψαλ. 58,15         ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν, καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν.
Ψαλ. 58,15               Αυτοί, όπως ο πεινασμένος κύων κατά την εσπέραν περιέρχεται τους δρόμους εις αναζήτησιν τροφής του μέσα εις τα απορρίμματα, έτσι και αυτοί πεινασμένοι και διψασμένοι δι' αίμα ανθρώπων, θα περιτριγυρίζουν γύρω την πόλιν ζητούντες θύματα.
Ψαλ. 58,16         αὐτοὶ διασκορπισθήσονται τοῦ φαγεῖν· ἐὰν δὲ μὴ χορτασθῶσι, καὶ γογγύσουσιν.
Ψαλ. 58,16               Αυτοί θα διασκορπισθούν από έδω και από εκεί, δια να φάγουν κάποιον. Εάν δε και δεν κορέσουν τα αιμοβόρα ένστικτά των, θα γογγύζουν και θα γαυγίζουν.
Ψαλ. 62,10         αὐτοὶ δὲ εἰς μάτην ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου, εἰσελεύσονται εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς·
Ψαλ. 62,10               Αυτοί δε οι εχθροί μου, οι οποίοι με πολεμούν, ματαίως προσεπάθησαν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Θα αποτύχουν στο έργον των, αλλά και οι ίδιοι θα φονευθούν και θα κατέλθουν στον άδην, εις τα βάθη της γης.
Ψαλ. 62,11         παραδοθήσονται εἰς χεῖρας ῥομφαίας, μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται.
Ψαλ. 62,11                Θα παραδοθούν εις σφαγήν ρομφαίας, τα σώματά των άταφα θα γίνουν τροφή δια τας αλώπεκας.
Ψαλ. 62,12         ὁ δὲ βασιλεὺς εὐφρανθήσεται ἐπὶ τῷ Θεῷ, ἐπαινεθήσεται πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ, ὅτι ἐνεφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα.
Ψαλ. 62,12               Εγώ όμως ο βασιλεύς θα ευφρανθώ με την προστασίαν και την χαράν, την οποίαν ο Θεός μου δίδει. Και καθένας, ο οποίος ορκίζεται στον αληθινόν Θεόν, θα δοξασθή. Εξ αντιθέτου θα φραγή και θα κλείση το στόμα εκείνων, οι οποίοι λαλούν αδικίας και ψεύδη.
Ψαλ. 63,3          σκέπασόν με ἀπὸ συστροφῆς πονηρευομένων, ἀπὸ πλήθους ἐργαζομένων ἀδικίαν,
Ψαλ. 63,3                 Σκέπασέ με και προστάτευσέ με από τας μυστικάς συνωμοσίας των πονηρών ανθρώπων και από το πλήθος των κακών ανθρώπων, που συστηματικώς εργάζονται την αδικίαν.
Ψαλ. 63,4          οἵτινες ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν, ἐνέτειναν τόξον αὐτῶν πρᾶγμα πικρὸν
Ψαλ. 63,4                 Ολοι αυτοί ηκόνησαν, ως μεγάλην μάχαιραν, τας γλώσσας των, ετέντωσαν το τόξον των και έθεσαν επάνω εις αυτό, δια να εκσφενδονίσουν εναντίον μου αντί βέλους λόγους πικρούς και συκοφαντικούς,
Ψαλ. 63,5          τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν ἀποκρύφοις ἄμωμον, ἐξάπινα κατατοξεύσουσιν αὐτὸν καὶ οὐ φοβηθήσονται.
Ψαλ. 63,5                 δια να κατατοξεύσουν και κτυπήσουν υπούλως και κρυφίως τον άμεμπτον. Θέλουν αιφνιδιαστικώς να με κτυπήσουν χωρίς κανένα φόβον και δισταγμόν.
Ψαλ. 63,6          ἐκραταίωσαν ἑαυτοῖς λόγον πονηρόν, διηγήσαντο τοῦ κρύψαι παγίδα, εἶπαν· τίς ὄψεται αὐτούς;
Ψαλ. 63,6                 Εμελέτησαν, ετελειοποίησαν και ενίσχυσαν με κάθε τρόπον το πονηρόν σχέδιον μεταξύ των. Συνεννοήθησαν να μου στήσουν κρυφήν παγίδα και είπαν· Ποιός, άνθρωπος η ο Θεός, θα τους ίδη; Κανείς.
Ψαλ. 63,7          ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις. προσελεύσεται ἄνθρωπος, καὶ καρδία βαθεῖα,
Ψαλ. 63,7                 Επενόησαν ποικίλους τρόπους δια το καταχθόνιον έργον των. Εξηντλήθησαν μελετώντες τας μηχανορραφίας των. Καθένας από αυτούς θα με πλησιάση με δολιότητα και μοχθηρίαν. Καταχθονία είναι η καρδία των, μέσα εις την οποίαν κρύπτονται αι πονηραί των προθέσεις.
Ψαλ. 63,8          καὶ ὑψωθήσεται, ὁ Θεός. βέλος νηπίων ἐγενήθησαν αἱ πληγαὶ αὐτῶν,
Ψαλ. 63,8                 Τα σχέδιά των όμως δεν θα πραγματοποιηθούν. Θα υψωθή και θα νικήση ο κραταιός Θεός, ο προστάτης μου. Αι πληγαί, τας οποίας θα μου προξενήσουν, θα είναι ωσάν τας πληγάς, που προέρχονται από βέλη ριπτόμενα από νήπια.
Ψαλ. 63,9          καὶ ἐξησθένησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς αἱ γλῶσσαι αὐτῶν. ἐταράχθησαν πάντες οἱ θεωροῦντες αὐτούς,
Ψαλ. 63,9                 Ητόνησαν και παρέλυσαν εις τα στόματά των, αι κομπορρημονούσαι γλώσσαι των. Ολοι, όσοι είδαν τας ενεργείας των και τας αποτυχίας των, εξεπλάγησαν.
Ψαλ. 67,2          Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν.
Ψαλ. 67,2                 Ας εγερθή ο Θεός, ας κάμη αισθητήν την παρουσίαν και την δύναμίν του ο Κυριος, και αμέσως οι εχθροί του θα διασκορπισθούν. Θα φύγουν πανικόβλητοι από εμπρός του όλοι εκείνοι, οι οποίοι τον μισούν.
Ψαλ. 67,3          ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν· ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός, οὕτως ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ.
Ψαλ. 67,3                 Οπως εξαφανίζεται και διαλύεται ο καπνός, έτσι θα εξαφανισθούν και αυτοί. Οπως διαλύεται το κηρί εμπρός στο πυρ, κατά παρόμοιον τρόπον θα εξολοθρευθούν και οι αμαρτωλοί εμπρός εις την παρουσίαν του παντοδυνάμου Θεού.
Ψαλ. 67,22         πλὴν ὁ Θεὸς συνθλάσει κεφαλὰς ἐχθρῶν αὐτοῦ, κορυφὴν τριχὸς διαπορευομένων ἐν πλημμελείαις αὐτῶν.
Ψαλ. 67,22              Αλλ' εάν ο Θεός προστατεύη και σώζη τον ευσεβή λαόν, συντρίβει και θα συντρίψη τας κεφαλάς των εχθρών του, τας αλαζονικάς κεφαλάς τας στολισμένας με πλουσίαν υπερήφανον κόμην. Θα συντρίψη την κεφαλήν εκείνων, οι οποίοι ζουν και περιφέρονται μέσα εις τας αμαρτίας των.

(Ψαλμ. 69:23-29): «Παγίδα ας γίνουν τα τραπέζια τους μπροστά τους. τα μάτια τους ας σκοτεινιάσουν να μη βλέπουν… Άδειασε την οργή σου πάνω τους. και ο άγριος θυμός σου ας τους βρει. Ας γίνει η κατασκήνωσή τους έρημη… Απ’ το βιβλίο των ζώντων ας σβηστούν».
Ψαλ. 68,23         γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν ἐνώπιον αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς ἀνταπόδοσιν καὶ εἰς σκάνδαλον.
