Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Κορωνοϊός

πόσο ψεύτικος ειναι ο πολιτισμός μας. όλα μπορουν να καταρρεύσουν από στιγμή σε στιγμή. τρισεκατομμύρια δολάρια χάθηκαν στα χρημαστηρία λόγω κορωνοϊου!
Αποκάλυψη Κεφ. 18,2
«Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα» η μεγάλη, και έγινε κατοικητήριο δαιμόνων, και φυλακή για κάθε ακάθαρτο πνεύμα, και φυλακή για κάθε ακάθαρτο και μισητό όρνεο·
3 επειδή, από το κρασί τού θυμού τής πορνείας της ήπιαν όλα τα έθνη και μαζί της πόρνευσαν οι βασιλιάδες τής γης, και πλούτησαν οι έμποροι της γης από την υπερβολή τής ακολασίας της....σε μια ημέρα θάρθουν οι πληγές της, θάνατος και πένθος και πείνα· και θα κατακαεί με φωτιά, επειδή ο Κύριος, αυτός που την κρίνει, [είναι] ισχυρός.
9 Και θα την κλάψουν και θα την πενθήσουν οι βασιλιάδες τής γης, που πόρνευσαν και έζησαν σε ακολασία μαζί της, όταν βλέπουν τον καπνό τής πυρπόλησής της,
10 καθώς στέκονται από μακριά, εξαιτίας τού φόβου τού βασανισμού της, λέγοντας: Αλλοίμονο, αλλοίμονο, η μεγάλη πόλη, η Βαβυλώνα, η ισχυρή πόλη, επειδή μέσα σε μία ώρα ήρθε η κρίση σου.
11 Και οι έμποροι της γης κλαίνε και πενθούν γι’ αυτή, επειδή κανένας δεν αγοράζει πλέον τις πραμάτειες τους·
12 πραμάτειες από χρυσάφι και ασήμι, και πολύτιμες πέτρες, και μαργαριτάρια, και εκλεκτής ποιότητας λινό, και πορφύρα, και μετάξι, και κόκκινο και κάθε αρωματικό ξύλο, και κάθε σκεύος από φίλντισι, και κάθε σκεύος από πολύτιμο ξύλο, και χαλκό, και σίδερο, και μάρμαρο·
13 και κανέλα, και θυμιάματα, και μύρο, και λιβάνι, και κρασί, και λάδι, και σιμιγδάλι, και σιτάρι, και κτήνη, και πρόβατα, και άλογα, και άμαξες, και ανδράποδα, και ψυχές ανθρώπων.
14 Και τα οπωρικά τής επιθυμίας τής ψυχής σου έφυγαν από σένα, και όλα τα παχιά και τα λαμπερά έφυγαν από σένα, και δεν θα τα βρεις πλέον.
15 Οι έμποροι γι’ αυτά, αυτοί που πλούτησαν απ’ αυτή, θα σταθούν από μακριά εξαιτίας τού φόβου τού βασανισμού της, κλαίγοντας και πενθώντας,
16 και λέγοντας: Αλλοίμονο, αλλοίμονο, η μεγάλη πόλη, η ντυμένη με λινό και πορφύρα και κόκκινο, και στολισμένη με χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια· επειδή, σε μία ώρα ερημώθηκε ένας τόσο μεγάλος πλούτος.
17 Και κάθε πλοίαρχος, και όλο το πλήθος που [ήταν] επάνω στα πλοία, και ναύτες, και όσοι εμπορεύονται διαμέσου τής θάλασσας, στάθηκαν από μακριά,
18 και έκραζαν, βλέποντας τον καπνό τής πυρπόλησής της, λέγοντας: Ποια πόλη στάθηκε όμοια με τη μεγάλη πόλη;
19 Και έβαλαν χώμα επάνω στα κεφάλια τους, και έκραζαν κλαίγοντας και πενθώντας, λέγοντας: Αλλοίμονο, αλλοίμονο, η μεγάλη πόλη, μέσα στην οποία από την αφθονία της πλούτησαν όλοι αυτοί που είχαν πλοία μέσα στη θάλασσα, επειδή ερημώθηκε μέσα σε μία ώρα.