Ψαλ. 68,23              Η πλουσία τράπεζά των, που απολαμβάνουν τα αγαθά της ζωής, είθε να μετατραπή εις παγίδα ενώπιόν των. Να γίνη τιμωρία και ανταπόδοσις δια τα κακά, τα οποία μου κάνουν. Πρόσκομμα, δια να σκοντάψουν και πέσουν.
Ψαλ. 68,24         σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διαπαντὸς σύγκαμψον.
Ψαλ. 68,24              Ας σκοτισθούν τα μάτια των μέχρι σημείου, ώστε να μη βλέπουν. Κυρτωσε την ράχιν των δια παντός, ώστε να μένουν ανήμποροι και συντετριμμένοι.
Ψαλ. 68,25         ἔκχεον ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν ὀργήν σου, καὶ ὁ θυμὸς τῆς ὀργῆς σου καταλάβοι αὐτούς.
Ψαλ. 68,25              Χύσε επάνω των, σαν ποτάμι, ολόκληρον την οργήν σου, και ο θυμός της μεγάλη αγανακτήσεώς σου είθε να τους καταλάβη.
Ψαλ. 68,26         γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτῶν ἠρημωμένη, καὶ ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν μὴ ἔστω ὁ κατοικῶν·
Ψαλ. 68,26              Ας γίνη το περιποιημένον αγρόκτημά των έρημον και εις τας κατοικίας των ας μην υπάρξη κανείς απόγονός των, που να κατοικήση.
Ψαλ. 68,29         ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ βίβλου ζώντων καὶ μετὰ δικαίων μὴ γραφήτωσαν.
Ψαλ. 68,29              Ας σβησθούν εξ όλοκλήρου τα ονόματά των από το βιβλίον των σωζομένων εις ζωήν αιώνιον και ας καταγραφούν με τα ονόματα των δικαίων.
Ψαλ. 69,3          αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου· ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθήτωσαν οἱ βουλόμενοί μου κακά·
Ψαλ. 69,3                 Ας εντραπούν και ας καταισχυνθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι ζητούν να μου αφαιρέσουν την ζωήν. Ας στραφούν εις τα οπίσω και ας εντροπιασθούν όσοι θέλουν τα κακά μου.
Ψαλ. 69,4          ἀποστραφήτωσαν παραυτίκα αἰσχυνόμενοι οἱ λέγοντές μοι· εὖγε εὖγε.
Ψαλ. 69,4                 Ας γυρίσουν αμέσως προς τα οπίσω κατεντροπιασμένοι αυτοί, οι οποίοι χαιρεκακούν εις την δυστυχίαν μου και λέγουν ειρωνικώς· Ωραία, ωραία!
Ψαλ. 70,13         αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐκλιπέτωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντες τὴν ψυχήν μου, περιβαλλέσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι.
Ψαλ. 70,13               Ας καταισχυνθούν και ας αφανισθούν εκείνοι, οι οποίοι επιβουλεύονται την ζωήν μου. Ας φορέσουν ωσάν ένδυμα την καταισχύνην και την εντροπήν εκείνοι, οι οποίοι σκέπτονται και επιζητούν την καταστροφήν μου.
Ψαλ. 71,9          ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται Αἰθίοπες, καὶ οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ χοῦν λείξουσι.
Ψαλ. 71,9                  Ενώπιόν του θα προσπέσουν, δια να τον προσκυνήσουν, Αιθίοπες. Οι δε εχθροί αυτού, ταπεινωμένοι και συντετριμμένοι, θα κύψουν την κεφαλήν και με την γλώσσαν των θα γλείψουν χώμα.
Ψαλ. 73,14         σὺ συνέθλασας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, ἔδωκας αὐτὸν βρῶμα λαοῖς τοῖς Αἰθίοψι.
Ψαλ. 73,14               Συ συνέτριψες την κεφαλήν του άλλου δράκοντός, του Φαραώ, και παρέδωκες την χώραν του ως λάφυρον στους λαούς των Αιθιόπων.
Ψαλ. 82,14         ὁ Θεός μου, θοῦ αὐτοὺς ὡς τροχόν, ὡς καλάμην κατὰ πρόσωπον ἀνέμου·
Ψαλ. 82,14               Ω Θεέ μου, κάμε τους ωσάν ανεμοστρόβιλον, ώστε να μη ημπορούν να σταθούν πουθενά. Καμε τους ωσάν το ξηρόν άχυρον, που το φυσά και το διασκορπίζει ο άνεμος.
Ψαλ. 82,15         ὡσεὶ πῦρ, ὃ διαφλέξει δρυμόν, ὡσεὶ φλόξ, ἣ κατακαύσει ὄρη,
Ψαλ. 82,15               Κατάκαυσέ τους, όπως η πυρκαϊά κατακαίει τα δάση του δρυμού, όπως μια μεγάλη φλόγα κατακαίει τα κατάφυτα όρη.
Ψαλ. 82,16         οὕτως καταδιώξεις αὐτοὺς ἐν τῇ καταιγίδι σου, καὶ ἐν τῇ ὀργῇ σου συνταράξεις αὐτούς.
Ψαλ. 82,16               Ετσι και συ, Κυριε, καταδίωξέ τους εις την καταιγίδα της οργής σου, αναστάτωσέ τους και συγκλόνισέ τους επάνω στον δίκαιον θυμόν σου.

(Ψαλμ. 83:14-17): «Θεέ μου κάντ’ τους σαν το άχυρο στον άνεμο, σαν τη φωτιά που κατακαίει το δάσος… Έτσι καταδίωξέ τους με την καταιγίδα σου… Γέμισε με ντροπή τα πρόσωπά τους».
Ψαλ. 82,18         αἰσχυνθήτωσαν καὶ ταραχθήτωσαν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος καὶ ἐντραπήτωσαν καὶ ἀπολέσθωσαν
Ψαλ. 82,18               Ας κατεντροπιασθούν, ας αναστατωθούν δια μέσου όλων των αιώνων, ας εντροπιαοθούν και ας εξολοθρευθούν.
Ψαλ. 85,17               Καμε προς σωτηρίαν μου έκτακτον θαύμα, ας το ίδουν αυτοί, οι οποίοι με μισούν και ας κατεντροπιασθούν, διότι συ, Κυριε, πράγματι με εβοήθησες εις την θλίψιν μου και με παρηγόρησες.
Ψαλ. 88,23         οὐκ ὠφελήσει ἐχθρὸς ἐν αὐτῷ, καὶ υἱὸς ἀνομίας οὐ προσθήσει τοῦ κακῶσαι αὐτόν.
Ψαλ. 88,23              Ο εχθρός του δεν έχει τίποτε να επιτύχη εις βάρος του, να ωφεληθή και κερδίση από αυτόν. Και κανείς κακοποιός ποτέ δεν θα κατορθώση και δεν θα επιχειρήση πάλιν να του κάμη κάτι κακόν.
Ψαλ. 88,24         καὶ συγκόψω ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς μισοῦντας αὐτὸν τροπώσομαι.
Ψαλ. 88,24              Ενώπιόν του θα κατακόψω όλους τους εχθρούς του και εκείνους, οι οποίοι τον μισούν, θα τους κατατροπώσω, θα τους τρέψω πανικόβλητους εις φυγήν.
Ψαλ. 90,1          Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται.
Ψαλ. 90,1                 Εκείνος που ευρίσκεται, και παραμένει κάτω από την ακατανίκητον βοήθειαν του Υψίστου, αυτός θα αναπαύεται από την σκέπην του Θεού του ουρανού.
Ψαλ. 90,2          ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου, καὶ ἐλπιῶ ἐπ᾿ αὐτόν,
Ψαλ. 90,2                 Θα είπη και θα λέγη προς τον Κυριον· Συ είσαι ο βοηθός μου, το καταφύγιόν μου εις όλην μου την ζωήν, μάλιστα δε εις περιπετείας και κινδύνους. Αυτός είναι ο Θεός μου, στον οποίον εγώ στηρίζω και θα στηρίζω τας ελπίδας μου.

Ψαλ. 90,3          ὅτι αὐτὸς ῥύσεταί σε ἐκ παγίδος θηρευτῶν καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους.
Ψαλ. 90,3                 Ελπίζε και συ εις αυτόν, διότι αυτός θα σε γλυτώση από τας δολίας παγίδας των πονηρών εχθρών σου, οι οποίοι, ωσάν πανούργοι θηρευταί, ζητούν να, συλλάβουν την ψυχήν σου. Αυτός θα σε προφυλάξη από δηλητηριώδη λόγια, τα οποία αναστατώνουν και πικραίνουν την ψυχήν.
Ψαλ. 90,4          ἐν τοῖς μεταφρένοις αὐτοῦ ἐπισκιάσει σοι, καὶ ὑπὸ τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐλπιεῖς· ὅπλῳ κυκλώσει σε ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ.
Ψαλ. 90,4                 Αυτός, ιστάμενος εμπρός από σέ, θα σε υπερασπίζη από τους εχθρούς σου, ώστε συ να ευρίσκης ασφάλειαν οπίσω από αυτόν. Κατω από την προστασίαν των πτερύγων του θα ελπίζης εις αποτελεσματικήν βοήθειαν. Ωσάν με ασπίδα θα σε περιβάλλη ολόκληρον η φιλαλήθειά του και η προστασία, την οποίαν έχει υποσχεθη.
Ψαλ. 90,5          οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας,
Ψαλ. 90,5                 Δεν θα φοβηθής από κίνδυνον νυκτερινόν, ούτε από βέλος που ρίπτεται εναντίον σου εν καιρώ ημέρας.
Ψαλ. 90,6          ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ.
Ψαλ. 90,6                 Δεν θα φοβηθής από φόβητρον, που επέρχεται κατά την νύκτα, ούτε από κανένα δυσάρεστον γεγονός της ημέρας, η από δαιμόνιον πονηρόν, που ενεργεί κατά την μεσημβρίαν.
Ψαλ. 90,7          πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιὰς καὶ μυριὰς ἐκ δεξιῶν σου, πρὸς σὲ δὲ οὐκ ἐγγιεῖ·
Ψαλ. 90,7                 Χιλιοι θα πέσουν νεκροί εξ αριστερών σου και χιλιάδες χιλιάδων από τα δεξιά σου. Θα χάνωνται πολυάριθμοι άνθρωποι γύρω σου. Αλλά σε ούτε καν και θα σε εγγίση το κακόν.
Ψαλ. 90,8          πλὴν τοῖς ὀφθαλμοῖς σου κατανοήσεις καὶ ἀνταπόδοσιν ἁμαρτωλῶν ὄψει.
Ψαλ. 90,8                 Διότι συ είσαι δίκαιος, θα έχης ανοικτά τα μάτια σου, δια να βλέπης πως εξολοθρεύονται οι αμαρτωλοί και να δοξάζης έτσι τον δίκαιον Θεόν. Γεμάτος δε ευλάβειαν θα αναφωνής·
Ψαλ. 90,9          ὅτι σύ, Κύριε, ἡ ἐλπίς μου· τὸν Ὕψιστον ἔθου καταφυγήν σου.
Ψαλ. 90,9                 συ, Κυριε, είσαι η ελπίς μου· και θα έχης ως απάντησιν. Τον Κυριον έθεσες πράγματι ως καταφύγιόν σου·
Ψαλ. 90,10         οὐ προσελεύσεται πρὸς σὲ κακά, καὶ μάστιξ οὐκ ἐγγιεῖ ἐν τῷ σκηνώματί σου.
Ψαλ. 90,10               και δεν θα σε πλησιάσουν συμφοραί, και μάστιγες δοκιμασιών δεν θα φθάσουν εις την κατοικίαν σου.
Ψαλ. 90,11         ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου·
Ψαλ. 90,11                Διότι ο Κυριος θα δώση εντολήν στους αγγέλους του δια σε να σε προφυλάξουν εις όλους τους δρόμους της ζωής σου.
Ψαλ. 90,12         ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου·
Ψαλ. 90,12               Θα σε αναλάβουν οι άγγελοι εις τα χέρια των και θα σε καθοδηγούν, ώστε ούτε το ένα σου πόδι να μη σκοντάψη εις κανένα λίθον.
Ψαλ. 90,13         ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ καὶ καταπατήσεις λέοντα καὶ δράκοντα.
Ψαλ. 90,13               Θα πατήσης άφοβα επάνω εις δηλητηριώδεις όφεις, όπως είναι η ασπίς και ο βασιλίσκος, και θα καταπατήσης λέοντα και δράκοντα, χωρίς κανένα από τα θηρία αυτά να σε βλάψη.
Ψαλ. 90,14         ὅτι ἐπ᾿ ἐμὲ ἤλπισε, καὶ ῥύσομαι αὐτόν· σκεπάσω αὐτόν, ὅτι ἔγνω τὸ ὄνομά μου.
Ψαλ. 90,14               Ο ίδιος ο Θεός διακηρύσσει και λέγει· Επειδή ο δούλος μου εστήριξεν εις εμέ τας ελπίδας του, εγώ θα τον γλυτώσω από κάθε κίνδυνον. Θα τον σκεπάσω με την προστασίαν μου, διότι αυτός εγνώρισε και εδόξασε το όνομά μου.
Ψαλ. 90,15         κεκράξεται πρός με, καὶ ἐπακούσομαι αὐτοῦ, μετ᾿ αὐτοῦ εἰμι ἐν θλίψει· ἐξελοῦμαι αὐτόν, καὶ δοξάσω αὐτόν.
Ψαλ. 90,15               Θα κράξη δια της προσευχής του προς εμέ και εγώ θα κάμω δεκτήν την προσευχήν του. Θα ευρεθώ παρά το πλευρόν του εις τας θλίψεις της ζωής του. Θα τον βγάλω από τας δοκιμασίας και περιπετείας και θα τον δοξάσω ακόμη περισσότερον.
Ψαλ. 90,16         μακρότητα ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτὸν καὶ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν μου.
Ψαλ. 90,16               Θα χαρίσω εις αυτόν μακρότητα ημερών και θα του δεικνύω καθ' όλον τον μακρόν βίον του την σωτηρίαν μου.
Ψαλ. 91,8          ἐν τῷ ἀνατεῖλαι ἁμαρτωλοὺς ὡσεὶ χόρτον καὶ διέκυψαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅπως ἂν ἐξολοθρευθῶσιν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 91,8                 Οι ασύνετοι αμαρτωλοί φυτρώνουν ταχέως και αυξάνουν και ανθοφορούν, ωσάν τον χόρτον. Ολοι οι εργάται της ανομίας σηκώνουν την κεφαλήν και υψώνονται· ματαίως όμως, διότι το κατάντημά των θα είναι ο αιώνιος όλεθρος.
Ψαλ. 91,10         ὅτι ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου ἀπολοῦνται, καὶ διασκορπισθήσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν,
Ψαλ. 91,10                Ιδού, οι εχθροί σου, Κυριε, το πιστεύω και το διακηρύττω, ιδού οι εχθροί σου οπωσδήποτε θα καταστραφούν και θα διασκορπισθούν ανά τα διάφορα σημεία όλοι, όσοι εργάζονται την ανομίαν.
Ψαλ. 91,11         καὶ ὑψωθήσεται ὡς μονοκέρωτος τὸ κέρας μου καὶ τὸ γῆράς μου ἐν ἐλαίῳ πίονι·
Ψαλ. 91,11                Εξ αντιθέτου η ιδική μου όμως δύναμις θα υψωθή, θα ενισχυθή, όπως του ισχυρού μονρκέρωτος, και τα γηράματά μου, χάρις εις τας ιδικάς σου δωρεάς, θα είναι θαλερά, όπως το σώμα που αλείφεται με παχύ έλαιον.
Ψαλ. 91,12         καὶ ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου, καὶ ἐν τοῖς ἐπανισταμένοις ἐπ᾿ ἐμὲ πονηρευομένοις ἀκούσεται τὸ οὖς μου.