Το εμπόριο είναι από τα πιο διαδεδομένα επαγγέλματα από τα πρώτα χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας. Ήταν συνδεδεμένο με την ύπαρξη των ανθρώπων (Γένεση 34:21). Η πρώτη αναφορά της Αγίας Γραφής είναι η περίπτωση της αγοράς του Αβραάμ, αγρού από τον Εφρών, προκειμένου να θάψει τη σύζυγό του Σάρα, έναντι τετρακοσίων αργυρών σίκλων (Γένεση 23:16). Αργότερα αναφέρονται οι Μαδιανίτες έμποροι, οι οποίοι πούλησαν τον Ιωσήφ στους Ισμαηλίτες έναντι είκοσι αργυρίων (Γένεση 37:25-28).
Το εμπόριο ήταν από τα πιο επικερδή επαγγέλματα. Γινόταν άλλοτε με ανταλλαγή ενός είδους με ένα άλλο (Α' Βασιλέων 5:8-11), και άλλοτε με ανταλλαγή εμπορευμάτων με χρήματα (Α' Βασιλέων 10:28-29). Υπήρχαν περιοχές και πόλεις που ήταν φημισμένες για το εμπόριό τους (Ιεζεκιήλ 17:4). Σ’ αυτό βοηθούσε και η θέση τους καθώς οι παραλιακές πόλεις είχαν τη δυνατότητα να κάνουν εμπόριο με μεγάλα πλοία (Ιεζεκιήλ 27:25) που έφθαναν σε όλα τα λιμάνια. Τέτοιες πόλεις ήταν η Τύρος (Ιεζεκιήλ 27:1-3), η Δεδάν (η Ρόδος κατά τους εβδομήκοντα, Ιεζεκιήλ 27:15,20), η Θαρσείς, ξακουστή για το πλούσιο, θαλάσσιο εμπόριο της σε πολλά είδη (Ιεζεκιήλ 27:12,25). Αναπτυγμένο το εμπόριο είχαν και οι Αιγύπτιοι (Γένεση 42:2-34), οι Αιθίοπες (Ησαΐας 45:14), οι Σύριοι (Ιεζεκιήλ 27:16,18), η πόλη της Νινευή με τους αμέτρητους εμπόρους της (Ναούμ 3:16), κ.α.
Οι έμποροι πλήρωναν φόρους στους βασιλιάδες (Α' Βασιλέων 10:15, Β' Χρονικών 9:14). Το εμπόριο περιελάμβανε όλα τα είδη: κτήματα (Γένεση 23:13-16), ζώα (Α' Βασιλέων 10:29, Ιεζεκιήλ 27:14,21), και άμαξες (Α' Βασιλέων 10:29), καρπούς (Α' Βασιλέων 5:11), λάδι (Α' Βασιλέων 5:11), κρασί (Β’ Χρονικών 2:15), μέλι (Ιεζεκιήλ 27:17), πολύτιμους λίθους και μέταλλα (Β' Χρονικών 9:21, Ιεζεκιήλ 27:16, Β' Χρονικών 8:18), πανάκριβα υφάσματα (Ιεζεκιήλ 27:16), κεντήματα (Ιεζεκιήλ 27:16,24), αρώματα (Άσμα Ασμάτων 3:6), είδη ένδυσης (Β' Βασιλέων 1:16-17, Ιεζεκιήλ 27:12-24), ακόμα και ανθρώπους (Γένεση 37:28,36, Δευτερονόμιο 24:7, Ιεζεκιήλ 27:13), αφού το δουλεμπόριο ήταν διαδεδομένο εκείνη την εποχή. Το εμπόριο απαγορευόταν το Σάββατο, για το λόγο αυτό ο Νεεμίας από το βράδυ της Παρασκευής μέχρι το ξημέρωμα της Κυριακής, απαγόρευε στους εμπόρους να εισέρχονται στην Ιερουσαλήμ, κλείνοντάς τους τις πύλες εισόδου. Επειδή όμως αυτοί διανυκτέρευαν έξω από την πόλη, αναγκάστηκε να τους εκφοβήσει και έτσι αυτοί σταμάτησαν να περιμένουν απ' έξω (Νεεμίας 13:19-21).
Το χρήμα όμως διέφθειρε όσους ασχολούνταν μ' αυτό, κάνοντάς τους "ηγεμόνες", όπως αναφέρει ο Ησαΐας στο όραμά του (Ησαΐας 23:8). Μάλιστα έφθασαν στο σημείο να καταντήσουν τον ναό "οίκο εμπορίου", γεγονός που εξόργισε τον Ιησού, διώχνοντας τους (Ματθαίος 21:12-13, Λουκάς 19:45-46, Μάρκος 11:15-17, Ιωάννης 2:13-16). Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, οι περιγραφές για τους εμπόρους είναι τρομερές (Αποκάλυψη 18:3,11-17).
Η Λυδία, η πρώτη γυναίκα στην Ευρώπη που πίστεψε από το κήρυγμα του απ. Παύλου και βαπτίστηκε, ήταν έμπορος πορφυρένιων αντικειμένων (Πράξεις 16:14-15). Ο Ησαΐας τους αναφέρει και "πραγματευτές" (23:8).


Ήταν ένα προσοδοφόρο επάγγελμα με τεράστια κέρδη. Παρόλο που ο Μωσαϊκός νόμος επέτρεπε το δανεισμό χωρίς τόκο (Έξοδος 22:25-27, Δευτερονόμιο 24:22), υπήρχαν άτομα που δάνειζαν και μάλιστα με ενέχυρο τα χωράφια και τα αμπέλια των δανειζόμενων (Νεεμίας 5:3). Πολλές φορές τα χρέη γίνονταν τόσο μεγάλα ώστε ο λαός έχανε τα κτήματά του και έστελνε τα παιδιά του δούλους (Νεεμίας 5:5). Οι ενεχυροδανειστές δεν ήταν άλλοι από τους άρχοντες και τους προεστούς (Νεεμίας 5:7). Εκτός από χρήματα δάνειζαν σιτάρι, κρασί και λάδι (Νεεμίας 5:11).

7 σχόλια:

  1. Αργυραμοιβός (Κολλυβιστής)

    Η λέξη "κολλυβιστής" προέρχεται από την ελληνική λέξη "κόλλυβος" που ήταν λεπτό νόμισμα και ισοδυναμούσε με το ένα τέταρτο της δραχμής. Ήταν τραπεζίτες οι οποίοι κάθονταν στο περίβολο του ναού (Ιωάννης 2:14) ή στις πλατείες και αντάλλαζαν τα νομίσματα των εθνικών με σίκλα, νομίσματα που γίνονταν δεκτά από τους ιερείς του ναού (Έξοδος 30:13-15). Πολλές φορές κερδοσκοπούσαν σε βάρος των προσκυνητών, γεγονός που εξόργισε τον Ιησού με αποτέλεσμα να τους βγάλει έξω από το ναό (Ματθαίος 21:12, Μάρκος 11:15).