Ψαλ. 91,12                Το μάτι μου θα ιδή με δικαίαν ικανοποίησιν τον όλεθρον των εχθρών μου και το αυτί μου θα ακούση την τιμωρίαν των πονηρών εχθρών μου, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου.
Ψαλ. 93,3          ἕως πότε ἁμαρτωλοί, Κύριε, ἕως πότε ἁμαρτωλοὶ καυχήσονται,
Ψαλ. 93,3                 Διότι έως πότε, Κυριε, οι αμετανόητοι ασεβείς, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί θα αλαζονεύωνται και θα καυχώνται;
Ψαλ. 93,4          φθέγξονται καὶ λαλήσουσιν ἀδικίαν, λαλήσουσι πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν;
Ψαλ. 93,4                 Εως πότε με κομπασμόν και αναίδειαν θα αποφαίνωνται; Θα λαλούν και θα υποστηρίζουν την αδικίαν; Εως πότε με τα αδιάκριτα στόματα θα διαφημίζουν οι εργαζόμενοι την ανομίαν τας αδικίας των;
Ψαλ. 93,13         τοῦ πραΰναι αὐτὸν ἀφ᾿ ἡμερῶν πονηρῶν, ἕως οὗ ὀρυγῇ τῷ ἁμαρτωλῷ βόθρος.
Ψαλ. 93,13               ώστε να μένη ήρεμος και ατάραχος κατά τας ημέρας των δοκιμασιών, που του παρασκευάζει ο αμαρτωλός, έως ότου ανοιχθή βαθύς ο τάφος και καταπίη και εξαφανίση τον αμαρτωλόν.
Ψαλ. 96,10         οἱ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον, μισεῖτε πονηρά· φυλάσσει Κύριος τὰς ψυχὰς τῶν ὁσίων αὐτοῦ, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλῶν ῥύσεται αὐτούς.
Ψαλ. 96,10               Οσοι όμως αγαπάτε με ειλικρινή καρδίαν τον Κυριον, μισείτε πάντοτε το πονηρόν. Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος φυλάσσει και περιφρουρεί τας ψυχάς των οσίων ανθρώπων. Αυτός και θα γλυτώση εκείνους από τα χέρια των αμαρτωλών.
Ψαλ. 100,5         τὸν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον· ὑπερηφάνῳ ὀφθαλμῷ καὶ ἀπλήστῳ καρδίᾳ, τούτῳ οὐ συνήσθιον.
Ψαλ. 100,5               Τον άνθρωπον, ο οποίος κατέκρινε κρυφίως τον πλησίον του, τον εξεδίωκα από κοντά μου. Με άνθρωπον, ο οποίος είχεν αλαζονικούς τους οφθαλμούς και εφέρετο με περιφρόνησιν προς τους άλλους, είχε δε και άπληστον καρδίαν, ποτέ δεν συνέτρωγα, ποτέ δεν τον είχα σύντροφόν μου.
Ψαλ. 100,7         οὐ κατῴκει ἐν μέσῳ τῆς οἰκίας μου ποιῶν ὑπερηφανίαν, λαλῶν ἄδικα οὐ κατεύθυνεν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου.
Ψαλ. 100,7               Μέσα στον οίκον μου δεν κατώκησε ούτε θα κατοικήση άνθρωπος εγωϊστής και υπερήφανος· άνθρωπος, που λαλεί και επιδιώκει αδικίας, δεν θα ευδοκιμήση ούτε θα ημπορέση να σταθή ενώπιόν μου.
Ψαλ. 103,35       ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς. εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.
Ψαλ. 103,35             Είθε να λείψουν εντελώς οι αμαρτωλοί από την γην και οι άνομοι, ώστε να μη υπάρχουν πλέον, αλλά να εξαφανισθούν εξ ολοκλήρου. Δοξολόγει συ, ω ψυχή μου, τον Κυριον.
Ψαλ. 105,17       ἠνοίχθη ἡ γῆ καὶ κατέπιε Δαθὰν καὶ ἐκάλυψεν ἐπὶ τὴν συναγωγὴν Ἀβειρών·
Ψαλ. 105,17              Τοτε ήνοιξεν η γη και κατέπιε τον Δαθάν και αυτή η ανοιχθείσα γη εσκέπασε όλην την ομάδα του Αβειρών.
Ψαλ. 105,18       καὶ ἐξεκαύθη πῦρ ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, φλὸξ κατέφλεξεν ἁμαρτωλούς.
Ψαλ. 105,18             Φωτιά εξεπήδησεν εκεί, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι εκείνοι, και η φλόγα της κατέκαυσε τους αμαρτωλούς εκείνους ανθρώπους.
Ψαλ. 108,8         γενηθήτωσαν αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὀλίγαι, καὶ τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος.
Ψαλ. 108,8               Αι ημέραι της ζωής του ας γίνουν ολίγαι και το αξίωμά του είθε να το πάρη άλλος.
Ψαλ. 108,9         γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα·
Ψαλ. 108,9               Ορφανά και απροστάτευτα ας μείνουν τα παιδιά του, χήρα ας μείνει η γυναίκα του.
Ψαλ. 108,10       σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἐπαιτησάτωσαν, ἐκβληθήτωσαν ἐκ τῶν οἰκοπέδων αὐτῶν.
Ψαλ. 108,10             Τα παιδιά του από τόπου εις τόπον μεταφερόμενα ας γίνουν επαίται. Ας εκδιωχθούν από τα κρημνισμένα σπίτια των.
Ψαλ. 108,11       ἐξερευνησάτω δανειστὴς πάντα, ὅσα ὑπάρχει αὐτῷ, καὶ διαρπασάτωσαν ἀλλότριοι τοὺς πόνους αὐτοῦ·
Ψαλ. 108,11              Ο δανειστής ας ερευνήση και ας καταγράψη όλα όσα ανήκουν εις αυτόν, και ξένοι άνθρωποι ας διαρπάσουν τους κόπους των χειρών του.
Ψαλ. 108,12       μὴ ὑπαρξάτω αὐτῷ ἀντιλήπτωρ, μηδὲ γενηθήτω οἰκτίρμων τοῖς ὀρφανοῖς αὐτοῦ·
Ψαλ. 108,12             Ας μη υπάρξη άνθρωπος να τον βοηθήση εις την συμφοράν του αυτήν, ούτε κανείς δια να λυπηθή τα ορφανά του.
Ψαλ. 108,13       γενηθήτω τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς ἐξολόθρευσιν, ἐν γενεᾷ μιᾷ ἐξαλειφθείη τὸ ὄνομα αὐτοῦ.
Ψαλ. 108,13             Ας εξολοθρευθούν τα παιδιά του, ώστε το όνομά του να σβήση, χωρίς να φθάση εις δεύτερον γενεάν τέκνων.
Ψαλ. 108,14       ἀναμνησθείη ἡ ἀνομία τῶν πατέρων αὐτοῦ ἔναντι Κυρίου, καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς μητρὸς αὐτοῦ μὴ ἐξαλειφθείη·
Ψαλ. 108,14             Είθε να μείνουν ολοφάνεροι και αλησμόνητοι ενώπιον του Κυρίου, οχι μόνον αι ιδικαί του αμαρτίαι αλλά και αι αμαρτίαι των προγόνων του. Ας μη διαγραφούν όσα ημάρτησεν η μητέρα του, ώστε και δια τας προγονικάς παραβάσεις να τιμωρηθή εκ μέρους του Θεού.
Ψαλ. 108,15       γενηθήτωσαν ἐναντίον Κυρίου διαπαντός, καὶ ἐξολοθρευθείη ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν,
Ψαλ. 108,15             Ας παραμένουν πάντοτε ενώπιον του Κυρίου όλαι αυταί αι αμαρτίαι, δια να επισύρουν την θείαν οργήν, ώστε να εξολοθρευθή οπό τας κοινωνίας των ανθρώπων η μνήμη αυτού, με τους προγόνους και τους απογόνους του.
Ψαλ. 108,17       καὶ ἠγάπησε κατάραν, καὶ ἥξει αὐτῷ· καὶ οὐκ ἠθέλησεν εὐλογίαν, καὶ μακρυνθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Ψαλ. 108,17             Ο εχθρός μου ηγάπησε την κατάραν, και θα πέση επάνω του αυτή. Δεν ηθέλησε την ευλογίαν και δια τούτο η ευλογία θα απομακρυνθή από αυτόν.
Ψαλ. 108,18       καὶ ἐνεδύσατο κατάραν ὡς ἱμάτιον, καὶ εἰσῆλθεν ὡσεὶ ὕδωρ εἰς τὰ ἔγκατα αὐτοῦ καὶ ὡσεὶ ἔλαιον ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτοῦ.
Ψαλ. 108,18             Ως άλλο ένδυμα εφόρεσε και έφερε μαζή του την κατάραν και αυτή εισήλθεν στο εσωτερικόν του, όπως το ύδωρ που πίνομεν, όπως το έλαιον που τρώγομεν και το οποίον εισέρχεται μέχρι των οστών.
Ψαλ. 108,19       γενηθήτω αὐτῷ ὡς ἱμάτιον, ὃ περιβάλλεται, καὶ ὡσεὶ ζώνη, ἣν διαπαντὸς περιζώννυται.
Ψαλ. 108,19             Η κατάρα ας γίνη δι' αυτόν, αφού το θέλει, ως ένδυμα, το οποίον φορεί, και ωσάν ζώνη, με την οποίαν πάντοτε είναι ζωσμένος.
Ψαλ. 108,20       τοῦτο τὸ ἔργον τῶν ἐνδιαβαλλόντων με παρὰ Κυρίου καὶ τῶν λαλούντων πονηρὰ κατὰ τῆς ψυχῆς μου.
Ψαλ. 108,20            Αυτο είναι το τραγικόν κατάντημα εκ μέρους του Κυρίου εναντίον εκείνων γενικώς, οι οποίοι με συκοφαντούν και λαλούν πονηρά και παράνομα κατά της ψυχής μου.
Ψαλ. 108,28       καταράσονται αὐτοί, καὶ σὺ εὐλογήσεις· οἱ ἐπανιστάμενοί μοι αἰσχυνθήτωσαν, ὁ δὲ δοῦλός σου εὐφρανθήσεται.
Ψαλ. 108,28            Εκείνοι θα καταρώνται, συ όμως θα με ευλογής. Ετσι δε οι εχθροί, που επαναστατούν εναντίον μου, θα κατεντροπιασθούν και θα εξευτελισθούν, εγώ δε ο δούλός σου θα ευφρανθώ δια τας δωρεάς σου.
Ψαλ. 108,29       ἐνδυσάσθωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντές με ἐντροπὴν καὶ περιβαλέσθωσαν ὡς διπλοΐδα αἰσχύνην αὐτῶν.
Ψαλ. 108,29            Οι συκοφάνται μου ας ενδυθούν ως μόνιμον ισοβιον ένδυμα την εντροπήν. Ας περιβληθούν μόνιμον την καταισχύνην, ωσάν πλατύν μανδύαν με πολλάς περιτυλίξεις.

(Ψαλμ. 109:9-13): «Ας γίνουν τα παιδιά του ορφανά και η γυναίκα του χήρα… Ας απαιτήσει ο δανειστής όλα του τα υπάρχοντα… Οι απόγονοί του ας εξολοθρευτούν σε μια γενιά να σβήσει το όνομά τους… Να καταριέται του άρεσε, ας πέσει πάνω του η κατάρα».
Ψαλ. 111,10       ἁμαρτωλὸς ὄψεται καὶ ὀργισθήσεται, τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ βρύξει καὶ τακήσεται· ἐπιθυμία ἁμαρτωλοῦ ἀπολεῖται.
Ψαλ. 111,10               Ο αμαρτωλός θα ίδη αυτά και θα καταληφθή από οργήν. Θα τρίξη τα δόντια του, θα λυώση από τον φθόνον του, αλλά αι φθονεραί επιθυμίαι του, όπως και κάθε πονηρά επιθυμία του αμαρτωλού ανθρώπου, θα χαθή, θα πέση στο κενόν.
Ψαλ. 113,16       ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς.
Ψαλ. 113,16              Ομοιοι με τα είδωλα αυτά, τα νεκρά και τα άψυχα, ας γίνουν και εκείνοι, οι οποίοι τα κατασκευάζουν και όλοι εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν εις αυτά.
Ψαλ. 118,22       περίελε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὄνειδος καὶ ἐξουδένωσιν, ὅτι τὰ μαρτύριά σου ἐξεζήτησα.
Ψαλ. 118,22             Αφαίρεσε και απομάκρυνε από εμέ ονειδισμούς και εξευτελισμούς εκ μέρους των εχθρών μου, διότι εγώ με πόθον πολύν ανεζήτησα και ηθέλησα να γνωρίσω τας εντολάς σου.
Ψαλ. 118,23       καὶ γὰρ ἐκάθισαν ἄρχοντες καὶ κατ᾿ ἐμοῦ κατελάλουν, ὁ δὲ δοῦλός σου ἠδολέσχει ἐν τοῖς δικαιώμασί σου.
Ψαλ. 118,23             Διότι πονηροί άρχοντες εκάθησαν εις συνέδριον και εις σύσκεψιν, και κατεφέρθησαν εναντίον μου. Εγώ όμως ο δούλος σου με ενδιαφέρον και ευλάβειαν εμελετούσα συνεχώς τα προστάγματά σου.
Ψαλ. 118,61       σχοινία ἁμαρτωλῶν περιεπλάκησάν μοι, καὶ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην.
Ψαλ. 118,61              Αι παγίδες και αι επιβουλαί των αμαρτωλών, ως άλλα σχοίνινα δίκτυα, περιεπλέχθησαν επάνω μου. Αλλά εγώ ούτε τότε δεν ελησμόνησα τον Νομον σου.
Ψαλ. 118,69       ἐπληθύνθη ἐπ᾿ ἐμὲ ἀδικία ὑπερηφάνων, ἐγὼ δὲ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξερευνήσω τὰς ἐντολάς σου.
Ψαλ. 118,69             Πολλάς και μεγάλας αδικίας έχουν διαπράξει εναντίον μου αλαζονικοί και εγωπαθείς άνθρωποι. Εγώ όμως παρ' όλα αυτά θα ερευνώ, θα μελετώ και θα μανθάνω πάντοτε τας εντολάς σου.
Ψαλ. 118,70       ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν, ἐγὼ δὲ τὸν νόμον σου ἐμελέτησα.
Ψαλ. 118,70             Οπως σκληρύνεται το γάλα, όταν γίνεται τυρί, έτσι εσκληρύνθη και επωρώθη η καρδία των αλαζονικών και εγωπαθών. Εγώ όμως εμελετούσα και θα μελετώ τον Νομον σου.
Ψαλ. 118,95       ἐμὲ ὑπέμειναν ἁμαρτωλοὶ τοῦ ἀπολέσαι με· τὰ μαρτύριά σου συνῆκα.
Ψαλ. 118,95             Με παρεμόνευσαν με πολλήν υπομονήν οι αμαρτωλοί, δια να με εξοντώσουν. Αλλ' εγώ προς τον Νομον σου είχα εστραμμένην την προσοχήν και την διάνοιάν μου.
Ψαλ. 118,98       ὑπὲρ τοὺς ἐχθρούς μου ἐσόφισάς με τὴν ἐντολήν σου, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐμή ἐστιν.
Ψαλ. 118,98             Με ανέδειξες σοφώτερον από τους εχθρούς μου, με το να με διδάξης την εντολήν σου, διότι αυτή παραμένει πάντοτε κτήμα μου, γνώσις και σοφία μου.
Ψαλ. 118,110     ἔθεντο ἁμαρτωλοὶ παγίδα μοι, καὶ ἐκ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἐπλανήθην.
Ψαλ. 118,110            Οι αμαρτωλοί μου έστησαν παγίδας, εγώ όμως δεν επλανήθην και δεν απεμακρύνθην από τας εντολάς σου.
Ψαλ. 118,113     Παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα.
Ψαλ. 118,113            Ανθρώπους παρανόμους εμίσησα, τον δε Νομον σου ηγάπησα.