    Αργυροχόος

    Εδικός τεχνίτης που επεξεργαζόταν τον άργυρο. Κατασκεύαζε οικιακά σκεύη, κοσμήματα, διακοσμητικά, αγάλματα, κ.α. Τον άργυρο τον καθάριζαν στο χυτήριο με φωτιά (Παροιμίες 17:3, 27:21, Ζαχαρίας 13:9). Ο μόνος αργυροχόος που αναφέρεται ονομαστικά στην Αγία Γραφή είναι ο Δημήτριος της Εφέσου, που κατασκεύαζε και πουλούσε ασημένια ομοιώματα του ναού της Άρτεμης (Πράξεις 19:24). Απασχολούσε μάλιστα και εργάτες λόγω της πολλής δουλειάς που είχε. Συνήθως ίδιος τεχνίτης επεξεργαζόταν ασήμι και χρυσό (Ησαΐας 40:19) - [δες και χρυσοχόος]

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θησαυροφύλακας

    Φύλακας θησαυρών σε ναούς και παλάτια. Εκτός όμως της φύλαξης, ασχολούνταν και με την είσπραξη δασμών και φόρων (Έσδρας 7:24). Ήταν καλή δουλειά καθώς τα θησαυροφυλάκια βρίσκονταν μέσα στα παλάτια και έτσι είχαν την ευκαιρία να συναναστρέφονται με τους αυλικούς του βασιλιά.

    Οι θησαυροφύλακες που είχαν οριστεί από το βασιλιά Δαβίδ για να φυλάνε τους θησαυρούς του ναού, ήταν λευίτες. Οι θησαυροί αυτοί προέρχονταν από τα αφιερώματα του λαού Ισραήλ και αρχηγών οικογενειών στο Θεό (Νεεμίας 7:71), και από το Δαβίδ, τους χιλίαρχους, τους εκατόνταρχους και άλλους αρχηγούς στρατού, και ήταν μέρος από τα πολεμικά τους λάφυρα (Α' Χρονικών 26:26-27, Ιησού του Ναυή 6:19,24). Ο βασιλιάς Αρταξέρξης είχε δώσει εντολή σε περίπτωση που οι ανάγκες των ναών ήταν μεγάλες, να καλύψουν τις ανάγκες αυτές με χρήματα από το θησαυροφυλάκιό του (Έσδρας 7:20). Είχε δε απαγορεύσει στους θησαυροφύλακες να επιβάλλουν φόρους και δασμούς σε όσους υπηρετούσαν στο ναό του Θεού, ιερείς, λευίτες, ψάλτες, θυρωρούς (Έσδρας 7:24).

    Υπήρχαν και επιστάτες θησαυροφυλακίων (Α' Χρονικών 26:24).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οικονόμος

    Ήταν επιστάτης του σπιτιού ή περιουσίας κάποιου άλλου. Οι βασιλείς είχαν επιστάτες στην περιουσία τους και σ’ όλα τα υπάρχοντά τους, όπως ο Δαβίδ (Α' Χρονικών 28:1). Ήταν έμπιστα άτομα και καλοί διαχειριστές. Οικονόμους είχαν επίσης και οι πλούσιοι (Λουκάς 16:1). Στην Αγία Γραφή υπάρχουν αρκετές αναφορές: ο Ελιέζερ στην οικία του Αβραάμ (Γένεση 15:3), ο οικονόμος του "οίκου Αρσά" (Α' Βασιλέων 16:9), ο οικονόμος του Ιωσήφ (Γένεση 43:19, 44:1,4), ο Αχισάρ, οικονόμος του Σολομώντα (Α' Βασιλέων 4:6), ο οικονόμος του Ηρώδη (Λουκάς 8:3), ο οικονόμος του πλούσιου που καταχράστηκε την περιουσία του (Λουκάς 16:1-2) κ.α. Οικονόμοι θεωρούνται και όλοι οι πιστοί, σαν "οικονόμοι της χάρης του Θεού" (Α' Πέτρου 4:10).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τελώνης

    Ήταν οι φοροεισπράκτορες των δημοσίων φόρων τους οποίους απέδιδαν στους Ρωμαίους. Υπήρχαν δύο κατηγορίες οι "αρχιτελώνες", ένας εκ των οποίων ήταν και ο Ζακχαίος (Λουκάς 19:2), και οι απλοί "τελώνες", όπως ο Λευί, ο οποίος αργότερα ονομάστηκε Ματθαίος ο ευαγγελιστής (Ματθαίος 10:3). Οι αρχιτελώνες νοίκιαζαν τους φόρους μιας ολόκληρης περιοχής. Ήταν από το πιο μισητό επάγγελμα καθώς τους θεωρούσαν συνεργάτες των Ρωμαίων. Διακρίνονταν για την αυστηρότητά τους και τη σκληρότητά τους, η οποία πολλές φορές έφθανε σε εκβιασμούς, προκειμένου να εξαναγκάσουν το λαό να καταβάλει παράνομους φόρους, με σκοπό τον γρήγορο πλουτισμό τους.

    Τους κατηγορούσαν για υπερβολική είσπραξη (Λουκάς 3:13), υπήρχαν δε φορές που κατηγορούσαν ψευδά τους φορολογούμενους για να εισπράξουν περισσότερα (Λουκάς 19:8). Για τους λόγους αυτούς τους τοποθετούσαν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς, τους πόρνους και τους ειδωλολάτρες (Ματθαίος 9:11, 18:17, 21:31). Απαγορευόταν δε να μπαίνουν στο Ναό και τη συναγωγή, όπως επίσης και να είναι μάρτυρες σε δικαστήρια (Ματθαίος 18:17). Συνήθως συναναστρέφονταν με ανθρώπους της δικής τους τάξης τους οποίους και είχαν φίλους (Ματθαίος 5:46-47). Παρόλα αυτά υπήρχαν τελώνες που πίστεψαν στο κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή (Ματθαίος 21:31-32), και βαπτίστηκαν (Λουκάς 3:12, 7:29). Άλλοι παρακολουθούσαν το κήρυγμα του Χριστού (Μάρκος 2:15, Λουκάς 15:1), μερικοί από αυτούς πίστεψαν (Ματθαίος 21:31).

    Χαρακτηριστικό απόσπασμα της Καινής Διαθήκης είναι η παραβολή του Τελώνη και Φαρισαίου (Λουκάς 18:9-14), στην οποία ο Ιησούς τονίζει την δικαίωση εκείνου που αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του. Τον Ιησού τον κατηγόρησαν για τη συναναστροφή που έκανε με τελώνες, έδειξε όμως μ' αυτή Του τη πράξη, πως είχε έρθει να σώσει κάθε άνθρωπο, όσο και μισητός κι αν ήταν από τους άλλους.

    Φοροεισπράκτορες αναφέρεται πως υπήρχαν και από τα αρχαία χρόνια, τα πρώτα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης (Β' Σαμουήλ 20:24, Α' Βασιλέων 4:6).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Τραπεζίτης

    Αναφέρεται στην παραβολή των ταλάντων (Ματθαίος 25:27, Λουκάς 19:23). Από τα λεγόμενα του Ιησού, φαίνεται πως το τραπεζικό σύστημα υπήρχε τουλάχιστον από την εποχή του, και πρόσφερε ικανοποιητικό τόκο. Τραπεζίτης λεγόταν ο διευθυντής ή ο ιδιοκτήτης της τράπεζας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  6. Φοροεισπράκτορας (Έφορος)

    Η επιβολή φόρων και δασμών υπήρχε από την αρχαία εποχή καθώς ήταν σημαντικό έσοδο για τους βασιλείς και τους αυτοκράτορες. Συνηθιζόταν κάθε υποταγμένος λαός ή βασίλειο να πληρώνει φόρο στους κατακτητές του (Β' Χρονικών 9:14, Έσδρας 4:20). Οι βασιλιάδες όριζαν υπευθύνους για την είσπραξη των φόρων (Α' Βασιλέων 4:6). Την εποχή του βασιλιά Σολομώντα επιβλήθηκε φόρος σε όλους τους πολίτες που είχε υποτάξει (Β' Χρονικών 8:8). Έσοδα υπήρχαν επίσης από τελώνες και από τους εμπόρους οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν μερίδιο των κερδών τους (Β' Χρονικών 9:14). Πολλές φορές ο φόρος ήταν τόσο μεγάλος που έκανε το λαό να επαναστατεί (Α' Βασιλέων 12:18).