Ψαλ. 118,119     παραβαίνοντας ἐλογισάμην πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς· διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰ μαρτύριά σου.
Ψαλ. 118,119            Ηρεύνησα με τον νουν μου, εσκέφθην και είδα ότι παρέρχονται όλοι οι αμαρτωλοί της γης και εξαφανίζονται. Δια τούτο εγώ ηγάπησα τον Νομον σου, ο οποίος αποτελεί σωτηρίαν και ασφάλειαν.
Ψαλ. 118,122     ἔκδεξαι τὸν δοῦλόν σου εἰς ἀγαθόν· μὴ συκοφαντησάτωσάν με ὑπερήφανοι.
Ψαλ. 118,122           Δια το καλόν μου και προς ασφάλειάν μου πάρε κάτω από την προστασίαν σου εμέ τον δούλον σου, ώστε να μη τολμήσουν να διατυπώσουν εναντίον μου συκοφαντίας οι υπερήφανοι και αν διατυπώσουν, να μη γίνουν αυταί πιστευταί.
Ψαλ. 118,134     λύτρωσαί με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων, καὶ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου.
Ψαλ. 118,134            Γλύτωσέ με από συκοφαντίας ανθρώπων και εγώ θα φυλάξω τας εντολάς σου.
Ψαλ. 119,2         Κύριε, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας.
Ψαλ. 119,2                και τώρα, Κυριε, γλύτωσε την ψυχήν μου από χείλη, τα οποία ομιλούν εναντίον μου αδικίας και συκοφαντίας, από γλώσσαν, η οποία εξυφαίνει δολοπλοκίας.
Ψαλ. 119,3         τί δοθείη σοι καὶ τί προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν;
Ψαλ. 119,3                Ποία βοήθεια πρέπει να σου δοθή, ποία ενίσχυσις πρέπει να προστεθή επί πλέον εις σέ, δια να αποκρούσης την δολοπλόκον γλώσσαν;
Ψαλ. 119,4         τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ ἠκονημένα, σὺν τοῖς ἄνθραξι τοῖς ἐρημικοῖς.
Ψαλ. 119,4                Θα σου δοθούν τα ακονισμένα βέλη του παντοδυνάμου Θεού, τα ωπλισμένα με άνθρακας πυρός, τα οποία κατακαίουν και ερημώνουν.
Ψαλ. 119,7         μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός· ὅταν ἐλάλουν αὐτοῖς, ἐπολέμουν με δωρεάν.
Ψαλ. 119,7                Με τους ανθρώπους, οι οποίοι εμισούσαν την ειρήνην, εγώ ήμην πάντοτε ειρηνικός. Οταν συνωμιλούσα με αυτούς, εκείνοι με επολεμούσαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Σώσέ με, Κυριε.
Ψαλ. 122,4         ἐπὶ πλεῖον ἐπλήσθη ἡ ψυχὴ ἡμῶν. Τὸ ὄνειδος τοῖς εὐθηνοῦσι, καὶ ἡ ἐξουδένωσις τοῖς ὑπερηφάνοις.
Ψαλ. 122,4               Εγέμισε με το παραπάνω η ψυχή μας. Είθε η καταισχύνη να έλθη εναντίον των πλουσίων και αλαζονικών τυράννων μας, ο εξευτελισμός και η εξουθένωσις εναντίον των υπερηφάνων, οι οποίοι μας κατατυραννούν.
Ψαλ. 123,1         Εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἦν ἐν ἡμῖν, εἰπάτω δὴ Ἰσραήλ·
Ψαλ. 123,1                Εάν ο Κυριος δεν ήτο μαζή μας, βοηθός και υπερασπιστής μας, ας το ομολογήση λοιπόν όλος ο ισραηλιτικός λαός,
Ψαλ. 123,2         εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἦν ἐν ἡμῖν ἐν τῷ ἐπαναστῆναι ἀνθρώπους ἐφ᾿ ἡμᾶς,
Ψαλ. 123,2               εάν ο Κυριος δεν ευρίσκετο μαζή μας, όταν οι εχθροί μας πάνοπλοι και ισχυροί εξηγέρθησαν εναντίον μας,
Ψαλ. 123,3         ἄρα ζῶντας ἂν κατέπιον ἡμᾶς ἐν τῷ ὀργισθῆναι τὸν θυμὸν αὐτῶν ἐφ᾿ ἡμᾶς·
Ψαλ. 123,3               ασφαλώς και βεβαίως ζωντανούς θα μας κστέπιναν, όταν η οργή των είχεν ανάψει εναντίον μας.
Ψαλ. 123,4         ἄρα τὸ ὕδωρ ἂν κατεπόντισεν ἡμᾶς, χείμαῤῥον διῆλθεν ἡ ψυχὴ ἡμῶν·
Ψαλ. 123,4               Το ορμητικόν ρεύμα του μίσους και της κακίας των θα μας κατεπόντιζε και θα μας κατέπνιγε. Ποταμόν ορμητικόν από εκείνους, που σχηματίζονται τον χειμώνα, θα διήρχετο η ψυχή μας.
Ψαλ. 123,5         ἄρα διῆλθεν ἡ ψυχὴ ἡμῶν τὸ ὕδωρ τὸ ἀνυπόστατον.
Ψαλ. 123,5               Ασφαλώς θα διήρχετο η ψυχά μας βαθύτατον ύδωρ, όπου πυθμήν δεν υπάρχει, και θα κατεποντίζετο.
Ψαλ. 123,6         εὐλογητὸς Κύριος, ὃς οὐκ ἔδωκεν ἡμᾶς εἰς θήραν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν.
Ψαλ. 123,6               Ας είναι όμως ευλογημένον και δοξασμένον το όνομά του Κυρίου, ο οποίος δεν μας αφήκε να γίνωμεν θήραμα και τροφή στους οδόντας των αγρίων αυτών θηρίων, των εχθρών μας.
Ψαλ. 123,7         ἡ ψυχὴ ἡμῶν ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων· ἡ παγὶς συνετρίβη, καὶ ἡμεῖς ἐῤῥύσθημεν.
Ψαλ. 123,7               Η ζωη μας εγλύτωσεν από τα χέρια των, όπως το στρουθίον διαφεύγει την παγίδα των κυνηγών. Η παγίς των εχθρών μας συνετρίβη και ημείς διεσώθημεν.
Ψαλ. 123,8         ἡ βοήθεια ἡμῶν ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Ψαλ. 123,8               Η βοήθεια και η σωτηρία μας οφείλεται στον παντοδύναμον Κυριον μας, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην.
Ψαλ. 128,4         Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αὐχένας ἁμαρτωλῶν.
Ψαλ. 128,4               Αλλ' ο δίκαιος Κυριος κατέκοψε και εταπείνωσε τους αυχένας των αλαζονικών αμαρτωλών αυτών τυράννων μας.
Ψαλ. 128,6         γενηθήτωσαν ὡσεὶ χόρτος δωμάτων, ὃς πρὸ τοῦ ἐκσπασθῆναι ἐξηράνθη·
Ψαλ. 128,6               Ας γίνουν όλοι αυτοί ωσάν το χορτάρι, που φυτρώνει επάνω εις τα λιακωτά, και το οποίον, πριν κανείς το εκριζώση, ξηραίνεται μόνον του.
Ψαλ. 131,18       τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ ἐνδύσω αἰσχύνην, ἐπὶ δὲ αὐτὸν ἐξανθήσει τὸ ἁγίασμά μου.
Ψαλ. 131,18              Τους εχθρούς του χρισθέντος αυτού αιωνίου βασιλέως, θα τους περιβάλω με καταισχύνην. Εις αυτόν δε τον ίδιον θα ανθή και θα ευωδιάζη το αγίασμά μου.
Ψαλ. 134,18       ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς.
Ψαλ. 134,18             Ομοιοι προς τα νεκρά και άψυχα αυτά είδωλα ας γίνουν όλοι εκείνοι, που τα κατασκευάζουν και όσοι στηρίζουν την πίστιν και τας ελπίδας των εις αυτά.