    Την εποχή της Καινής Διαθήκης οι Ιουδαίοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο στους Ρωμαίους (Λουκάς 20:22). Για το λόγο αυτό οι Ρωμαίοι είχαν τοποθετήσει τους τελώνες. Υπήρχαν τριών ειδών φόροι: αυτούς που πλήρωναν οι γεωργοί, οι δασμοί από την εισαγωγή προϊόντων (Ματθαίος 17:25, Μάρκος 12:24), και ο ετήσιος κατά κεφαλήν φόρος που πλήρωναν όλοι οι Ιουδαίοι. Ο φόρος αυτός ονομαζόταν "κνήσος". Η λέξη "κνήσος" προέρχεται από την λατινική λέξη "census" που σημαίνει απογραφή και εκτίμηση της περιουσίας προς φορολογία. Την εποχή του Ιησού ένας κνήσος ισοδυναμούσε με ένα δηνάριο (Λουκάς 20:22). Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας κυκλοφορούσε και νόμισμα που ονομαζόταν "νόμισμα κνήσος", και χρησίμευε για την καταβολή του κεφαλικού φόρου. Επί εποχής Νεεμία υπήρχαν και έφοροι Λευιτών (Νεεμίας 11:22).

    Ο Ιησούς προέτρεπε τους δικούς Του να πληρώνουν το φόρο τους ως σωστοί πολίτες που υπάκουαν στους νόμους του κράτους (Ρωμαίους 13:6,7). - [δες και τελώνης]

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Χρυσοχόος

    Ειδικός τεχνίτης για την κατεργασία χρυσού. Το επάγγελμα του χρυσοχόου υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αυτό μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα με κατασκευές από χρυσό.

    Στη Αγία γραφή αναφέρονται κατασκευές κοσμημάτων (βραχιόλια, κρίκοι), από την εποχή του Αβραάμ (Γένεση 24:22), κάτι που μαρτυρεί πως οι άνθρωποι κατεργαζόντουσαν το χρυσό με τέχνη και επιδεξιότητα. Εξάλλου το χρυσάφι βρισκόταν σε αφθονία (Γένεση 13:2, Α’ Χρονικών 22:14, Β’ Χρονικών 9:9, Δανιήλ 3:1). Εκτός από κοσμήματα χρησιμοποιούταν στην κατασκευή νομισμάτων (Α’ Χρονικών 29:4,5,7, Ματθαίος 10:9), και σκευών, καθώς και στη διακόσμηση σπιτιών, παλατιών και ενδυμάτων (Έξοδος 39:2,3). Το καθάριζαν και το δοκίμαζαν στη φωτιά (Ζαχαρίας 13:9, Παροιμίες 17:3, 27:21, Α’ Πέτρου 1:7), μάζευαν το καθαρό (Μαλαχίας 3:3) και το σφυρηλατούσαν (Γένεση 39:2). Ειδικοί τεχνίτες χρυσού, χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση στο Ναό του Σολομώντα και τη Σκηνή του Μαρτυρίου (Α’ Βασιλέων 6:20-22, Β’ Χρονικών 3:6). Κάποιοι άλλοι δούλεψαν στην ανοικοδόμηση των τειχών της Ιερουσαλήμ (Νεεμίας 3:8,38).

    Συνήθως ίδιος τεχνίτης επεξεργαζόταν χρυσό και ασήμι (Ησαΐας 40:19). - [δες και αργυροχόος]

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ευπρεπως...