Ψαλ. 135,24       καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
Ψαλ. 135,24             Μας εγλύτωσεν από τα χέρια των εχθρών μας, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
Ψαλ. 136,8         θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου, ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν·
Ψαλ. 136,8               Δυστυχία εις σέ, ταλαίπωρος και αθλία Βαβυλών, δια την έπαρσίν σου και τας αδικίας που έχεις κάμει! Μακάριος θα είναι εκείνος, ο οποίος θα σου ανταποδώση ο,τι έκαμες εις ημάς, τα δεινά, τα οποία έπραξες εις βάρος μας.
Ψαλ. 136,9         μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.
Ψαλ. 136,9               Μακάριος θα είναι εκείνος, ο οποίος θα κρατήση εις τας χείρας του τα βρέφη σου και θα τα συντρίψη κτυπών αυτά στους βράχους.

Ψαλμ. 137:8-9: «Μα κι εσύ Βαβυλώνα, γρήγορα θα καταστραφείς. Μακάριος όποιος σου ανταποδώσει όσα μας έκανες! Μακάριος εκείνος που θα πιάσει και θα συντρίψει στο βράχο τα βρέφη σου!»

Ψαλ. 139,2         Ἐξελοῦ με, Κύριε, ἐξ ἀνθρώπου πονηροῦ, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ῥῦσαί με,
Ψαλ. 139,2               Γλύτωσέ με, Κυριε, από πονηρόν άνθρωπον· από άδικον άνθρωπον σώσε με.
Ψαλ. 139,3         οἵτινες ἐλογίσαντο ἀδικίαν ἐν καρδίᾳ, ὅλην τὴν ἡμέραν παρετάσσοντο πολέμους·
Ψαλ. 139,3               Αυτοί συνεχώς σκέπτονται από μέσα των και καταστρώνουν σχέδια να με αδικήσουν. Ολην την ημέραν προετοιμάζονται και ζητούν αφορμάς δι' έριδας και μάχας.
Ψαλ. 139,4         ἠκόνησαν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεὶ ὄφεως, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν. (διάψαλμα).
Ψαλ. 139,4               Ετρόχισαν την συκοφαντικήν των γλώσσαν, την έκαμαν ωσάν του φιδιού. Δηλητήριον οχιάς υπάρχει κάτω από τα χείλη των.
Ψαλ. 139,5         φύλαξόν με, Κύριε, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ ἀνθρώπων ἀδίκων ἐξελοῦ με, οἵτινες διελογίσαντο τοῦ ὑποσκελίσαι τὰ διαβήματά μου·
Ψαλ. 139,5               Φυλαξέ με, Κυριε, από το χέρι αμαρτωλού ανθρώπου. Γλύτωσέ με από αδίκους ανθρώπους, οι οποίοι εσκέφθησαν να με ανατρέψουν και καταπατήσουν στο έδαφος.
Ψαλ. 139,6         ἔκρυψαν ὑπερήφανοι παγίδα μοι καὶ σχοινία διέτειναν, παγίδα τοῖς ποσί μου, ἐχόμενα τρίβους σκάνδαλα ἔθεντό μοι. (διάψαλμα).
Ψαλ. 139,6               Εγωϊσταί και ιδιοτελείς άνθρωποι μου έστησαν κρυφά παγίδα. Ηπλωσαν, ωσάν σχοινία, τα δίκτυα της δολιότητός των, δια να παγιδεύσουν τα πόδια μου. Και πλησίον στον δρόμον, από τον οποίον θα επερνούσα, ετοποθέτησαν προσκόμματα, δια να σκοντάψω.
Ψαλ. 139,7         εἶπα τῷ Κυρίῳ· Θεός μου εἶ σύ, ἐνώτισαι, Κύριε, τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.
Ψαλ. 139,7               Ενώπιον αυτού του κινδύνου είπα στον Κυριον· Συ είσαι ο Θεός μου. Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την φωνήν της δεήσεώς μου.
Ψαλ. 139,8         Κύριε, Κύριε, δύναμις τῆς σωτηρίας μου, ἐπεσκίασας ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου ἐν ἡμέρᾳ πολέμου.
Ψαλ. 139,8               Κυριε, Κυριε, συ είσαι η δύναμις, δια της οποίας και μόνης εγώ θα σωθώ. Ερριψες την σκιαν της προστασίας σου, ως ισχυράν περικεφαλαίαν, επάνω στο κεφάλι μου κατά την ημέραν, που εκείνοι με επολεμούσαν.
Ψαλ. 139,9         μὴ παραδῷς με, Κύριε, ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας μου ἁμαρτωλῷ· διελογίσαντο κατ᾿ ἐμοῦ, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, μήποτε ὑψωθῶσιν. (διάψαλμα).
Ψαλ. 139,9               Μη με παραδώσης, Κυριε, εις τα χέρια αμαρτωλού, πράγμα το οποίον βαθύτατα αποστρέφομαι. Εκείνοι συνέλαβαν και κατέστρωσαν εναντίον μου σχέδια εξοντώσεως. Μη με εγκαταλίπης και επιτύχουν τα σχέδιά των, δια να μη υπερηφανευθούν απέναντι των ανθρώπων σου.
Ψαλ. 139,10       ἡ κεφαλὴ τοῦ κυκλώματος αὐτῶν, κόπος τῶν χειλέων αὐτῶν καλύψει αὐτούς.
Ψαλ. 139,10             Ο αρχηγός της συμμορίας των εχθρών μου έχει αλαζονικώς υψωμένην την κεφαλήν του. Ομως επάνω των θα πέση και θα τους σκεπάση η δολιότης και η συκοφαντία του στόματός των.
Ψαλ. 139,11       πεσοῦνται ἐπ᾿ αὐτοὺς ἄνθρακες, ἐν πυρὶ καταβαλεῖς αὐτούς, ἐν ταλαιπωρίαις οὐ μὴ ὑποστῶσιν.
Ψαλ. 139,11              Θα πέσουν επάνω εις τα κεφάλια των αναμμένα κάρβουνα, θα τους ρίψης μέσα εις την φωτιάν, δεν θα ανθέξουν εις τας ταλαιπωρίας και τας τιμωρίας, που θα τους υποβάλης.
Ψαλ. 139,12       ἀνὴρ γλωσσώδης οὐ κατευθυνθήσεται ἐπὶ τῆς γῆς, ἄνδρα ἄδικον κακὰ θηρεύσει εἰς διαφθοράν.
Ψαλ. 139,12             Ανθρωπος, ο οποίος έχει εριστικήν και συκοφαντικήν την γλώσσαν, δεν θα κατευοδωθή εις την γην αυτήν. Τον άδικον άνθρωπον θα τον κυνηγήσουν και θα τον συλλάβουν, ωσάν θήραμα, και θα τον οδηγήσουν εις την καταστροφήν αι ταλαιπωρίαι και αι συμφοραί.
Ψαλ. 139,13       ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην τῶν πενήτων.
Ψαλ. 139,13              Από το φως της διδασκαλίας σου και από την προσωπικήν μου πείραν, έμαθα και επείσθην, ότι ο Κυριος θα υπερασπίση την δικαίαν υπόθεσιν των πτωχών και θα αποδώση το δίκαιον στους εγκαταλελειμμένους και πτωχούς.
Ψαλ. 139,14       πλὴν δίκαιοι ἐξομολογήσονται τῷ ὀνόματί σου, κατοικήσουσιν εὐθεῖς σὺν τῷ προσώπῳ σου.
Ψαλ. 139,14             Οσον όμως και αν εις μερικάς περιστάσεις επικρατή αδικία, οι δίκαιοι θα θριαμβεύσουν τελικώς, θα δοξολογήσουν το όνομά σου, Κυριε. Οι δε ευθείς και ειλικρινείς θα κατοικούν ασφαλείς μαζή σου, Κυριε.
Ψαλ. 140,6         κατεπόθησαν ἐχόμενα πέτρας οἱ κριταὶ αὐτῶν· ἀκούσονται τὰ ῥήματά μου ὅτι ἡδύνθησαν.
Ψαλ. 140,6               Διότι οι πρόκριτοι και επίσημοι μεταξύ αυτών κατεποντίσθησαν εις την θάλασσαν πλησίον αποκρήμνων βράχων. Οι δίκαιοι θα ακούσουν τα λόγια μου αυτά και θα αισθανθούν γλυκείαν και δικαίαν ικανοποιησιν.
Ψαλ. 140,7         ὡσεὶ πάχος γῆς ἐῤῥάγη ἐπὶ τῆς γῆς, διεσκορπίσθη τὰ ὀστᾶ αὐτῶν παρὰ τὸν ᾅδην.
Ψαλ. 140,7               Οπως οι βώλοι του παχέος χώματος όταν ρίπτωνται εις την γην, σπάζουν και διασκορπίζονται ως χώμα, έτσι θα διασκορπισθούν άταφα τα οστά των ασεβών ανθρώπων παραπλεύρως στο στόμα του άδου.
Ψαλ. 140,9         φύλαξόν με ἀπὸ παγίδος, ἧς συνεστήσαντό μοι, καὶ ἀπὸ σκανδάλων τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν.
Ψαλ. 140,9               Φυλαξέ με από τας παγίδας, τας οποίας αυτοί ολόγυρά μου έχουν στήσει και από τα προσκόμματα, τα οποία παρεμβάλλουν στον δρόμον μου αυτοί, που καταπατούν τον Νομον σου και εργάζονται το κακόν.
Ψαλ. 140,10       πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί· κατὰ μόνας εἰμὶ ἐγὼ ἕως ἂν παρέλθω.
Ψαλ. 140,10             Οι αμαρτωλοί θα πέσουν και θα περιπλακούν εις τα δίκτυα της δολιότητός των, τα οποία είχαν κατασκευάσει και στήσει δια τους άλλους. Εγώ όμως θα ζω μεμονωμένος, χωρισμένος από αυτούς, έως ότου προσπεράσω σώος και αβλαβής από τα πονηρά διαβούλιά των.

Ψαλ. 141,7         πρόσχες πρὸς τὴν δέησίν μου, ὅτι ἐταπεινώθην σφόδρα· ῥῦσαί με ἐκ τῶν καταδιωκόντων με, ὅτι ἐκραταιώθησαν ὑπὲρ ἐμέ.
Ψαλ. 141,7                Δώσε, λοιπόν, προσοχήν εις την δέησίν μου, διότι έχω κακοπαθήσει πολύ και αποκάμει. Σώσε με από εκείνους, οι οποίοι με καταδιώκουν ζητούντες την εξοντωσίν μου, διότι είναι πολύ ισχυρότεροι από εμέ.
Ψαλ. 142,12       καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.
Ψαλ. 142,12             Με το έλεός σου αυτό, που θα δείξης προς εμέ, θα εξολοθρεύσης τους εχθρούς μου, θα καταστρέψης όλους εκείνους, οι οποίοι θλίβουν την ζωήν μου, διότι εγώ είμαι ιδικός σου δούλος.
Ψαλ. 143,6         ἄστραψον ἀστραπὴν καὶ σκορπιεῖς αὐτούς, ἐξαπόστειλον τὰ βέλη σου καὶ συνταράξεις αὐτούς.
Ψαλ. 143,6               Αστραψε αστραπήν επάνω από τους εχθρούς μου κα θα τους διασκορπίσης. Στείλε εναντίον των τα βέλη σου, και θα τους συγκλονίσης
Ψαλ. 143,7         ἐξαπόστειλον τὴν χεῖρά σου ἐξ ὕψους, ἐξελοῦ με καὶ ῥῦσαί με ἐξ ὑδάτων πολλῶν, ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων,
Ψαλ. 143,7               Απλωσε, Κυριε, το χέρι σου από το ουράνιον ύψος, βγάλε με και γλύτωσέ με από τα πολλά ορμητικά ύδατα, που απειλούν να με πνίξουν· από τα χέρια δηλαδή των αλλοεθνών ανθρώπων.
Ψαλ. 143,8         ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας.
Ψαλ. 143,8               Αυτών, των οποίων το στόμα ελάλησε δόλια και ασύστατα πράγματα και η δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικημάτων.
Ψαλ. 143,11       ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων, ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας.
Ψαλ. 143,11              Απάλλαξέ με και τώρα και γλύτωσέ με από τα χέρια των αλλοεθνών, των οποίων το στόμα ελάλησε και λαλεί ψευδολογίας, η δε δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικίας.
Ψαλ. 144,20       φυλάσσει Κύριος πάντας τοὺς ἀγαπῶντας αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐξολοθρεύσει.
Ψαλ. 144,20            Περιφρουρεί και φυλάσσει ο Κυριος όλους εκείνους, οι οποίοι τον αγαπούν. Εξ αντιθέτου δε θα παραδώση στον όλεθρον όλους τους αμαρτωλούς.
Ψαλ. 145,4         ἐξελεύσεται τὸ πνεῦμα αὐτοῦ. καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ· ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀπολοῦνται πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ.
Ψαλ. 145,4               Του καθενός από αυτούς, όσον ισχυρός και αν φαίνεται, το πνεύμα θα εξέλθη από το σώμα κατά την ώραν του θανάτου του. Και το σώμα του θα επιστρέψη εις την γην του. Κατά δε την ημέραν εκείνην του θανάτου θα χαθούν και θα διαλυθούν όλα τα σχέδιά του.
Ψαλ. 149,6         αἱ ὑψώσεις τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν, καὶ ῥομφαῖαι δίστομοι ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν
Ψαλ. 149,6               Αι δοξολογίαι και τα εγκώμια του Θεού των θα υπάρχουν πάντοτε, και θα απαγγέλλωνται δια του λάρυγγός των. Ταυτοχρόνως όμως αι μεγάλαι δίστομοι ρομφαίαι θα ευρίσκωνται εις τα χέρια των,
Ψαλ. 149,7         τοῦ ποιῆσαι ἐκδίκησιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἐλεγμοὺς ἐν τοῖς λαοῖς,
Ψαλ. 149,7               δια να αντεπεξέλθουν εναντίον των εχθρικών λαών και να τιμωρήσουν αυτούς·
Ψαλ. 149,8         τοῦ δῆσαι τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν ἐν πέδαις καὶ τοὺς ἐνδόξους αὐτῶν ἐν χειροπέδαις σιδηραῖς,
Ψαλ. 149,8               δια να δέσουν τους βασιλείς των εθνών με σιδηρά δεσμά και τους ενδόξους άρχοντάς των με σιδερένιες χειροπέδες,
Ψαλ. 149,9         τοῦ ποιῆσαι ἐν αὐτοῖς κρῖμα ἔγγραπτον· δόξα αὕτη ἔσται πᾶσι τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ.
Ψαλ. 149,9               ώστε να εφαρμοσθή εναντίον αυτών η γραμμένη εις τας προφητείας δικαία απόφασίς του Θεού. Και η εκτέλεσις της δικαίας αυτής αποφάσεως θα είναι μεγάλη δόξα στους αφωσιωμένους του Ιουδαίους.
Ψαλ. 151,6         ἐξῆλθον εἰς συνάντησιν τῷ ἀλλοφύλῳ, καὶ ἐπικατηράσατό με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτοῦ·
Ψαλ. 151,6                Εξήλθον, δια να αντιμετωπίσω και μονομαχήσω με τον αλλόφυλον Γολιάθ, και εκείνος με κατηράσθη επικαλεσθείς εναντίον μου τα είδωλά του.
Ψαλ. 151,7         ἐγὼ δέ, σπασάμενος τὴν παρ᾿ αὐτοῦ μάχαιραν, ἀπεκεφάλισα αὐτὸν καὶ ἦρα ὄνειδος ἐξ υἱῶν Ἰσραήλ.
Ψαλ. 151,7                Εγώ όμως ανέσπασα την ιδικήν του μάχαιραν και τον απεκεφάλισα. Απεμάκρυνα δε έτσι και εξήλειψα την εντροπήν του ισραηλιτικού λαού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ευπρεπως...